Κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί φίλοι, δέχτηκα με ιδιαίτερη χαρά να συμμετάσχω στη σημερινή εκδήλωση και να χαιρετίσω και να συγχαρώ τον συγγραφέα Καθηγητή κ.Μπουζάκη και τους συνεργάτες του γι” αυτή την πολύ σημαντική συμβολή στα θέματα της Παιδείας.
Θέλω επίσης να συγχαρώ τον εκδοτικό Οίκο Gutemberg για την έκδοση αυτού του θαυμάσιου βιβλίου. Βέβαια, ο Γεώργιος Παπανδρέου υπήρξε μια μεγάλη πολιτική φυσιογνωμία, από τις μεγαλύτερες πολιτικές προσωπικότητες της Νεότερης Ελλάδας.
Η ελληνική κοινωνία τον χαιρέτισε ως τον ηγέτη του Ανένδοτου Αγώνα, τον Γέροντα της Δημοκρατίας. Αλλά όλοι αυτοί οι τίτλοι δεν επεσκίασαν ποτέ τη σημαντική συμβολή του Γεωργίου Παπανδρέου στην εκπαιδευτική πολιτική, στην πρόοδο στο χώρο της Παιδείας.
Ονομάστηκε ο υπουργός της Παιδείας και ονομάστηκε και ο πρωθυπουργός της Παιδείας. Το 1965, μέσα στη μεγάλη πολιτική αναστάτωση με τα Ιουλιανά, όταν μίλησε σε ένα ενθουσιώδες ακροατήριο εκπαιδευτικών, ο Πρόεδρος της Συνέλευσης τον αποκάλεσε, Πρωθυπουργέ της Παιδείας.
Και ο Γεώργιος Παπανδρέου, με το χιούμορ που τον διέκρινε απάντησε, με αποκαλέσατε όχι πρωθυπουργό, αλλά πρωθυπουργό της Παιδείας. Λοιπόν, σας απαντώ, ναι, είμαι πρωθυπουργός της Παιδείας. Η ενασχόληση του Γεωργίου Παπανδρέου με τα θέματα της Παιδείας δεν ήταν συγκυριακή. Εμείς οι πολιτικοί συνήθως δεν επιλέγουμε τα Υπουργεία που, αν κληθούμε να υπηρετήσουμε, υπηρετούμε.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε μία συνεχή και διαρκή ενασχόληση με τα θέματα της Παιδείας από πολιτική σκοπιά. Και ασχολήθηκε με τα θέματα της Παιδείας και όταν ήταν υπουργός και όταν ήταν πρωθυπουργός, αλλά και όταν ήταν και εκτός κυβέρνησης και εκτός Βουλής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο εκλογικό πρόγραμμα του Κόμματος των Φιλελευθέρων το 1958, υπάρχει ένα ιδιαίτερο και σαφέστατο κεφάλαιο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Τότε, όπως ίσως και σήμερα, πολλές φορές τα προεκλογικά φυλλάδια των κομμάτων ήταν γενικόλογα και δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τα συγκεκριμένα θέματα σε συγκεκριμένους χώρους, όπως ο χώρος της Παιδείας.
Το 1958 ο Γεώργιος Παπανδρέου έβαλε στο προεκλογικό του φυλλάδιο τους βασικούς άξονες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που ακολούθησε. Και δεν είναι τυχαίο ότι, όταν έγινε πρωθυπουργός, κράτησε και το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Παιδείας και ασχολήθηκε ο ίδιος προσωπικά με την μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ’64-’65.
Από μια άλλη οπτική γωνιά, πιστεύω ότι δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ακριβώς τον πολιτικό άνδρα, τον Γεώργιο Παπανδρέου αν μελετήσουμε μόνο την πολιτική του δραστηριότητα. Για να καταλάβουμε ακριβώς ποιές ήταν οι πολιτικές του αντιδράσεις σε μια σειρά από θέματα δημοκρατίας και εκδημοκρατισμού, θα πρέπει να το δούμε από το πρίσμα της ενασχόλησής του με την Παιδεία.
Η Παιδεία τον απασχολούσε και τον απασχολούσε από παιδί. Ο φίλος του, ο Γιάννης Κακριδής, με τον οποίον είχαν συνδεθεί από το 1942 στην περίφημη «Δίκη των τόνων», όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου 1942 είχε το πολιτικό θάρρος να πάει στο δικαστήριο και να υποστηρίξει τον Γιάννη Κρακιδή.
Ο Γιάννης Κακριδής γράφει τούτο εδώ το χαρακτηριστικό και, επειδή θα αναφερθώ σε διάφορα αποσπάσματα, μπορεί να κάνω ορισμένες στιγμές κάποιες διακοπές. Ελεγε ο Γιάννης Κακριδής κάτι που νομίζω είναι συγκινητικό και χαρακτηριστικό, γιατί ο Γεώργιος Παπανδρέου ασχολήθηκε με την Παιδεία.
«Ο Παπανδρέου -γράφει ο Γιάννης Κακριδής- είχε ένα πάθος για την Παιδεία. Λένε, ότι αυτό το πάθος το είχε γιατί, όταν ήταν παιδί, ο Παπάς, ο πατέρας του δεν μπορούσε να τον μορφώσει, μόρφωνε μόνο το μεγάλο του αδελφό και χρειάστηκε να κάνει τεράστιο αγώνα ο Γεώργιος Παπανδρέου για να μορφωθεί. Αυτό του έμεινε ως ένα βίωμα δυνατό, που τον έσπρωχνε να βοηθήσει την Παιδεία.»
Ηταν, λοιπόν, κάτι που το πίστευε βαθιά και του δόθηκαν ευκαιρίες στην πολιτική του σταδιοδρομία να προχωρήσει στην υλοποίηση του οράματός του. Ο Γεώργιος Παπανδρέου θα συνδέσει το όνομά του με δύο μεγάλες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες: η πρώτη είναι η μεταρρύθμιση επί Ελευθέριου Βενιζέλου του 1928-’32, όπου, ως εισηγητής του βασικού νομοσχεδίου το 1929 είχε συμβάλλει στο να ανοίξει καινούργιους ορίζοντες για μια σύγχρονη παιδεία στην Ελλάδα. Και μετά, το 1930-’32 ως υπουργός Παιδείας.
