Μ. ΓΑΛΕΝΙΑΝΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο Εισηγητής της Μειοψηφίας κ. Γ. Αρσένης.
Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ ( Εισηγητής της Μειοψηφίας): Κύριοι συνάδελφοι, θα ήθελα να αρχίσω με μία ερώτηση. Γιατί αυτή η σπουδή; Γιατί με αυτές τις εσπευσμένες διαδικασίες, θέλει η Κυβέρνηση να επικυρώσει την Συνθήκη του Maastricht; Διότι αν δούμε το πράγμα αντικειμενικά, βλέπουμε ότι αυτή η σπουδή αντίκειται σε βασικούς κανόνες της διπλωματικής λειτουργίας. Θα έπρεπε να περιμένουμε την ολοκλήρωση κάποιων εκκρεμοτήτων, όπως η ένταξη της Ελλάδας στην ΔΕΕ. Θα έπρεπε οπωσδήποτε να περιμέναμε τις διαπραγματεύσεις για το δεύτερο πακέτο Delors. Θα έπρεπε να ξέρουμε ακριβώς ποιοι θα είναι οι πόροι στη διάθεση της Ελλάδας, για να στηρίξει ένα πρόγραμμα σύγκλισης. Θα έπρεπε να περιμένουμε τη συζήτηση για τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό για το 1993. Με βάση αυτές τις εξελίξεις θα μπορούσαμε να συζητήσουμε το θέμα της Συνθήκης του Maastricht. Επίσης θα έπρεπε να ξέρουμε τις διεθνείς πραγματικότητες και τις επιπτώσεις τους στην Ελλάδα. Το θέμα που εκκρεμεί αυτή τη στιγμή, δεν είναι μόνο «ναι»ή «όχι» στο Maastricht. Η βουλή θα πρέπει να καταθέσει τις δικές της απόψεις για ρυθμίσεις στο Maastricht. Οι παρατηρήσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τις διαπραγματεύσεις σε κοινοτικό επίπεδο, ενώ θα πρέπει παράλληλα να είναι μία υποθήκη για τις αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις που η ίδια η Συνθήκη προβλέπει για το 1996.
Θα περιμέναμε η συζήτηση αυτή να γίνει μετά την κατάθεση, από την Κυβέρνηση, ενός μεσοπρόθεσμου προγράμματος σύγκλισης. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς θα προτείνει η Κυβερνητική παράταξη στην Βουλή, για την σύγκλιση. Το λογικό θα ήταν η συζήτηση αυτή να γίνει προς το τέλος του έτους, με άνεση, με πλήρη πληροφόρηση του ελληνικού λαού για το τι ακριβώς σημαίνει Maastricht. Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει: γιατί αυτή η σπουδή;
Για την Συνθήκη του Maastricht δεν χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες. Πρόκειται για έναν ιστορικό συμβιβασμό, στις λεπτές πολιτικές ισορροπίες ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις αυτής της περιόδου. Είναι μια προσπάθεια της Ευρώπης να μετεξελιχθεί από μια οικονομική κοινότητα σε μια Ενωμένη Ευρώπη.
Πρέπει, όμως, ταυτόχρονα , να πούμε ότι ο ιστορικός αυτός συμβιβασμός εκφράζει τις αντιλήψεις, που επικρατούν στην Ευρώπη, αυτή τη στιγμή. Δεν είναι, όμως, σίγουρο ότι οι αντιλήψεις, που επικρατούν στην Ευρώπη, αυτή τη στιγμή. Δεν είναι, όμως, σίγουρο ότι οι αντιλήψεις αυτές είναι ικανοποιητικές για την αντιμετώπιση από την Ευρώπη της πρόκλησης της δεκαετίας του “ 90 και της πρόκλησης του 21ου αιώνα.
Είναι πολύ πιθανόν – θα έλεγα σχεδόν σίγουρο – ότι η συνθήκη του Maastricht ευρίσκεται πίσω από τους καιρούς και δεν αντικρίζει με αρκετά θετική προοπτική την πρόκληση και τα προβλήματα, που θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον.
