Κύριε Πρόεδρε, κύριοι συνάδελφοι,

Με μεγάλη χαρά, ανταποκρίνομαι στην πρόσκληση του Οργανισμού για την Ανασυγκρότηση των προβληματικών επιχειρήσεων, για να πω σήμερα μερικές σκέψεις πάνω σ’ ένα θέμα δύσκολο και καυτό. Νομίζω ότι από σήμερα μπορούμε να διαγράψουμε από το λεξιλόγιο μας τη λέξη προβληματική επιχείρηση και να μιλάμε από δω και πέρα για επιχειρήσεις στο στάδιο της εξυγίανσης, που πέρασαν κάτω από τη διαδικασία του Ν.1386.

Η σύντομη εμπειρία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στην πρώτη φάση μέσα στα πλαίσια των εργασιών της γνωμοδοτικής Επιτροπής για τις προβληματικές επιχειρήσεις και του Οργανισμού ανασυγκρότησης επιχειρήσεων σε δεύτερη φάση είναι θετικές. Έτσι σήμερα οι προβληματικές επιχειρήσεις που στο παρελθόν είχαν πάψει να λειτουργούν, επιχειρήσεις που έδειχναν υψηλές διαχειριστικές ζημιές, έχουν περάσει σ’ ένα στάδιο εξυγίανσης και έχουν σημαντικά βελτιώσει τις αποδόσεις τους.

Θα ήθελα από την αρχή να σας δώσω ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία για 18 από αυτές που έχουν περάσει από τη διαδικασία της εξυγίανσης του Ν. 1386 και που σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται τα τέσσερα μεγαλύτερα βιομηχανικά συγκροτήματα. Εάν πάρουμε το δείκτη ζημιές και κέρδη εκμετάλλευσης με αποσβέσεις, χωρίς τα παλαιά χρηματοοικονομικά, βλέπουμε ότι για τις 18 αυτές επιχειρήσεις έχουμε μια σημαντική βελτίωση των αποδόσεων εάν συγκρίνουμε τις αποδόσεις του 1982-83 και προβλέψεις για το 1984 έτσι σε τρέχουσες τιμές για το σύνολο των 18 εταιριών, ενώ μεταξύ 82 και 83 έχουμε μείωση των κερδών εκμετάλλευσης από 635 εκατ. σε 288 εκτ. δρχ., από το 1984 έχουμε κέρδη εκμετάλλευσης 762 εκατ. δρχ. Γίνεται λοιπόν μια σημαντική βελτίωση της απόδοσης αυτών των εταιριών μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας εξυγίανσης του Ν. 1386. Σημαντικότερα βήματα εξυγίανσης δείχνουν τα στοιχεία του 1984 σε σύγκριση με του πρώτου εξαμήνου. Έτσι τα αποτελέσματα εκμετάλλευσης για το σύνολο των 18 εταιριών, από 732 εκατ. ζημιά το πρώτο εξάμηνο του 1984, που οι περισσότερες εταιρείες δεν είχαν υπαχθεί σ’ αυτή τη διαδικασία, παρουσιάζουν μια θεαματική μεταβολή το 2ο εξάμηνο του 1984 και δίνουν τελικά για το σύνολο του έτους κέρδη 762 εκατ. δρχ. Αλλά και αν πάρουμε τον δείκτη του συνολικού μαζί με τα παλαιά χρηματοοικονομικά, τα οποία είναι και στη ρίζα της προβληματικότητας αυτών των επιχειρήσεων υπάρχει μια σημαντική βελτίωση αν συγκρίνουμε τα έτη 1982, 83 και 84.

