ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Κωνσταντίνος Γείτονας): Ο κ. Αρσένης έχει το λόγο.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Κύριοι συνάδελφοι, θυμάμαι μερικά χρόνια πριν, πριν να πάρουμε το δρόμο για το Μάαστριχτ , ότι η συζήτηση επί του προϋπολογισμού ήταν ένα κορυφαίο πολιτικό γεγονός. Σήμερα, στην εποχή του ευρώ, το ενδιαφέρον το πολιτικό αλλά και το ενδιαφέρον του κοινού είναι πράγματι μειωμένο. Και είναι εύλογο αυτό, γιατί πράγματι ο προϋπολογισμός , ή δίνει ελάχιστα περιθώρια εναλλακτικών κυβερνητικών πολιτικών.
Στην πραγματικότητα ο προϋπολογισμός εκτελείται χωρίς να υπάρχει νομισματική πολιτική, συναλλαγματική πολιτική, εισοδηματική πολιτική και ουσιαστικά δημοσιονομική πολιτική. Είναι στην πραγματικότητα το ετήσιο τμήμα ενός μεσοπρόθεσμου προγράμματος, που καταρτίζεται βάσει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Έτσι, λοιπόν, για να αξιολογήσουμε την ποιότητα ενός προϋπολογισμού, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε και να αξιολογήσουμε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης. Το αναθεωρημένο όμως πρόγραμμα το οποίο έχει υποβληθεί στις Βρυξέλλες, δεν το έχουμε και δεν έχει κατατεθεί στη Βουλή. Και δεν είμαστε σε θέση σήμερα να συζητήσουμε τον προϋπολογισμό σ” αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο θα μας έδινε και κάποια περιθώρια εναλλακτικών αναπτυξιακών επιλογών .
Αυτό δυσχεραίνει το έργο μας και γι” αυτό θέλω να προτείνω στο Προεδρείο το εξής:
Κύριε Πρόεδρε, το Προεδρείο, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση, να εξετάσει τη δυνατότητα να έχουμε μια ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής αμέσως μετά τις γιορτές, όπου με συμμετοχή των Βουλευτών , όχι μόνο των Αρχηγών των κομμάτων , να γίνει μία συζήτηση για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, για το αναθεωρημένο πρόγραμμα Σταθερότητας και , ανάπτυξης και μέσα σ” αυτό να δούμε -και να ξαναδούμε ίσως- κάποιες από τις αναπτυξιακές πτυχές αυτού του προϋπολογισμού.
Θα έλεγα ότι στο μέλλον θα έπρεπε η συζήτηση επί του προϋπολογισμού να γίνεται ταυτόχρονα με την κατάθεση και συζήτηση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης. Έτσι θα μπορέσουμε να συζητήσουμε εναλλακτικές πολιτικές και έτσι, μέσα σ” αυτά τα πλαίσια, μπορούμε να αναβιώσουμε το πολιτικό ενδιαφέρον του κοινού και των κομμάτων σε θέματα που αφορούν στον προϋπολογισμό.
Τώρα, όσον αφορά τον προϋπολογισμό αυτόν καθ” εαυτόν, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα την καταπολέμηση της ανεργίας. Συμφωνώ απόλυτα μαζί του. Νομίζω ότι αυτή είναι η σωστή κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε και παρατηρώ ότι πράγματι μέσα στον υπό συζήτηση προϋπολογισμό υπάρχουν πολλά στοιχεία, που δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία για την αντιμετώπιση αυτού του θέματος.
Το πόσο όμως θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε προς την υλοποίηση αυτού του στόχου, θα εξαρτηθεί από το ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης. Δεν θα πρέπει να πιστεύουμε ότι με πολιτικές παρέμβασης στην αγορά ή με άλλα οικονομικά μέτρα θα μπορέσουμε ουσιαστικά να λύσουμε το θέμα της απασχόλησης. Η απασχόληση θα συνοδευτεί από την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Άρα όταν θέλουμε να καταπολεμήσουμε την ανεργία είναι σαν να λέμε ότι θέλουμε να επιταχύνουμε τους ρυθμούς ανάπτυξής μας, που σημαίνει με τη σειρά του ότι πρέπει να αυξήσουμε σημαντικά το επενδυτικό μας πρόγραμμα. Έτσι, ανεργία και επενδύσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Θα ήθελα, λοιπόν , συνεχίζοντας τη σκέψη του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, να δω τα προβλήματα της ανάπτυξης από την άλλη οπτική γωνία, από την οπτική γωνία των επενδύσεων και να επισημάνω ορισμένα προβλήματα που έχει η ελληνική οικονομία και που πρέπει να αντιμετωπίζουμε και όπου θα πρέπει να επικεντρωθεί ο Προϋπολογισμός.
Πιστεύω πράγματι ότι στην εποχή του ευρώ, όπου η ελληνική οικονομία έχει απολέσει τα άλλα εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής και ανάπτυξης, το αναπτυξιακό έργο του Προϋπολογισμού είναι διττό: Πρώτον, να αυξήσει τις εθνικές αποταμιεύσεις, που θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη και δεύτερον , να βελτιώσει την ποιότητα των επενδύσεων , έτσι που με το ίδιο ποσό να έχουμε μεγαλύτερο παραγωγικό αποτέλεσμα, μια υψηλότερη παραγωγικότητα.