Η συνθήκη του Maastricht αποτελεί ένα αβέβαιο βήμα προς την Ενωμένη Ευρώπη και πρέπει, ως Ευρωπαίοι και Έλληνες, να μελετήσουμε τα προβλήματα, ώστε να δούμε τα συνοδευτικά μέτρα για τον εμπλουτισμό αυτής της πορείας. Πρέπει να δούμε, ακόμη, πως θα αρχίσουμε να γράφουμε την μετά το 1997 «ατζέντα», διότι με τη Συνθήκη του Maastricht, δεν ολοκληρώνεται η Ενωμένη Ευρώπη.
Μία συνθήκη κρίνεται βάσει ορισμένων αντικειμενικών κριτηρίων. Από τα πολλά κριτήρια, που μπορούν να τεθούν, θα αναφερθούν μερικά για να δούμε τι κάνει και τι δεν κάνει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, ποιο είναι το έλλειμμα της και τι πρέπει να γίνει, στην προοπτική του χρόνου, στις διαπραγματεύσεις για να διορθωθούν ορισμένες ατέλειες η ελλείψεις.
Η Ενωμένη Ευρώπη θα πρέπει να παρέχει εγγυήσεις στα Κράτη- Έθνη, που την αποτελούν και στους Ευρωπαϊκούς Λαούς. Θα πρέπει να εξασφαλίζει την πολιτιστική ταυτότητα των Λαών της, την πολιτιστική πολυφωνία, την ασφάλεια και μια κοινή πολιτική δράση με αξίες και συγκεκριμένους στόχους, που προέρχονται από την ευρωπαϊκή παράδοση και πάνω στους οποίους θα υπάρχει σύγκλιση όλων.
Μία τέτοια συνθήκη για την Ενωμένη Ευρώπη οφείλει να παρέχει εγγυήσεις στον πολίτη για την εξασφάλιση δημιουργικής δουλειάς και συνθηκών πλήρους απασχόλησης και για τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει, επίσης, να εξασφαλίζει μια δυνατή, ανταγωνιστική Οικονομία, η οποία παρέχει τους πόρους για την ανάπτυξη, την κοινωνική πολιτική και για μια αποτελεσματική, ανταγωνιστική αναμέτρηση με τις άλλες οικονομικές και πολιτικές Υπερδυνάμεις.
Βάσει αυτών των κριτηρίων μπορούμε να κρίνουμε, τι επιτυγχάνει και τι δεν επιτυγχάνει η Συνθήκη του Maastricht, έναντι αυτών των στόχων.
Αρχίζω από ένα ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα ζήτημα, το θέμα της κοινής αμυντικής πολιτικής. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι η Συνθήκη του Maastricht δεν έχει κάνει βήματα προς τα εμπρός. Η διατύπωση, που υπάρχει και οι διευκρινήσεις, που δίδονται για μια μελλοντική ενσωμάτωση της Δ.Ε.Ε. στην Ενωμένη Ευρώπη, εντάσσει την λογική της κοινής αμυντικής πολιτικής της Ευρώπης, ως πτέρυγας της κοινής αμυντικής πολιτικής του ΝΑΤΟ. Αυτό έχει για την Ελλάδα ιδιαίτερη σημασία. Η ευρωπαϊκή πολιτική δεν προσφέρει επί πλέον εξασφάλιση των συνόρων της Ελλάδας, κυρίως προς Ανατολάς, από εκείνη που δίδει το ΝΑΤΟ. Δεν έχουμε, δηλαδή καμία εξασφάλιση.
Όσον αφορά στην άμυνα μας, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι είμαστε ικανοποιημένοι από τον ιστορικό συμβιβασμό, ο οποίος εκφράζεται στη Συνθήκη του Maastricht.