Μάλιστα το 1984 σε σταθερές τιμές οι συνολικές ζημιές αυτών των επιχειρήσεων πέφτουν κατά 3 – 4%. Αυτό νομίζω δίνει μια τελική και αποστοματική απάντηση σ’ αυτούς που ασκούν χωρίς στοιχεία και χωρίς καλή πίστη κριτική για την πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση για την εξυγίανση των προβληματικών επιχειρήσεων, που τα προβλήματα τους ανάγονται στο παρελθόν. Η Κυβέρνηση αυτή είχε την τόλμη να καταρτίσει ένα πρόγραμμα εξυγίανσης αυτών των επιχειρήσεων και ήδη μέσα στο 1984 οι επιχειρήσεις αυτές για πρώτη φορά μετά από πολλά – πολλά χρόνια αρχίζουν να παίζουν ένα θετικό ρόλο στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Με την επιτυχία μας αυτή δεν θα ήταν σκόπιμο να μπω σε μια λεπτομερή αναδρομή στο παρελθόν και να κάνω μια αυστηρή και λεπτομερή ανάλυση και καταμερισμό των ευθυνών, γιατί φθάσαμε σ’ αυτό το κατάντημα. Είμαι όμως αναγκασμένος να πω μερικές σκέψεις και να κάνω ένα γενικό καταμερισμό των ευθυνών όχι τόσο για να κλείσουμε αυτό το θλιβερό κεφάλαιο, αυτό το θλιβερό κεφάλαιο θα κλείσει αργότερα όταν οι έλεγχοι έχουν τελειώσει, και όταν η δικαιοσύνη θα μιλήσει. Σήμερα αυτές τις σκέψεις τις προσφέρω γιατί θέλω η εμπειρία του παρελθόντος να γίνει ένα μάθημα για μας και ένα καινούργιο ξεκίνημα για μια καινούργια βιομηχανική ανάπτυξη όπου όλοι οι εταίροι με μια διαφορετική νοοτροπία, με μια αναπτυξιακή νοοτροπία, με μια νοοτροπία συνεργασίας θα ξαναδουλέψουνε μαζί.

Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα, να πω δυο λόγια για την ελληνική βιομηχανία, γιατί πάλι άκριτα και χωρίς στοιχεία γίνεται σύγκριση, πολλές φορές, της ελληνικής βιομηχανίας με τις βιομηχανίες άλλων αναπτυγμένων χωρών.

Κυρίες και κύριοι στη χώρα μας δεν έχουμε βάσεις για βιομηχανικό ανταγωνισμό επί ίσοις όροις με τις ανεπτυγμένες χώρες. Η έλλειψη βιομηχανικής πολιτικής στη μεταπολεμική περίοδο έχει καταδικάσει σήμερα τη βιομηχανία μας σ’ ένα στάδιο καθυστέρησης και έχουμε χάσει 30 χρόνια στη πορεία της προόδου που ακολούθησαν οι άλλες χώρες και είναι αυτό το χάσμα αυτών των 30-40 ετών που πρέπει να καλύψουμε μέσα σε μια τετραετία. Η προβληματικότητα αυτών των επιχειρήσεων βρίσκεται ακριβώς μέσα σ’ αυτό το πλέγμα της ανυπαρξίας μιας συντονισμένης αναπτυξιακής πολιτικής από τις κυβερνήσεις της δεξιάς και από μια αντιαναπτυξιακή συνεργασία μεταξύ της λεγόμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας του πιστωτικού συστήματος και των προθαλάμων των οικονομικών υπουργών. Θα πρέπει λοιπόν να εντοπίσουμε τα αίτια της προβληματικότητας των επιχειρήσεων αυτών στο επίπεδο των επιχειρήσεων, στο επίπεδο του πιστωτικού συστήματος και των προθαλάμων των οικονομικών υπουργών. Θα πρέπει λοιπόν να εντοπίσουμε τα αίτια της προβληματικότητας των επιχειρήσεων αυτών στο επίπεδο των επιχειρήσεων, στο επίπεδο του πιστωτικού συστήματος και στο επίπεδο της κυβερνητικής πολιτικής των κυβερνήσεων της δεξιάς.