Ακόμα και σήμερα συνδέουμε τα Δημοτικά Σχολεία και τα Γυμνάσια στην Αθήνα και στην επαρχία με το τεράστιο έργο του Γεώργιου Παπανδρέου στο χτίσιμο των σχολείων, στην προώθηση της υλικής υποδομής.
Επειδή το βιβλίο δεν ασχολείται μ” αυτή την περίοδο, ασχολείται ο Α” τόμος, δεν θα αναφερθώ και εγώ σ” αυτή την περίοδο. Θα αναφερθώ στη δεύτερη μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που προώθησε ο Γεώργιος Παπανδρέου ως πρωθυπουργός και υπουργός Παιδείας την περίοδο 1963-’65.
Πρέπει να πω ότι ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και μια τρίτη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, πολύ σύντομη, το 1951, όταν για λίγους μήνες ήταν υπουργός Παιδείας ο Γεώργιος Παπανδρέου σ” αυτή την κυβέρνηση Συνασπισμού κομμάτων. Αλλά, μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, πέτυχε κάτι σημαντικό. Το 1951, με πρωτοβουλία και νομοθετική πρωτοβουλία του Γεώργιου Παπανδρέου, ιδρύθηκε το ΙΚΥ.
Είναι σημαντικό ότι το πρώτο μεγάλο έργο του Γεώργιου Παπανδρέου ήταν για να δώσει πρόσβαση στην παιδεία και στην εκπαίδευση στα παιδιά που ήταν προικισμένα αλλά δεν είχαν, όπως έλεγε ο Γεώργιος Παπανδρέου, την «κοινωνική προίκα». Η δωρεάν παιδεία ήταν ένας σταθερός άξονας της εκπαιδευτικής του πολιτικής.
Η μεγάλη ευκαιρία του δόθηκε όταν έγινε πρωθυπουργός στην κυβέρνηση ’63-’65 και είχε την καλή συγκυρία να έχει άξιους συνεργάτες, και σε πολιτικό και σε λειτουργικό επίπεδο. Φυσικά, ήξεραν τότε – και πάνω απ” όλα ήξερε ο Γεώργιος Παπανδρέου – ότι οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις προκαλούν πάθη και ζωηρές διενέξεις γιατί αντιμετωπίζονται εκεί διαφορετικά ρεύματα της κοινής γνώμης και παρατάξεις, ιδεολογικές διαφορές, οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Μια μεταβολή στο εκπαιδευτικό σύστημα, δεν είναι απλή αλλαγή, δεν είναι αλλαγή -ας πούμε- του φορολογικού συστήματος, πάει βαθιά, πονάει, χτυπάει συμφέροντος, ξεβολεύει πολλούς. Και, επομένως, προκαλεί αντιδράσεις.
Υπήρχαν πολλές αντιδράσεις τότε, όπως υπάρχουν και πολλές αντιδράσεις σήμερα. Και αυτό το βιβλίο είναι πολύ χρήσιμο και επίκαιρο θα έλεγα, γιατί μπορούμε να μάθουμε πολλά από την εμπειρία εκείνης της προσπάθειας, να κάνουμε κάποιες συγκρίσεις, να βγάλουμε κάποια κρίσιμα συμπεράσματα και να δούμε ακριβώς τι γίνεται σήμερα, από το πρίσμα της ιστορίας πια της μεταρρύθμισης του Γεώργιου Παπανδρέου.
Υπάρχουν εντυπωσιακές ομοιότητες ανάμεσα στους βασικούς άξονες των δύο μεταρρυθμίσεων: της μεταρρύθμισης του ’63-’65 και της μεταρρύθμισης που επιχειρείται σήμερα. Και θα ήθελα να αναφερθώ σ” αυτές, γιατί νομίζω ότι από την ιστορία μπορούμε να βγάλουμε με συγκρίσεις χρήσιμα συμπεράσματα.
Πρώτα απ” όλα για τους σκοπούς. Σκοπός της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ήταν τότε, όπως είναι και σήμερα, ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας, η ανάπτυξη ενός νέου προτύπου πολίτη, που έχει τη δική του την κριτική σκέψη, έχει την εκπαιδευτική υποδομή για να μπορεί μόνος του να σταθεί στα πόδια του, να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τις βασικές επιλογές που αφορούν τον ίδιο, την οικογένειά του και τον ίδιο ως πολίτη σ” αυτή την κοινωνία.
Θα αναφερθώ σε μια βασική ομιλία του Γεώργιου Παπανδρέου που θα καλούσα όλους σας να την διαβάσετε. Είναι μια ομιλία που έδωσε σε ανύποπτο χρόνο, το 1958, στο Ροταριανό Σύλλογο και εκεί εξέθεσε με τη συνηθισμένη ενάργειά του τους βασικούς άξονες της εκπαιδευτικής του πολιτικής, που ακολούθησε αργότερα το 1963.
Τότε υπήρχε η μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στους παραδοσιακούς ας πούμε οπαδούς της μεγάλης ιδέας και τους σύγχρονους πολιτικούς. Κατεδάφισε αυτό το ψευτοδίλημμα ο Γεώργιος Παπανδρέου. Θα αναφερθώ σε δύο – τρία βασικά αποσπάσματα της ομιλίας του για να δώσω το βασικό περιεχόμενο και την έννοια της κατεύθυνσης της εκπαιδευτικής του μεταρρύθμισης.
Ελεγε, ότι «η μεγάλη ιδέα παραμένει αθάνατος, μόνο μεταβάλλει περιεχόμενα. Από την αύξηση του εδάφους μετατοπίζεται εις αύξηση του πολιτισμού, εις την ανύψωση του βιοτικού, πνευματικού και ηθικού επιπέδου του λαού. Η εθνική ολοκλήρωση δεν αποτελεί τέρμα, αποτελεί αφετηρία προς επιδίωξη των ανωτέρων σκοπών του Εθνους, προς δημιουργία της εθνικής αναγεννήσεως, η οποία αποτελεί την νέαν μεγάλην ιδέα του Εθνους».