Ως προς το θέμα της πολιτικής συνεργασίας θα δούμε ότι – περιέργως – δεν υπάρχουν αξίες και στόχοι. Όταν συντάσσεται Καταστατικό κοινής εξωτερικής πολιτικής, εκφράζονται και κάποιοι στόχοι. Η εξωτερική πολιτική διέπεται από ορισμένους κανόνες. Αυτό δεν συμβαίνει. Υπάρχουν αβέβαιες και ασαφείς εκφράσεις, οι οποίες καλύπτουν μια και μισή σελίδα και στην ουσία δεν εκφράζουν τίποτα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει, ακόμη, σύγκλιση απόψεων για την κοινή εξωτερική πολιτική της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος δεν αναφέρεται σε ενιαία εξωτερική πολιτική, αλλά ομιλεί για κοινή εξωτερική πολιτική. Έχουμε, λοιπόν, μια διακρατική συμφωνία και ένα Συμβούλιο, το οποίο συζητεί τα θέματα, αλλά οι αρχές, οι βάσεις, οι σκοποί και τα οράματα δεν προσδιορίζονται πουθενά. Το σημείο αυτό είναι επικίνδυνο όταν συνδεθεί με το γεγονός ότι η αρχή της ομοφωνίας και ισχύει και δεν ισχύει. Η δήλωση, που περιλαμβάνεται στην Συνθήκη του Maastricht, σύμφωνα με την οποία οι Χώρες-μέλη δεν θα πρέπει να επιμείνουν στην άσκηση του Veto, όταν έχει, ήδη, σχηματισθεί ειδική πλειοψηφία, παρακάμπτει ουσιαστικά την ομοφωνία.
Παραδίδουμε, λοιπόν, ζωτικά εθνικά θέματα, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο με στόχους, αρχές και δράση για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής και με αιωρούμενο, στην πράξη, το θέμα της ομοφωνίας.
Έτσι, λοιπόν, ούτε στον πολιτικό τομέα μπορούμε να εκφράσουμε ικανοποίηση, για τα αποτελέσματα της εφαρμογής της Συνθήκης. Υπάρχουν πολλά κενά και πολλές αδυναμίες, στις οποίες πρέπει να δοθεί προσοχή. Δεν νομίζω ότι ο εντοπισμός των αδυναμιών αποτελεί μεμψιμοιρία. Πρόκειται για έκφραση υπευθυνότητας. Ως Ευρωπαίοι και ως Έλληνες, πρέπει να επισημάνουμε τα αδύνατα σημεία, τις περιπτώσεις, οι οποίες δεν καλύπτονται σε αυτόν τον ιστορικό συμβιβασμό και τα σημεία, τα οποία πρέπει να προσέξουμε. Διθύραμβοι χωρίς περιεχόμενο, μπορεί να δημιουργήσουν ψευδαισθήσεις στους Ευρωπαϊκούς και στον Ελληνικό Λαό και μεγάλες απογοητεύσεις, οι οποίες, μακροπρόθεσμα, δεν εξυπηρετήσουν την ευρωπαϊκή υπόθεση.
Όσον αφορά στα οικονομικά ζητήματα, η οικονομική και νομισματική ένωση, αποτελεί το φυσικό επακόλουθο της Ενιαίας Πράξης. Μετά την Ενιαία Αγορά, το επόμενο βήμα θα έπρεπε να είναι, πράγματι, η ενιαία οικονομική πολιτική. Στο Maastricht δεν επιτύχαμε ενιαία οικονομική πολιτική. Έχουμε ενιαίο νομισματικό σύστημα, αλλά η οικονομική πολιτική ασκείται από τις εθνικές Κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν περιορισμένα περιθώρια δράσης και λιγότερα εργαλεία για την άσκηση της παραδοσιακής, μακροοικονομικής πολιτικής τους.
Και εδώ είναι το σημαντικό θέμα, που έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα και που πρέπει η Κυβέρνηση να ανοίξει τα χαρτιά της και να μας πει, πως συγκεκριμένα τοποθετείται απέναντι σ αυτά τα ζητήματα και τι προτίθεται να προτείνει στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα σύγκλισης.
Πράγματι, με τη Συνθήκη του Maastricht θα πάμε σε ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα το ’97 ή το 99.
