Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Η σχετική ηρεμία σ” αυτή την Αίθουσα βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την όξυνση που υπάρχει στον εκπαιδευτικό χώρο. Ο εισηγητής του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ο κ. Αλευράς αναφέρθηκε σ΄ αυτό το φαινόμενο και συντάσσομαι και με τις απόψεις και τις θέσεις που πήρε. Θα ήθελα να αναφερθώ σε μια πτυχή των αιτίων της όξυνσης αυτής γιατί το έχω παρατηρήσει και σε άλλα νομοσχέδια. Και αυτό οφείλεται σε μια διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στο τι είναι και τι φαίνεται ότι είναι ή εικάζεται ότι είναι. Στο παρόν νομοσχέδιο έχουμε επανάληψη αυτού του φαινομένου. Η Κυβέρνηση παρουσιάζει αυτό το νομοσχέδιο με τυμπανοκρουσίες ως μεταρρύθμιση στο πλαίσιο της λειτουργίας των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Μια απλή ανάγνωση του νομοσχεδίου καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται περί μεταρρύθμισης. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται περί ρυθμίσεων στο υφιστάμενο πλαίσιο. Το πλαίσιο δεν αλλάζει. Είναι ουσιαστικά ρυθμίσεις, μερεμέτια μέσα στο ίδιο το πλαίσιο. Ακριβώς, όμως, επειδή υπήρχε αυτή η επικοινωνιακή υπερβολή, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη σχεδόν συζήτηση της αναθεώρησης του άρθρου 16, δημιουργήθηκαν εντυπώσεις – καλώς ή κακώς – ότι το νομοσχέδιο αυτό είναι η αιχμή του δόρατος μιας μη δεδηλωμένης στρατηγικής της Κυβέρνησης για υποβάθμιση των Κρατικών Πανεπιστημίων και για την αρχή υποδοχής νέων, μη κρατικών, Πανεπιστημίων. Δεν εξετάζω τώρα τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά. Αυτή, όμως, είναι η κατάσταση. Κι έχουμε τώρα κλειστά Πανεπιστήμια, όξυνση και μία ατμόσφαιρα τεταμένη, μέσα στην οποία δεν μπορεί να γίνει ουσιαστικός, υπεύθυνος διάλογος για τα Πανεπιστήμια. Η Κυβέρνηση με δική της ευθύνη έχασε μία μεγάλη ευκαιρία. Στην αρχή της 4ετίας, στη συζήτηση του προγράμματος της Κυβέρνησης, ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο κ. Παπανδρέου, είχε πει ότι το θέμα της Παιδείας πρέπει να έχει μία εθνική προτεραιότητα και πως θα πρέπει να προχωρήσουμε όλοι σε μία ευρύτατη συναίνεση για την αναβάθμισή της. Χρησιμοποίησε, μάλιστα, χαρακτηριστικά και τις λέξεις «εγώ είμαι διατεθειμένος να βάλω πλάτη σε αυτή την προσπάθεια». Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται στο τέλος της θητείας μιας κυβέρνησης. Γίνονται στην αρχή. Κι εμείς δείξαμε το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. Δυστυχώς, η Κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε. Οι προσχηματικοί διάλογοι, που έγιναν, ή διάλογοι μέσα σε θεσμικά πλαίσια, όπως είναι το ΕΣΥ, όπου οι φορείς – οι πολλοί φορείς εν πάση περιπτώσει – προσέρχονται με έτοιμες απαντήσεις σε ερωτήσεις, που ακόμα δεν τους έχουν τεθεί, δεν οδηγούν πουθενά. Εάν, όμως, τότε είχε πάρει πρωτοβουλία η Κυβέρνηση για μία Διακομματική Επιτροπή στη Βουλή, με τη βοήθεια επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων – όπως έγινε στην περίπτωση των ναρκωτικών – νομίζω – σήμερα θα είχαμε φτάσει σε ένα διαφορετικό σημείο. Χάθηκε αυτή η ευκαιρία. Και, όπως και να το κάνουμε, τώρα, σε μία προεκλογική, ουσιαστικά, περίοδο, δεν μπορούμε να περιμένουμε νηφάλιο, υπεύθυνο, ουσιαστικό διάλογο. Τώρα μερικά λόγια για το ίδιο το νομοσχέδιο. Έχω κάποια ερωτήματα και θα