Η εκπαιδευτική του μεταρρύθμιση δηλαδή ήταν το περιεχόμενο της νέας μεγάλης ιδέας της πολιτικής, της κοινωνικής και της οικονομικής ανόρθωσης της κοινωνίας. Και θα κάνω μια παρένθεση, αν και δεν είναι απόλυτα σχετικό, για να αναφερθώ σε μία νουθεσία που έκανε ο Γεώργιος Παπανδρέου προς τη νέα γενιά. Ισως αφορά και τους σύγχρονους πολιτικούς, δεν ξέρω, ίσως.
Λέει «κάθε νέα γενιά έρχεται εις τον κόσμο με το πάθος της δημιουργίας. Επειδή είναι νέα, ευλόγως φιλοδοξεί να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο, να δημιουργήσει νέα ιδανικά, αλλά ευρίσκεται εις πλάνην. Τα ιδανικά είναι αιώνια και είναι πάντοτε σύγχρονα και επίκαιρα ακριβώς διότι είναι αιώνια. Η ευθύνη εκάστης νέας γενεάς δεν είναι να εφεύρει νέα ιδανικά, είναι να πραγματοποιήσει τα αιώνια ιδανικά».
Οι στόχοι της παιδείας που είχε βάλει, ήταν ακριβώς για να αναπτύξει την κριτική σκέψη. Η συζήτηση ή η αντιπαράθεση που γίνεται σήμερα στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ακριβώς γι” αυτό. Σας διαβάζω πάλι λόγια του Γεώργιου Παπανδρέου: «Η εκπαίδευση σήμερον -1957- δεν διδάσκει την μέθοδο της γνώσεως, αλλά προσπαθεί μόνο να επισωρρεύσει γνώσεις, με αποτέλεσμα να στραγγαλίζει την δημιουργικήν πρωτοβουλίαν και ασφαλώς να καταπονεί και αυτήν την μνήμην».
Και έχει απολύτως δίκιο. «Ασφαλώς δεν θα υπάρξει η αναγέννηση της Παιδείας εάν δεν μεταβληθεί το παιδαγωγικόν πνεύμα, εάν δεν μετατοπιστεί η σημερινή προσπάθεια των διδασκάλων προς επισώρρευση γνώσεων με την επιβάρυνση της μνήμης εις την έμπνευση του πάθους της γνώσεως, εις την διδασκαλία της μεθόδου της γνώσεως, εις την ανάπτυξη της δημιουργικής πρωτοβουλίας. Και πέραν αυτών εις την διαμόρφωση του φρονήματος του ήθους, εις την ανάπτυξη της ηθικής προσωπικότητος των μαθητών».
Θέλω να διακινδυνεύσω μια σκέψη ότι, εάν ο Γεώργιος Παπανδρέου ζούσε σήμερα, θα έδινε συγχαρητήρια στην Κεντρική Επιτροπή των Εξετάσεων που έδωσε τα θέματα στη Β” Λυκείου γιατί, επιτέλους μετά από τόσα χρόνια, οι εξετάσεις αφορούν θέματα κρίσεως και όχι απομνημόνευσης και παπαγαλίας.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου επέμενε – και σωστά επέμενε – στο θέμα της γενικής παιδείας. Και θα αναφερθώ σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, που είναι μέσα στο βιβλίο και που είναι και πολύ επίκαιρο, γιατί και σήμερα αντιμετωπίζουμε τις αντιρρήσεις από πολλούς, ότι οι εξετάσεις είναι σε πολλά μαθήματα, τα παιδιά ενδιαφέρονται για λίγα πράγματα, άλλοι έχουν κλίση στα μαθηματικά, άλλοι έχουν κλίση στη φιλολογία, γιατί να παιδεύουμε τα παιδιά που σπουδάζουν φιλολογία με μαθηματικά και τα ανάπαλιν.
Ακούστε από τις συζητήσεις του 1963: «Είμαστε -έλεγε ο Παπανούτσος- μεταξύ μας και μπορούμε να μιλήσουμε για τις πληγές μας- μιλούσε στους εκπαιδευτικούς. Αυτές τις πληγές τις έβλεπε ο Ελλην νομοθέτης και δεν είχε το κουράγιο και δίσταζε να πει την αλήθεια ολόκληρη, το νομοθέτημά μας όμως την λέει.
Λέει στον έφηβο, άκουσε παιδί μου, θέλεις να γίνεις μαθηματικός, φυσικός, μηχανικός, ναυπηγός; Με γεια σου με χαρά σου, να γίνεις. Αλλά τώρα ως τα 18 σου χρόνια, είναι μια ωραία ευκαιρία να γεμίσει το πνεύμα σου από την αλήθεια και από ομορφιά. Και αυτά που θα σου δώσουν οι ανθρωπιστικές σπουδές, κάθισε τώρα να μάθεις αυτά τα πράγματα.
Μεθαύριο θα τα λαχταράς και δεν θα έχεις τον καιρό να σπουδάσεις. Θα πέσεις στους τύπους των μαθηματικών εξισώσεων, θα πέσεις στα τεχνικά βιβλία, θα βασανίζεσαι με τούτο και με το άλλο και θα αναζητάς βιβλία δεξιά και αριστερά για να γευτείς αυτό το μέλι, για το οποίο τα χείλη σου δεν έχουν προετοιμαστεί.
Γιατί την ώρα του σχολείου, εσύ πασαλείφτηκες με τις συνταγές του φροντιστηρίου για να επιτύχεις στο Πολυτεχνείο. Μάθε τώρα τα κοινά ανθρωπιστικά γράμματα. Επειτα να ειδικευτείς, αλλά θα μπορείς τις ώρες της Σχολής να ξαναπιάσεις τον Ομηρο, να ξαναπιάσεις την ιστορία, να ξαναπιάσεις την φιλοσοφία και να καταλαβαίνεις τι διαβάζεις».
Και λέει πάλι στους άλλους που από τα μαθηματικά και τα φυσικά ετοιμάζονται για την Νομική, για τη Φιλοσοφική Σχολή. «Ακουσε παιδί μου, τα μαθηματικά είναι μάθημα σπουδαίο, έχει ανθρωπιστική ουσία όταν διδάσκεται και προσφέρεται όταν πρέπει. Τα φυσικά είναι επίσης του ανθρώπου απαραίτητα. Ο αιώνας μας είναι αιώνας των φυσικών επιστημών.