Πρώτη παρατήρηση, είναι ότι υπάρχει αβεβαιότητα για το πόσες χώρες θα μπορούν να προσεγγίσουν τους ονομαστικούς στόχους του Μάαστριχτ το 97 ή το 99. Και δεν είναι μόνο η Ελλάδα, που αντιμετωπίζει συγκεκριμένες δυσκολίες, για να προσεγγίσει αυτούς τους στόχους. Δυσκολίες σημαντικές αντιμετωπίζει και η Ιταλία, θα αντιμετωπίσει και η Πορτογαλία και η Ισπανία, αλλά και πολλές άλλες χώρες.
Παρακάμπτω όμως αυτό το θέμα και μπαίνω στο ζήτημα των ονομαστικών στόχων του Μάαστριχτ.
Οι ονομαστικοί στόχοι του Μάαστριχτ μπήκαν μετά από επιμονή της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας και εκφράζουν ουσιαστικά μια μονεταριστική αντίληψη για την οικονομία και τον πληθωρισμό.
Δεν ξέρω, αν όλοι έχουμε συνειδητοποιήσει, τι γίνεται με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά επειδή γενικώς μιλάμε για δημοκρατικά ελλείμματα, το μεγαλύτερο δημοκρατικό έλλειμμα υπάρχει εδώ.
Διορίζονται διοικητές κεντρικών τραπεζών και διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχει τον απόλυτο έλεγχο στην κυκλοφορία του ευρωπαϊκού νομίσματος, χωρίς να υπόκεινται σε έλεγχο από Κυβερνήσεις, από Εθνικά Κοινοβούλια ή το Ευρωκοινοβούλιο. Διορίζουμε, δηλαδή, μια ανεξάρτητη αρχή, η οποία σκοπό έχει έναν και μόνο. Τη σταθερότητα των τιμών. Και οι Κεντρικές Τράπεζες, όταν έχουν αυτό ως αποκλειστικό σκοπό, με ένα τρόπο μόνο μπορούν να τον στηρίξουν. Με σκληρή νομισματική πολιτική και πολιτική και περιοριστική νομισματική πολιτική.
Αυτό ξέρουμε, από εμπειρία και από τη θεωρία, ότι αναγκαστικά οδηγεί σε μια πολιτική υψηλών επιτοκίων και οικονομικής ύφεσης.
Δεν είναι τυχαίο, ότι σχεδόν σε όλες τις Κεντρικές Τράπεζες στα καταστατικά τους, εκτός από την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, η νομισματική πολιτική ασκείται από τις Κεντρικές Τράπεζες στα πλαίσια της οικονομικής πολιτικής που χαράσσει το Υπουργικό Συμβούλιο. Γιατί, είναι ο συγκερασμός της μακροοικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης και της δημοσιονομικής πολιτικής από τη μια μεριά και της νομισματικής πολιτικής από την άλλη, που μας δίνει ένα optimum μίγμα.
Εάν αφήσουμε μόνο τη νομισματική πολιτική να κινηθεί, τότε μπορεί να υπάρχει πρόβλημα.
Που είναι το πρόβλημα. Η Κεντρική Τράπεζα θα ακολουθήσει την αντιπληθωριστική της πολιτική. Δημοσιονομική πολιτική, ποιος θα κάνει; Οι Εθνικές Κυβερνήσεις δεν μπορούν να κάνουν δημοσιονομική πολιτική του κλασσικού τύπου, αντικυκλική πολιτική, διότι είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα έλλειμμα 3% του ΑΕΠ και δεν έχουν πρόσβαση προς το τραπεζικό, το εκδοτικό σύστημα. Άρα, από άποψη αντικυκλικής πολιτικής, οι Εθνικές Κυβερνήσεις ασκούν ουδέτερη δημοσιονομική πολιτική.
Μήπως, η αντικυκλική πολιτική μεταφέρεται από τις Εθνικές Κυβερνήσεις στις Βρυξέλλες; Μήπως, ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός μπορεί να κάνει, αυτό που κάνει μέχρι στιγμής η Εθνική Κυβέρνηση; Δηλαδή, αντικυκλική πολιτική, αναδιανεμητική πολιτική μέσα από τον προϋπολογισμό και χρηματοδότηση αναπτυξιακών έργων.