ήθελα ο κύριος Υφυπουργός να μου απαντήσει. Πρώτα απ” όλα, με βάση ποια αξιολόγηση η Κυβέρνηση αποφάσισε ότι το σημείο αιχμής είναι η αναβάθμιση των Πανεπιστημίων; Εάν δούμε όλο το φάσμα των προβλημάτων στο χώρο της Παιδείας, θα δούμε ότι ακόμα κι αν – ας υποθέσουμε – το νομοσχέδιο αυτό λύνει το πρόβλημα της αναβάθμισης των Πανεπιστημίων, τι να το κάνεις το αναβαθμισμένο Πανεπιστήμιο όταν τα παιδιά θα φτάσουν στις πόρτες των Πανεπιστημίων κουρασμένα, αφυδατωμένα και απαίδευτα, όταν το σύστημα στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο πάσχει; Έτσι θα έπρεπε να αρχίσουμε; Από την οροφή; Ερώτημα: Γιατί αυτή η προτεραιότητα και όχι άλλα θέματα, τα οποία ίσως έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα;
Δεύτερον, ας υποθέσουμε ότι επικεντρώνουμε – σε αυτή τη φάση τουλάχιστον – στα θέματα των πανεπιστημίων. Το νομοσχέδιο αυτό αγγίζει τον κορμό του προβλήματος στα Πανεπιστήμια; Δεν ξέρουμε τι γίνεται στα Πανεπιστήμια; Ακόμα κι αν δεχθούμε πως αυτές οι ρυθμίσεις μπορεί να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, νομίζετε ότι θα λυθεί τίποτα στα Πανεπιστήμια; Αντίθετα, θα υπάρξουν σοβαρότατα λειτουργικά προβλήματα, που θέλω να επισημάνω.
Το βασικό πρόβλημα των Πανεπιστημίων είναι η οργανωτική δομή. Είναι το οργανωτικό σχήμα, με το οποίο λειτουργούν τα Πανεπιστήμια. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Και πρέπει να έχουμε το θάρρος και την τόλμη να αναγνωρίσουμε ότι αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Αν αυτό δεν το αγγίξουμε, δεν κάνουμε τίποτα.
Πώς εκλέγονται τα ανώτατα όργανα στα Πανεπιστήμια ή πώς επιλέγονται; Πώς λαμβάνονται σήμερα οι αποφάσεις και πώς λύνονται οι διαφορές στα Πανεπιστήμια; Ποιο είναι το σύστημα που δημιουργεί κίνητρα στους εμπλεκόμενους, στο επιστημονικό προσωπικό, στους πανεπιστημιακούς, στους φοιτητές, στο διοικητικό προσωπικό, να λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση της προόδου και της αναβάθμισης του Πανεπιστημίου, αντί να έχουν μπλοκαριστεί σε διαδικασίες, που δεν οδηγούν πουθενά;
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το προειδοποιητικό κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Σε ένα, δύο λεπτά θα ολοκληρώσω, κύριε Πρόεδρε.
Το νομοσχέδιο λέει ότι προωθεί την αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων. Εδώ πρέπει να υπάρχει μία ισορροπία ανάμεσα στην πλήρη αυτοδιοίκηση, που προβλέπει το Σύνταγμα και στην αυτονομία. Άλλο αυτοδιοίκηση και άλλο αυτονομία. Τα κρατικά Πανεπιστήμια λειτουργούν υπό την εποπτεία του κράτους. Το κράτος έχει την ευθύνη για την κατεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής, προς ποία κατεύθυνση θα πάμε.
Θα πρέπει, λοιπόν, να υπάρξει μία αρμονία ανάμεσα στην πλήρη αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων και στη στρατηγική του κράτους για την εκπαιδευτική πολιτική.
Αυτό δεν αντιμετωπίζεται στο νομοσχέδιο. Αντίθετα, νομίζω ότι η πλήρης αυτοδιοίκηση – αν πάμε προς αυτή την κατεύθυνση – θα συρρικνώσει την ευθύνη του κράτους για την εκπαιδευτική πολιτική ή αντίθετα αν επιμείνουμε στην προτεραιότητα του κράτους για εκπαιδευτική πολιτική χωρίς θεσμούς – οι οποίοι δεν προβλέπονται σε αυτό το Σύνταγμα – θα έχουμε μία ακρωτηριασμένη αυτοδιοίκηση.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Δύο, τρία παραδείγματα με την ανοχή του Προεδρείου.