Αυτά τα θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικά και θα ήθελα να κάνω μερικές παρατηρήσεις.
Κύριοι συνάδελφοι, υπάρχει πρόβλημα χρηματοδότησης της ανάπτυξής μας, ένα πρόβλημα που δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα οξύ σήμερα λόγω των εισροών από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, αλλά εάν δούμε τις πηγές της χρηματοδότησης των επενδύσεων θα διαπιστώσουμε ότι μεσοπρόθεσμα υπάρχει πρόβλημα και έχει μεγάλη ευθύνη ο Προϋπολογισμός να αντιμετωπίσει τώρα αυτό το θέμα της χρηματοδότησης της ανάπτυξης.
Οι νέες επενδύσεις είναι 16,2% του Α.Ε.Π. Αυτό δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο. Παραδοσιακά, οι επενδύσεις ήταν υψηλότερες και εγώ υπολογίζω ότι για να έχουμε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι νέες επενδύσεις θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Χρειάζεται λοιπόν να έχουμε αποταμιεύσεις, πηγές χρηματοδότησης επενδύσεων περισσότερες από ό,τι έχουμε τώρα.
Ποιες είναι οι πηγές αποταμίευσης; Είναι τρεις: οι εξωτερικοί πόροι, οι δημόσιες αποταμιεύσεις και οι αποταμιεύσεις του κοινού, των ιδιωτών.
Από πού προέρχονται τώρα οι πηγές χρηματοδότησης; Το 4,2% από τους πόρους εξωτερικού. Μόνο 4,2%! Και αυτό καταρρίπτει και το μύθο ότι η ανάπτυξη χρηματοδοτείται ουσιαστικά από το εξωτερικό. Η ανάπτυξη χρηματοδοτείται κυρίως από εσωτερικούς πόρους και πράγματι από δημόσιες αποταμιεύσεις χρηματοδοτείται 4,2%. Το υπόλοιπο 7,8% του Α.Ε.Π προέρχεται από τις αποταμιεύσεις των ιδιωτών, από τα νοικοκυριά. Εδώ υπάρχει πρόβλημα. Αν δούμε τώρα αυτό στην προοπτική του χρόνου, θα δούμε ότι μετά από λίγα χρόνια που θα ελαχιστοποιηθούν , που θα έχουμε μηδενικές εισροές από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, αυτή η πηγή χρηματοδότησης δεν θα υπάρχει και θα πρέπει να αυξηθούν οι πόροι από τις άλλες πηγές. Από τις δημόσιες όμως αποταμιεύσεις πιστεύω ότι στο μέλλον δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά. Θα υπάρχει ιδιαίτερη πίεση στους προϋπολογισμούς του μέλλοντος να καλύψουν αναγκαίες δαπάνες για τον χώρο της παιδείας, της υγείας, να καλύψουν δαπάνες για το Ασφαλιστικό, όπως και δαπάνες για την αντιμετώπιση του αγροτικού προβλήματος, που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.
Έτσι η μόνη δυνατή πηγή, στην προοπτική του χρόνου, που αναδύεται είναι οι λαϊκές αποταμιεύσεις, των νοικοκυριών, οι αποταμιεύσεις των ιδιωτών.
Εδώ όμως έχουμε παρατηρήσει μία κατάρρευση.
Εδώ και μερικά χρόνια πίσω, δηλαδή το 1995, οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις ήταν κάπου 17% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Τώρα ,όπως σας είπα, έχουν καταρρεύσει και είναι 7,8%. Η κατάρρευση της δυνατότητας των ιδιωτών να αποταμιεύουν και με τη σειρά τους να χρηματοδοτούν επενδύσεις έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα που ο Προϋπολογισμός πρέπει να το προσέξει και πρέπει με ειδικά μέτρα, άμεσα ή έμμεσα, να αυξήσει τα κίνητρα για χρηματοδότηση των επενδύσεων .
Πολύ γρήγορα, μια φράση μόνο έχω να πω γιατί δεν έχω άλλο χρόνο, για την ποιότητα των επενδύσεων. Σημειώνω με ιδιαίτερη ικανοποίηση ότι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων αυξάνεται σε πραγματικούς ρυθμούς 9,8%. Αν όμως αφαιρέσουμε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων τις επενδύσεις για τα ολυμπιακά έργα, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για την ανάπτυξη μειώνεται από το 2001 στο 2002. Ιδιαίτερα μειώνονται τα προγράμματα επενδύσεων για την παιδεία και για την υγεία. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όλοι πρέπει να στηρίξουμε το επενδυτικό πρόγραμμα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν πρέπει όμως αυτό το πρόγραμμα να πραγματοποιηθεί εις βάρος έργων υποδομής για την υγεία και για την παιδεία.
Εδώ θέλω να εκφράσω την ελπίδα ότι η Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του 2002 στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού θα βρει εναλλακτικούς πόρους για να αυξήσει τις επενδύσεις στους ευαίσθητους αναπτυξιακούς χώρους της παιδείας και της υγείας. Σας ευχαριστώ.