Εάν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ υπήρχε μία διάταξη, η οποία υποχρέωνε τα Κράτη – Μέλη να αυξήσουν τους κοινοτικούς πόρους, έτσι που ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός θα αναλάμβανε την ευθύνη της άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής, αντικυκλικής πολιτικής, αναπτυξιακής πολιτικής, κοινωνικής πολιτικής, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά και πράγματι θα είχαμε κάνει ένα μεγάλο βήμα προς μια ενωμένη Ευρώπη.
Αλλά, ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός είναι μόνο 1,2% του συνολικού ΑΕΠ της Ευρώπης και φυσικά σ αυτά τα πλαίσια δεν μπορείς να ασκήσεις δημοσιονομική πολιτική.
Οι θεωρητικές μελέτες και η εμπειρία έχουν αποδείξει ότι ένας περιφερειακός κοινοτικός ομοσπονδιακός προϋπολογισμός για να μπορέσει να ασκήσει μια δημοσιονομική πολιτική, κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική, πρέπει να είναι τουλάχιστον 7% του ακαθάριστου προϊόντος. Αυτή είναι και η περίφημη μελέτη του Mac Dougal, ο οποίος επιμένει στο νούμερο 7%.
Το θέμα δεν είναι, βέβαια, τι λεει ο Mac Dougal ή οι άλλοι, αλλά και 2% να είχαμε σαν ένα πρώτο βήμα, θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε το θέμα των ονομαστικών όρων της σύγκλισης με κάποια αισιοδοξία.
Έτσι όμως, όπως είναι τα πράγματα, με την υποχρέωση χωρών που δεν έχουν ολοκληρώσει τη μάχη τους εναντίον του πληθωρισμού, που δεν έχουν ολοκληρώσει ένα κράτος πρόνοιας, που υπάρχουν τεράστιες ανάγκες έργων υποδομής, υπάρχει ο κίνδυνος ότι η προσπάθεια προσέγγισης των ονομαστικών όρων της σύγκλισης, να οδηγήσει πραγματική απόκλιση της οικονομίας, δηλαδή, σε οικονομική ύφεση, σε μεγάλη ανεργία και σε κοινωνική αδικία.
Το δεύτερο πακέτο Delors δεν ήταν μέσα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Εν πάση περιπτώσει όμως, στον ιστορικό συμβιβασμό στο Μάαστριχτ υπήρχε η πολιτική δέσμευση, ότι τουλάχιστον αυτό το πακέτο θα προχωρήσει αμέσως και μέσα σ αυτά τα πλαίσια θα υπήρχαν, όχι πολλοί πόροι, αλλά τουλάχιστον κάπως λιγότεροι από τους πόρους, που δόθηκαν στις περιφέρειες και στην Ελλάδα στην περίοδο 1988 – 1991 στα πλαίσια της κίνησης για την ενιαία αγορά.
Αυτό όμως βλέπουμε τώρα, να πηγαίνει προς τα πίσω. Το πρόβλημα, που τίθεται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, είναι πως μια Εθνική Κυβέρνηση, που στερείται ελευθερίας κινήσεων στο δημοσιονομικό τομέα και που πρέπει να προσεγγίσει τους ονομαστικούς όρους του Μάαστριχτ, θα καταφέρει να μην ακυρώσει την αναπτυξιακή πορεία του τόπου και να μην προβεί σε μια πολιτική κοινωνικά άδικη και που θα καταλύσει το κοινωνικό κράτος.
Για να γίνει αυτό χρειάζονται κινήσεις και στο εξωτερικό, προς την κατεύθυνση της Κοινότητας, και στο εσωτερικό. Προς το εξωτερικό πρέπει να είναι όρος απαράβατος, ότι η Ευρώπη θα πρέπει να προχωρήσει προς το δεύτερο πακέτο Ντελόρ, στο ακέραιο. Εάν, το πακέτο Ντελόρ αρχίσει να εφαρμόζεται με μικρότερα ποσά, μετά το 95 για να ολοκληρωθεί το 99, θα είναι πολύ δύσκολο για χώρες σαν την Ελλάδα να συμβιώσουν τους όρους της ονομαστικής και πραγματικής σύγκλισης.