Ας υποθέσουμε – και πιστεύω ότι αυτή είναι η θέση μας – ότι όλα τα παιδιά που τελειώνουν το Λύκειο και έχουν τα αναγκαία προσόντα, έχουν πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Αυτό είναι ευθύνη της πολιτείας. Τα αιτήματα και τα προγράμματα, που θα έρθουν από τα αυτοδιοικούμενα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., μπορεί να μη συμφωνούν με αυτές τις προβλέψεις. Θα πρέπει φυσικά να γίνει ένας διάλογος για την αύξηση των υποδομών και για τους πόρους. Πού θα συζητηθούν αυτά; Και σε τελευταία ανάλυση, ποιος θεσμός θα αποφασίσει, έτσι που τα Πανεπιστήμια να δέχονται αυτούς που θέλουν και μπορούν και ταυτόχρονα να έχουμε πετύχει τον κεντρικό στόχο, ότι όλοι οι μαθητές που θέλουν να πάνε στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και έχουν τα αναγκαία προσόντα, θα πάνε; Δεν υπάρχει θεσμός. Αν αποφασίζει μόνο του το Υπουργείο, τότε πάει περίπατο η αυτοδιοίκηση. Αν, όμως, αποφασίζουν τα αυτοδιοικούμενα Πανεπιστήμια, μπορεί να έχουμε καταστρατήγηση του κεντρικού ρόλου. Υπάρχει θεσμικό κενό.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει ξανά το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Μισό λεπτό, κύριε Πρόεδρε, ένα δεύτερο παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε ότι συμφωνούμε σε αυτά. Υπάρχει λοιπόν μία συμφωνία για τον αριθμό των εισακτέων. Πώς θα γίνει η κατανομή ανάμεσα στα Α.Ε.Ι. και στα Τ.Ε.Ι. και σε ποια Α.Ε.Ι. και σε ποια Τ.Ε.Ι.; Το άθροισμα των αιτημάτων των Πανεπιστημίων μπορεί να μη συμφωνεί με μία εκπαιδευτική στρατηγική, ότι θέλουμε να δώσουμε μεγαλύτερη προτεραιότητα στην τεχνική εκπαίδευση, ας πούμε, ή στη νομική ή στα Πολυτεχνεία ή στα άλλα. Ποιος θα το αποφασίσει αυτό; Μέσα από ποιο θεσμικό πλαίσιο θα βγει αυτή η απόφαση;
Τρίτον: Το κράτος μπορεί να έχει μία άποψη, ότι πρέπει να δώσει μία έμφαση σε ορισμένα τμήματα. Τα αυτοδιοικούμενα Πανεπιστήμια μπορεί να έχουν μία διαφορετική άποψη. Να δώσουν περισσότερη έμφαση, παραδείγματος χάρη, στην τεχνική εκπαίδευση ή στην πληροφορική, στα Τμήματα Μηχανολόγων ή Λογιστικής.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Κύριε Αρσένη, θα σας παρακαλέσω να ολοκληρώσετε.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Θα τελειώσω σε μισό λεπτό. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Έχετε υπερβεί αρκετά το χρόνο σας.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Θα μπορούσα να συνεχίσω. Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο θεσμικό κενό και το νομοσχέδιο αυτό είναι δυσλειτουργικό. Θα οδηγήσει ή σε μία επαναφορά του κεντρικού ρόλου που το Υπουργείο θα αποφασίζει για όλα αυτά ή θα τα αφήσουμε στην αυτοδιοίκηση, οπότε κινδυνεύουμε να καταστρατηγήσουμε το πνεύμα του άρθρου του Συντάγματος. Γι” αυτό θα χρειαστεί να δούμε θεσμούς, όπως ίσως μια ανεξάρτητη αρχή, η οποία θα συνθέτει αυτές τις απόψεις ή να έχουμε – όπως γίνεται σε άλλες χώρες – συμβούλια επιτρόπων σε Πανεπιστήμια και σε πανελλαδικό επίπεδο, για να λύονται αυτές οι διαφορές.
θα ήθελα να αναπτύξω αυτές τις θέσεις, αλλά δεν έχω χρόνο. Πιστεύω ότι έτσι όπως είναι το νομοσχέδιο, άτολμο σε πολλές κατευθύνσεις, είναι και δυσλειτουργικό. Θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα λειτουργίας, αντί να τα λύσει. Γι” αυτό χρειάζεται να ξαναδούμε το θεσμικό πλαίσιο της λειτουργίας των πανεπιστημίων και θεσμούς που πρέπει να υπάρχουν ανάμεσα στο Υπουργείο και στα πανεπιστήμια για να λύνονται πολλά από τα προβλήματα, όπως σας ανέφερα με ορισμένα παραδείγματα. Σας ευχαριστώ.