Ενιαίο τύπο σχολείου, Ενιαίο Λύκειο. Να μείνει στη Μέση Εκπαίδευση ο νέος έως τα 18 χρόνια. Εχεις κλίσεις, έχεις αγάπες ιδιαίτερες, θα σου δώσω μερικές ώρες ιδιαίτερες στο πρόγραμμα για μάθημα επιλογής. Εκεί θα τον βοηθήσει ο καθηγητής του αν μπορεί και όσο μπορεί και θα προχωρήσει».
Σας θυμίζει βέβαια το σημερινό Ενιαίο Λύκειο με τις κατευθύνσεις και τα μαθήματα επιλογής. Αυτά ελέχθησαν το 1963.
Είπα, ότι, πέραν από τους βασικούς σκοπούς, υπήρχε μια βασική ομοιότητα στις δύο εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις κι αυτή ήταν γύρω από την οργάνωση του Λυκείου και την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Γεωργίου Παπανδρέου καθιερώνει το Ενιαίο Λύκειο, όπως σας διάβασα και το Εθνικό Απολυτήριο. Το Εθνικό Απολυτήριο ήταν το απολυτήριο του Ενιαίου Λυκείου και, με βάση την βαθμολογία στο Εθνικό Απολυτήριο έμπαινες χωρίς εξετάσεις στην Ανώτατη Παιδεία.
Πώς το έπαιρνες αυτό το Εθνικό Απολυτήριο; Το Εθνικό αυτό Απολυτήριο το έπαιρνες δίνοντας εξετάσεις του τύπου που τέλειωσαν σήμερα στην Ελλάδα στη Β” Λυκείου, εξετάσεις στην Γ” Λυκείου σε όλα τα μαθήματα και επιπλέον εξετάσεις, τρίτες, με την ύλη και της Β” και της Γ” Λυκείου για μια ακόμα φορά, για να μπει στο βαθμό του Εθνικού Απολυτηρίου.
Η διαφορά δηλαδή μεταξύ της νομοθεσίας του ’63-’64 και της σημερινής είναι ότι εμείς έχουμε δύο σειρές από εξετάσεις, στην Β” Λυκείου και στην Γ” Λυκείου, δεν έχουμε και μία τρίτη σειρά εξετάσεων. Ο μέσος όρος βγαίνει με βάση και τη γενική βαθμολογία που έχει ο μαθητής, γίνεται δεκτός στα διάφορα Τμήματα των Πανεπιστημίων κατά προτεραιότητα, ανάλογα με την επίδοσή του.
Τότε, το 1963-’64 δεν ακούστηκε κριτική για το εξεταστικό σύστημα. Ακόμα και η αντιπολίτευση, που χτύπησε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, δεν χτύπησε αυτό το σύστημα. Χτυπιέται σήμερα αυτό το σύστημα ως εξεταστικό σύστημα. Η αλλαγή που έγινε στην κοινωνία μας από το ’63-’64 μέχρι σήμερα είναι ότι έχει καλλιεργηθεί όλα αυτά τα χρόνια, από το ’64 μέχρι σήμερα, η φιλοσοφία της ήσσονος προσπάθειας και της αρπαχτής.
Τότε όμως και η παιδεία ήταν σε υψηλή υπόληψη, είχε περάσει μέσα στην κοινωνία και στα παιδιά και στην οικογένεια, ότι τα παιδιά πρέπει να διαβάζουν, ότι τα παιδιά πρέπει να αξιολογηθούν ανάλογα με την προσπάθεια που κάνουν και την απόδοσή τους. Αυτή είναι η μεγάλη ομοιότητα, αυτή είναι η βασική σκέψη και στην μεταρρύθμιση ’63-’64 και στη σημερινή μεταρρύθμιση.
Yπήρχαν και διαφορές. Η βασική διαφορά είναι ότι η μεταρρύθμιση Γεωργίου Παπανδρέου σήκωσε το μεγάλο βάρος της μεταρρύθμισης στο χώρο της γλώσσας, στην καθιέρωση της δημοτικής. Ο αγώνας αυτός κερδίθηκε τότε και, ευτυχώς, δεν τον έχουμε σήμερα μπροστά μας.
Είναι ίσως και ειρωνία της ιστορίας ότι, το πολιτικό κόμμα, η παράταξη που χτύπησε τον δημοτικισμό του ’63-’64 επί Γεωργίου Παπανδρέου, καθιέρωσε τη δημοτική και το μονοτονικό επί Γεωργίου Ράλλη μετά από λίγα χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι στις δημοκρατίες ακόμα και τα κόμματα με κάποια καθυστέρηση μαθαίνουν.
Δεύτερη διαφορά είναι ότι στη φιλοσοφία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Γεωργίου Παπανδρέου δεν υπήρχε η έννοια της ανοικτής πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είδε με διορατικότητα ότι το εκπαιδευτικό σύστημα -και το είπε αυτό το ’58, το ξαναείπε το ’64- πρέπει να προετοιμάσει τους νέους για τον ανταγωνισμό στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Είχε δηλαδή την θέληση να προετοιμάσει τη νεολαία από τότε. Εάν είχε εφαρμοστεί η εκπαιδευτική του μεταρρύθμιση τότε, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση του τόπου θα ήταν διαφορετική σήμερα.
Δεν είχε όμως την έννοια της ανοικτής πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση διότι, εκείνη την εποχή, δεν είχε μπει η κοινωνία της γνώσης, η ανάγκη δηλαδή να ανοίξουμε τους ορίζοντες και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά που θέλουν να έχουν πρόσβαση σε αυτήν. Γι” αυτό, στη δική μας εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έχουμε προχωρήσει στη σημαντική διεύρυνση των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ, για να ανοίξουμε το δρόμο, χωρίς γενικές εξετάσεις, στους νέους που θέλουν να φοιτήσουν στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ.