Γι αυτό και δεν καταλαβαίνω, γιατί η Κυβέρνηση βιάζεται τόσο να προχωρήσει στην επιψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ενώ εκκρεμούν οι διαπραγματεύσεις για το δεύτερο πακέτο Ντελόρ. Πέρα από τα συνοδευτικά μέτρα που πρέπει να παρθούν παράλληλα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ από το 93 έως το 97, για να αντισταθμίσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις του Μάαστριχτ στην αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδος, θα πρέπει να γίνει και μια προσπάθεια ανασύνταξης της ελληνικής οικονομίας στο εσωτερικό. Η πολιτική της Κυβέρνησης μέχρι στιγμής είναι πολιτική ύφεσης και συρρίκνωσης της παραγωγής που αυξάνει τα ελλείμματα, τον στασιμοπληθωρισμό και τις κοινωνικές αδικίες. Δεν αποκλίνουμε μόνο από τους πραγματικούς, αλλά και από τους ονομαστικούς όρους, που δεν πρόκειται να τους φτάσουμε.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Με ποιούς όρους θα προχωρήσει η Κυβέρνηση στην υλοποίηση της συζήτησης του Μάαστριχτ και πως θα αποφύγει την οικονομική ύφεση, την ανεργία, τη μείωση του βιοτικού επιπέδου. Δεν συμφωνώ με τον Εισηγητή της Πλειοψηφίας ότι είναι ένας δρόμος προς το Μάαστριχτ. Είναι πολλοί. Το ΠΑΣΟΚ προτείνει μια συγκεκριμένη πορεία σύγκλισης, στα πλαίσια του κοινωνικού συμβολαίου, που δίνει προτεραιότητα στην διεύρυνση της παραγωγής με κοινωνική δικαιοσύνη.
Τι έχει να πει η Κυβέρνηση γι αυτό; Οι μελέτες που έχω στα χέρια μου από Αμερικάνικα και Αγγλικά Ινστιτούτα προβλέπουν ότι η ανεργία στην Ελλάδα το 1997 θα φθάσει περίπου το 17%, εάν ακολουθηθεί η σημερινή πολιτική της Κυβέρνησης. Έχει η Κυβέρνηση πρόγραμμα που θα προσεγγίσει τους στόχους του Μάαστριχτ χωρίς να ακυρώσει την αναπτυξιακή πορεία, χωρίς να αυξηθεί η ανεργία και να καταλυθεί το κοινωνικό κράτος;
Με αυτές τις παρατηρήσεις μου υπογραμμίζω ότι πρώτα συζητάμε την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ και αργότερα συζητάμε το πρόγραμμα προσαρμογής στη Συνθήκη. Θα έπρεπε να γίνει ακριβώς το αντίθετο.
Θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση, που αφορά ένα σημαντικό θέμα. Αν θέλουμε να γίνει πραγματική κίνηση προς την ενωμένη Ευρώπη, θα πρέπει να ολοκληρωθεί το θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό οικοδόμημα των 12. Αν προχωρήσουμε σε επέκταση της Κοινότητας με τις αντιφατικές ρυθμίσεις που έχουμε στα διάφορα επίπεδα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας, τότε δεν θα πάμε σε μια πολιτικά Ενωμένη Ευρώπη, μια ομοσπονδιακού τύπου Ενωμένη Ευρώπη. Θα πάμε σε μια έννοια κοινοπολιτείας, που θα λειτουργεί σαν μια κοινή αγορά, που θα είναι η Ευρώπη των ισχυρών και όχι η δημοκρατική Ευρώπη. Η κίνηση, λοιπόν επέκτασης της Ευρώπης χωρίς να προχωρήσουμε αποφασιστικά στην εμβάθυνση, είναι κίνδυνος για το ευρωπαϊκό όραμα και για τα εθνικά συμφέροντα. Θα πρέπει να είμαστε σαφείς. Πρώτα πρέπει να γίνουν αποφασιστικές ρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης, της κοινωνικής συνοχής και μετά να δούμε το θέμα της διεύρυνσης της Κοινότητας.