Μια άλλη βασική διαφορά είναι ότι στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που εφαρμόζουμε τώρα έχουμε το κεφάλαιο της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και του εκπαιδευτικού. Με αυτό το θέμα δεν ασχολήθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου, όχι γιατί δεν τον ενδιέφερε το θέμα αλλά γιατί αξιολόγηση υπήρχε. Υπήρχε αυστηρή, θα έλεγα, αξιολόγηση. Υπήρχαν οι επιθεωρητές και, απλούστατα, δεν θεώρησε σκόπιμο πολιτικά να θίξει αυτό το σύστημα που παραδοσιακά υπήρχε. Απέφυγε δηλαδή μια σύγκρουση με συγκεκριμένες συντεχνίες, που δεν ήταν εφικτό να αποφύγουμε σήμερα.
Με την παρόδο του χρόνου βλέπουμε κάπως ειδυλλιακά τα πράγματα και ακούω πολλές φορές και από επίσημα χείλη ότι ενώ υπήρχε ευρύτατη συναίνεση στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Παπανδρέου, υπάρχουν τώρα αντιπαραθέσεις. Είναι λάθος αυτό. Υπήρξε λυσσαλέα επίθεση στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Παπανδρέου και μερικά παραδείγματα είναι διδακτικά για να το δούμε με αναλογία στο τι συμβαίνει σήμερα.
Ολοκληρη η ΕΡΕ τότε ξεσηκώθηκε και χτύπησε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στο περιεχόμενό της, χωρίς να αντιπροτείνει δικό της πρότυπο εκπαιδευτικής πολιτικής. Σε αυτή την προσπάθεια της κριτικής, ενώθηκαν οι δυνάμεις των συντηρητικών εκπαιδευτικών, της Φιλοσοφικής και Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικά υπήρχε και μια διαίρεση τότε. Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης γενικώς στήριζε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ενώ το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν αντίθετο σε κάθε καινοτόμο δράση.
Και εκεί, στην κομματικοποίηση της αντιπαράθεσης, μπήκαν και φωτεινές προσωπικότητες της συντηρητικής παράταξης. Χτύπησε και χτύπησε λυσσαλέα και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Κωνσταντίνος Γεωργούλης. Αλλά υπάρχουν και κάποιες ομοιότητες με τη σημερινή κατάσταση, και θέλω να αναφερθώ σ” αυτές.
Στη συζήτηση στη Βουλή -και έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε τα πρακτικά της Βουλής τότε, και τις μνημειώδεις αγορεύσεις του Γεωργίου Παπανδρέου- η ΕΡΕ ήταν τελείως αρνητική. Η αριστερή τότε παράταξη, με την ΕΔΑ, έδωσε μια αμήχανη κριτική στήριξη στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Εμενε η Ενωση Κέντρου που σήκωσε το βάρος της προώθησης της νομοθεσίας στη Βουλή.
Ο βασικός νόμος πέρασε το 1964. Και θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση κ.Δαρδανέ, στην δεύτερη, στην τρίτη και τέταρτη έκδοση που εύχομαι να έχει αυτό το βιβλίο, στο παράρτημα να έχετε και τα κείμενα της νομοθεσίας της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ’63-’64, για να έχει μια εύκολη αναφορά ο αναγνώστης στα βασικά αυτά κείμενα.
Θα σας μεταφέρω το κλίμα, με κάποιες σύντομες αναφορές. Μετά από ένα χρόνο εφαρμογής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το 1965, πριν από τα Ιουλιανά, η ΕΡΕ έκανε την εξής πρωτότυπη πράξη. Ζήτησε από τη Βουλή να γίνει ιδιαίτερη συζήτηση, να αποσυρθεί, να ακυρωθεί ο νόμος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Σας θυμίζει τίποτε αυτό;
Ενα χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ο κ.Κώστας Καραμανλής ζήτησε την κατάργηση του νόμου αλλά προχώρησε και παραπέρα, ζήτησε, κάνοντας πρόταση μομφής εναντίον μου, και την απομάκρυνση του Υπουργού Παιδείας. Ενα χρόνο μετά. Δεν πέρασε ούτε τη μία, ούτε την άλλη φορά.
Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι σε αυτή την ιστορική συζήτηση στη Βουλή δεν παρευρέθη ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν κατ” εξοχήν κοινοβουλευτικός. Ηταν από τις σπάνιες φορές που επέλεξε να μην παραστεί ως Πρωθυπουργός σε μια συζήτηση που υποβάθμιζε το ρόλο του Εθνικού Κοινοβουλίου.
Στη συζήτηση αυτή, αγορητής της ΕΡΕ ήταν ο κ.Αποσκίτης, ο οποίος -για να δείτε το πνεύμα της εποχής- χτύπησε την υποχρεωτική εκπαίδευση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης όπου τα αγροτόπουλα έπρεπε να φοιτούν και στα Γυμνάσια, όπου εδίδετο συσσίτιο στα παιδιά στα σχολεία γιατί δεν υπήρχε και αρκετό ψωμί στις οικογένειες, όπου εδίδετο το Εθνικό Απολυτήριο του Λυκείου για να έχουν πρόσβαση τα παιδιά χωρίς κοινωνική προίκα και με υποτροφίες του ΙΚΥ να σπουδάσουν, και έλεγε τα εξής:
«Εξάλλου -λέει- δια του μέτρου εις τας αγροτικάς περιοχάς όπου δεν υπάρχουν επαρκή Γυμνάσια, οι μαθηταί δεν απολαμβάνουν του προνομίου …της υποχρεωτικής φοιτήσεως και είναι ευτύχημα δι” αυτούς διότι αντί να χάνουν τον καιρό των επιδίδονται εις τας επαγγελματικάς ασχολίας».
Και για το ακαδημαϊκό απολυτήριο αναφέρει ότι «Θα επιφέρει τόσην αναστάτωσιν, ώστε θα χαρεί πας πικραμένος». Αν σας θυμίζει τίποτε και αυτό.
Η αντιπολίτευση δεν ήταν μόνο κομματική. Υπήρχε και εσωκομματική αντιπολίτευση. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, με το κύρος του και ως Πρωθυπουργός, είχε μια συμπαγή ομάδα βουλευτών που στήριξε τα μεταρρυθμιστικά νομοθετηματα στη Βουλή. Ηρθαν όμως τα Ιουλιανά. Και μάλιστα υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα ιστορική σύμπτωση. 15 Ιουλίου ο Παπανούτσος γράφει τον πανηγυρικό της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, «Ενας χρόνος εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης» και λέει ωραία και σοφά πράγματα και με ενθουσιασμό.
Εγραψε όμως το άρθρο λίγες μέρες πριν από τα Ιουλιανά, δημοσιεύτηκε στο «ΒΗΜΑ» στις 15 Ιουλίου. Η εσωκομματική αντιπολίτευση φάνηκε αμέσως με τα Ιουλιανά. Μετά τα Ιουλιανά άρχισε το ξήλωμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Ο νέος Υπουργός Παιδείας, ο κ.Σαββόπουλος, βρήκε τα βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ακατάλληλα. Εχετε ακούσει πολλές φορές για ακατάλληλα βιβλία. Και, μάλιστα, είπε είναι τόσο ακατάλληλα που συγκρότησε Επιτροπή δια την πολτοποίηση των βιβλίων αυτών. Και αυτό έδωσε αφορμή τότε σε πολλούς σχολιαστές να μιλήσουν για την πολτοποίηση του πολιτικού ήθους.
Αυτά ήταν τα κομματικά. Υπήρχε ενημέρωση τότε; Ποιός ήταν ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Ενημέωσης και των εφημερίδων; Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα. Η δημοκρατία τότε έδινε το μεγάλο αγώνα για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Σήμερα έχουμε πληθώρα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, πολλούς ομιλητές, ειδήμονες και μη, που μιλούν επί παντός επιστητού.
Ζηλεύω την περίοδο ’63-’64-’65 από αυτή την άποψη. Δεν είχαμε τηλεοράσεις, δεν είχαμε πολλά ραδιόφωνα. Είχαμε μόνο ένα ραδιόφωνο την ΕΙΡΤ, εμείς οι παλαιότεροι το θυμόμαστε. Η ΕΙΡΤ όμως έκανε υπεύθυνα τη δουλειά της. Γενικός Διευθυντής τότε ήταν ο νεαρός Αναστάσιος Πεπονής ο οποίος καθιέρωσε και τη δημοτική στην ΕΙΡΤ.
Και τι έκανε. Συγκρότησε δυο ειδικές εκπομπές, θα σας τις αναφέρω. Η μία εκπομπή δεκάλεπτη ήταν «Παιδεία και εθνική προκοπή». Και εκεί ποιοι παρουσιάστηκαν; Παρουσιάστηκαν όχι σχολιαστές ανεύθυνοι, αλλά υπεύθυνοι. Μίλησε ο Παπανούτσος, μίλησε ο Κακριδής, μίλησαν οι σύμβουλοι και οι πάρεδροι του Παιδαγωγικού Ινσιτούτου, όλοι οι επιστήμονες.
Και υπήρχε και μια άλλη εκπομπή, σχολική εκπομπή Υπουργείου Παιδείας, που παρουσιάστηκαν εξειδικευμένα θέματα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, για να τα καταλάβει ο κόσμος. Ποια ήταν τα θέματα: «γιατί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση σήμερα και προς ποίο σκοπό», από τον Παπανούτσο. «Γλώσσα ελληνική», από τον Κακριδή. «Το μάθημα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας» «το ακαδημαϊκό απολυτήριο, τι σημαίνει αυτό» από τον Καρανικόλα, «Τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση» από τον Καρακώστα. Εχετε ακούσει τέτοιες εκπομπές σήμερα;
Η απάντηση που παίρνω είναι ότι αυτά δεν πουλάνε. Οτι αν δεν υπάρχει κόντρα, αν δεν υπάρχουν φωνές, δεν συγκινείται ο Τύπος και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Τα σχόλια τα αφήνω σε εσάς.
Αλλά για τις εφημερίδες. Στις εφημερίδες έγινε σκληρή αντιπαράθεση για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Αλλά αναμετρήθηκαν γίγαντες του εκπαιδευτικού συστήματος. Από τη μια μεριά ήταν ο Παπανούτσος και οι άλλοι εκπαιδευτικοί υποστηρικτές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με επιφυλίδες και συνεχή αρθρογραφία.
Και από την άλλη μεριά της αντιπαράθεσης, της συντήρησης ο Κωνσταντίνος Γεωργούλης, μια μεγάλη φυσιογνωμία, συντηρητική, αλλά μεγάλη φυσιογνωμία του εκπαιδευτικού συστήματος. Τον πρόλαβα εγώ ως μαθητής στο Βαρβάκειο όταν ήταν διευθυντής της Βαρβακείου Σχολής.
Και αυτά τα οποία έλεγαν ήταν λόγια σοβαρά και υπεύθυνα. Μπορεί να συμφωνούσες ή να διαφωνούσες, αλλά είχαν μπει στο θέμα. Δεν μίλαγαν εκτός του θέματος για να συσκοτίσουν το θέμα.
Μπορώ να πω ότι η πληροφόρηση τότε ήταν επαρκής. Ο διάλογος ήταν υψηλού επιπέδου, αλλά οξυμένος. Αλλά ο ελληνικός λαός ήξερε περί τίνος πρόκειται και γι” αυτό στήριξε τον Γεώργιο Παπανδρέου στην προσπάθειά του.
Θα μπορούσα να επεκταθώ και σε πολλά άλλα θέματα και να κάνω αναφορές σε διαφορές και ομοιότητες, αλλά δεν θέλω να κουράσω περισσότερο. Θ” αναφερθώ σε δυο τρία μόνο πράγματα. Συζητείται και σήμερα, όταν οι πολιτικοί μου αντίπαλοι δεν θέλουν να μιλήσουν για την ουσία του θέματος, φεύγουν από εκείνο το γήπεδο και πάνε σε κάτι άλλο.
Θυμάμαι ότι εδώ και μερικούς μήνες όλοι μας είχαν πει ότι θ” αποτύχουν παταγωδώς οι εξετάσεις στη Β” Λυκείου, ότι δεν υπάρχει τεχνική υποδομή, ότι τα θέματα θα είναι μπάχαλο κ.λ.π. Είναι σήμερα -κατ” ευτυχή συγκυρία σήμερα- που τέλειωσαν οι εξετάσεις στη Β” Λυκείου και είμαστε όλοι περήφανοι γι” αυτό το έργο. Γιατί εφαρμόσαμε μια τεχνική που δεν έχει καμιά άλλη χώρα στην Ευρώπη.
Ολα τα σχολεία είναι συνδεδεμένα δορυφορικά με το Υπουργείο Παιδείας και, με μεγάλο βαθμό ασφάλειας, οποιοδήποτε σήμα υψηλής ποιότητας μπορεί να μεταφερθεί σε 1.500 Λύκεια αυτοστιγμή.
Και μπορούμε να έχουμε και μηνύματα από εκεί, κατευθείαν στην κεντρική Υπηρεσία. Κι αυτό είναι ένα επίτευγμα που πολλοί νόμιζαν ότι δεν θα μπορούσε να γίνει. Κι έγινε γιατί υπήρχε ενθουσιασμός από αυτούς που δούλεψαν σ” αυτή την κατεύθυνση.
Και τα θέματα, ήταν θέματα που τα καμαρώσαμε. Ηταν θέματα κρίσης, με ήπιες εξετάσεις, που οι μαθητές μπορούσαν σχετικά εύκολα να γράφουν ένα 10, αλλά για να πάρεις το άριστα έπρεπε να είχες διαβάσει πολύ -όχι παπαγαλίσει- για να μπορείς να έχεις αφομοιώσει το νόημα του μαθήματος και να μπορείς ν” αναπτύξεις τη δική σου κριτική σκέψη.
Αυτά τα διαγωνίσματα πιστεύω εγώ ότι θα μείνουν στην ιστορία της εκπαίδευσης σαν ένας σημαντικός σταθμός, όπου αλλάζουν από την παπαγαλία που κατηγορούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου σ” ένα σύστημα γνώσης και ανάπτυξης της κριτικής σκέψης.
Δεν μιλάμε όμως γι” αυτά. Μιλάμε για κάτι άλλο που δεν έχει σχέση, γιατί δεν έχει ακόμα ενταχθεί στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: οι εξετάσεις στην Α” Λυκείου, όπου οι προαγωγές δεν γίνονται από το νέο εξεταστικό σύστημα, γίνονται από τους Συλλόγους διδασκόντων σε κάθε σχολική μονάδα.
Εάν υπάρχουν αρνητικές κρίσεις θα πρέπει να το συζητήσουμε μέσα σ” αυτό το περιεχόμενο και όχι ως αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Ενα από τα συνηθισμένα επιχειρήματα είναι «μα γιατί προχωράτε τόσο γρήγορα; Δεν υπάρχει υποδομή, δεν έχετε εκπαιδεύσει ακόμα τους εκπαιδευτικούς, δεν έχετε αρκετά κτίρια, δεν έχουν γίνει ακόμα τα εργαστήρια», όλα αυτά βέβαια γίνονται ταχύτατα, αλλά δεν είναι όλα έτοιμα.
Το ίδιο επιχείρημα είχε προβληθεί και το ’64. Ακούστε την απάντηση του Παπανούτσου. Εγραφε σ” αυτό τον πανηγυρικό στο ΒΗΜΑ 15 Ιουλίου του ’65.
«Σε όλα τα μέρη του κόσμου οι μεταρρυθμίσεις του εκπαιδευτικού συστήματος προκαλούν σάλο. Η παλαιά φρουρά και στην κοινωνία και μέσα στα σχολεία αρνείται ν” αναγνωρίσει ότι οι ανάγκες και το πνεύμα του καιρού την έχουν υπερφαλαγγίσει και δεν παραδίδει τα όπλα. Στη μέση κυρίως εκπαίδευση, έχει τα ισχυρά, τα άπαρτα κάστρα της η αντίδραση. Και υποχωρώντας πολεμά με λύσσα. Οπως όλοι όσοι έχουν πειστεί ότι έχασαν οριστικά τη μάχη».
Και λέει μετά:
«Κοντά σ” αυτούς τους λόγους που προχωρήσαμε, έδρασε κι ένας άλλος: η αποφασιστικότητα, η πρωτοβουλία, η τόλμη των υπευθύνων του Υπουργείου Παιδείας, να ξεκινήσουν αμέσως, χωρίς ούτε μια ημέρα αναβολή και χωρίς κανένα δισταγμό τη μεταβολή το ακαδημαϊκό απολυτήριο.
Το ακαδημαϊκό απολυτήριο; Φέτος κιόλας, όχι του χρόνου. Μοντέρνα μαθηματικά; Φέτος κιόλας, όχι του χρόνου. Εισαγωγικές εξετάσεις στο Λύκειο; Φέτος κιόλας, όχι του χρόνου. Επιμορφωτικά μαθήματα του παιδαγωγικού Ινστιτούτου; Φέτος κιόλας, όχι του χρόνου.
Σύσσωμη η Αντιπολίτευση και ο αντιδραστικός κύκλος συμβούλευαν με πανουργία γιατί τόση σπουδή; Μην βιάζεστε. Ετοιμαστείτε πρώτα, ένα-δυο χρόνια. Συντάξτε προγράμματα. Συγγράψετε βιβλία. Χτίστε διδακτήρια. Και έπειτα, αρχίστε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση για ν” αποτελματωθεί άλλη μια φορά η όλη υπόθεση, να κουραστούν, ν” αποθαρρυνθούν οι φορείς των νέων ιδεών και να δοθεί καιρός στη διαβολή και στη συκοφαντία να διαβρώσει ψυχές».
Και κάτι άλλο. Εχουμε αρκετά βιβλία, δεν έχουμε,για να εφοδιάσουμε τους εκπαιδευτικούς, για να περάσουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Πάλι Παπανούτσος, μιλούσε στους εκπαιδευτικούς, υπήρχε κι εκεί το πρόβλημα: τα εργαστήρια δεν είναι έτοιμα, τα βιβλία δεν είναι στην ώρα τους, χρειάζεται να βελτιώσουμε κι αυτή την προσπάθεια. Ε, πως θα κάνω μεταρρύθμιση;
Ακούστε τον Παπανούτσο και αυτό θα ήθελα να το αφιερώσω και στους σημερινούς εκπαιδευτικούς. Λέει:
«Εάν σας υπέγραφε αύριο ο κ.Υπουργός και σας έλεγε το εξής: κύριοι είναι εθνική ανάγκη την 1η Οκτωβρίου -τότε άρχιζαν τα μαθήματα- να ξεκινήσουμε με το νέο πρόγραμμα. Βιβλία δεν έχουμε. Βρείτε βιβλία μόνοι σας και κάντε τη δουλειά σας.
Τι θα διδάξουμε κ.Υπουργέ; Βρείτε έναν τρόπο να διδάξετε τον Ομηρο και τον Ηρόδοτο, από μετάφραση, στα παιδιά. Θέλουμε να διδάξουμε τον Ομηρο και τον Ηρόδοτο. Πως θα βρούμε; Θα τρέξουμε στα βιβλιοπωλεία.
Θα τρέξουμε στις βιβλιοθήκες. Θα δανειστούμε. Θα βρούμε τον Πολυλά. Θα βρούμε τον Ευταλιώτη. Θα βρούμε τον Βλαχογιάννη που έχει μεταφράσει τον Ηρόδοτο. Θα τους βρούμε όλους και θα τους δανειστούμε.
Μα είναι 50 παιδιά στην τάξη; Θα πάρω ένα πολύγραφο με οινόπνευμα και θα καθίσω να πολυγραφήσω 50 σελίδες να τις διδάξω. Το κάνουμε ή δεν το κάνουμε;
Εμείς έχουμε κάνει μεγαλύτερα θαύματα από αυτό. Εμείς οι εκπαιδευτικοί έχουμε διδάξει σε εκκλησίες και σε μπουντρούμια. Στην κατοχή κυνηγούσαν τα παιδιά μας οι εχθροί μας κι εμείς τα κρύβαμε.
Καθόμασταν νύχτα ως νύχτα και ξαγρυπνούσαμε για να τα διδάξουμε, όταν δεν υπήρχε φως. Εμείς ξέρουμε από δυσκολίες, γιατί σε δυσκολίες έχουμε εργαστεί. Ο καπετάνιος στην τρικυμία φαίνεται.
Κι αυτός είναι ο τελευταίος λόγος -λέει ο Παπανούτσος στους εκπαιδευτικούς με τον οποίο θα κλείσω την ομιλία μου- η πίστη, αγαπητοί συνάδελφοι και βουνά μετακινεί, βουνά ολόκληρα. Εμείς έχουμε αυτή την πίστη; Πιστεύουμε σ” αυτά τα πράγματα; Αγαπούμε τη δουλειά μας;
Εάν δεν πιστεύουμε, τότε και αν ο Οργανισμός Διδακτικών Βιβλίων σας πλημμυρίσει με μεταφράσεις και εγχειρίδια και με νέα μαθηματικά και με νέα φυσική, δεν ωφελεί σε τίποτα. Θα πάρουν τα παιδιά τα βιβλία, αλλά δεν θα έχετε το βιβλίο εσείς στο μυαλό και στην καρδιά σας.
Επομένως πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε; Αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση το πρόβλημα. Ολα τα άλλα και οι διατάξεις νομοθετήματος και οι όροι, δεν έχουν καμία σημασία. Πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε. Να, τι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας».
Και δεν μπορώ να βρω καλύτερη αναφορά για να κλείσω τα σχόλιά μου, αν αναφερθώ στον Γεώργιο Παπανδρέου που μιλούσε και ο ίδιος για το ίδιο θέμα. Και είπε ότι όλα αυτά -αν έχουμε τις ελλείψεις, αν υπάρχουν προβλήματα- είναι προσχήματα. Σε τελευταία ανάλυση, σημασία έχει που είναι η καρδιά μας. Αν το θέλουμε, το μπορούμε.
Και ο Γεώργιος Παπανδρέου στην ιστορική ομιλία του, τελείωσε με τους εξής λόγους του Φάουστ, που θέλω κι εγώ να σας αναφέρω:
«Θα σας θαυμάσουμε μαϊμούδες και παιδιά, αν είναι τέτοια η επιθυμία σας. Μα καμιά δεν θ” αγγίξετε καρδιά αν ο λόγος δεν βγαίνει από την καρδιά σας».
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεώργιου Παπανδρέου έγινε από ανθρώπους που είχαν στην καρδιά τους την παιδεία, την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, το μέλλον της νέας γενιάς. Είχαν εμπνευσμένο αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεώργιου Παπανδρέου, πέτυχε, καταξιώθηκε στη συνείδηση της εκπαιδευτικής κοινότητας και της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν εφαρμόστηκε γιατί ανατράπηκε, πρώτα από την κυβέρνηση των αποστατών και μετά από τη διδακτορία. Αλλά εγώ θα ήθελα να ρωτήσω, με μια ισχυρή δόση μελαγχολίας, αν ήταν ομαλές τότε οι συνθήκες και προχωρούσε η εφαρμογή αυτής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Γεώργιου Παπανδρέου τότε, σήμερα, μετά από 30 χρόνια, που θα βρισκόμασταν;
Εστω και αργά, μετά από τόσα χρόνια, οι συνθήκες έχουν ωριμάσει στον τόπο μας, να τιμήσουμε τον Γεώργιο Παπανδρέου, να προχωρήσουμε σε μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που έχει πολύ έντονα τα δικά της χαρακτηριστικά.
Και να πούμε ότι δόξασοι ο Θεός, παρά τις δυσκολίες που έχουμε σήμερα, τουλάχιστον έχει κατακτηθεί η δημοκρατία στον τόπο μας και, μέσα από τη δημοκρατία, μπορούμε να προσβλέπουμε σε μια πολιτική ομαλότητα.
Και μέσα στο κλίμα της πολιτικής ομαλότητας, παρά τις δυσκολίες και τις αντιπαραθέσεις, θα μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε το έργο της δικής μας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, τιμώντας την ανάμνηση του μεγάλου οραματιστή του Πρωθυπουργού της Παιδείας, του Γεώργιου Παπανδρέου.
Ευχαριστώ