Είπα ότι δεν έχω διάθεση να είμαι ιδιαίτερα σκληρός και δεν είναι ανάγκη να το κάνω αυτό γιατί θέλω ένα μεγάλο μέρος της ομιλίας μου να το αφιερώσω στο μέλλον, στο πρόγραμμα δηλ. του μέλλοντος, στην ανάπτυξη. Αλλά όμως πρέπει να πούμε μερικές κουβέντες γιατί οι παράγοντες της προβληματικότητας έχουν περάσει λεει τελευταία στην αντεπίθεση και ασκούν κριτική στην κυβέρνηση που προσπαθεί να εξυγιάνει το χάος που δημιούργησαν αυτοί. Σχετικά με τα αίτια της κρίσης στο επίπεδο των επιχειρήσεων. Τα αίτια φυσικά διαφέρουν από επιχείρηση σε επιχείρηση και είναι πολύπλοκο. Από την εμπειρία που έχουμε αποκομίσει και από τις μελέτες που έχει κάνει η Γνωμοδοτική Επιτροπή για πάνω από 100 προβληματικές επιχειρήσεις, που καλύπτουν όλο το φάσμα της μεταποίησης και από τις μελέτες εξυγίανσης που έχει κάνει και κάνει ο Οργανισμός για την εξυγίανση αυτών των επιχειρήσεων, μπορούμε να πούμε ότι τα βασικά αίτια που οδήγησαν στην κρίση και που μπορούν να αναχθούν στο επίπεδο ευθύνης των ίδιων των επιχειρήσεων είναι τα εξής:

1ον η επενδυτική στασιμότητα την τελευταία 15ετία.

2ον η κακή διαχείριση, με αποτέλεσμα τη συνεχώς επιδεινούμενη χρηματοοικονομική διάρθρωση.

3ον η ανεπαρκής διαχείριση και η έλλειψη σύγχρονης οργάνωση και

4ον η διατήρηση μιας στατικής δομής και προσανατολισμού της επιχείρησης, ενώ το εξωτερικό περιβάλλον μεταβαλλόταν ταχύτατα.

Σχετικά με την επενδυτική στασιμότητα θα πρέπει να τονίσουμε ότι παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια για επενδυτικές δραστηριότητες στην περίοδο, στην οποία αναφέρομαι, ήταν, αρνητικά οι επενδύσεις έπεφταν. Έτσι το μέγιστο των ιδιωτικών επενδύσεων στη δεκαετία του ’70 παρουσιάζεται το 1974 και φθάνει στο ύψος των 15 μόνο δις.δρχ. των επενδύσεων.

Από το 1974 και μετά παρατηρείται μείωση των επενδύσεων σημαντική και παρατηρείται παράλληλα μια διαρθρωτική μεταβολή σε βάρος του μηχανολογικού εξοπλισμού. Έτσι, το 1970 οι δαπάνες για μηχανήματα και εξοπλισμό αποτελούν περίπου το 80% των συνολικών επενδύσεων ενώ το 1980 μόνο 65% του συνόλου των επενδύσεων και όπως σας είπα πέφτουν κάθε χρόνο, πηγαίνουν σε μηχανικό εξοπλισμό. Τα άλλα πηγαίνουν για κτιριακές εγκαταστάσεις.

Κυρίες και κύριοι η δεκαετία του ’70 ήταν μια σημαδιακή δεκαετία για όλες τις χώρες του κόσμου. Την εποχή που έγιναν μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που αντιμετωπίσαμε δύο μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις, οι χώρες που σήμερα δεν έχουν προβλήματα είναι οι χώρες όπου ο ιδιωτικός τομέας με τόλμη, με φαντασία και προγραμματισμό προχώρησαν σε επενδυτικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και αλλαγής για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση των καιρών. Στη χώρα μας δεν έγινε καμία, μα καμία προσπάθεια εκσυγχρονισμού του μηχανικού εξοπλισμού των επιχειρήσεων, τουναντίον παρατηρήθηκε (στη δεκαετία του ’70) μια συνεχής μείωση του τεχνολογικού εξοπλισμού. Και έτσι μπαίνουμε στη δεκαετία του ’80 με μηχανολογικό εξοπλισμό όχι μόνο απηρχαιωμένο αλλά και κατώτερο εκείνου στην αρχή της δεκαετίας του ’70. Εάν κανείς θέλει να καταγράψει τις ευθύνες με κάποια προτεραιότητα αυτή είναι η μεγαλύτερη ευθύνη: η αποβιομηχανοποίηση της χώρας μας στη δεκαετία του ’70.

Σχετικά με τον 2ο παράγοντα στο επίπεδο των επιχειρήσεων, που αναφέρθηκα στην κακή διαχείριση παρατηρούμε πράγματι συμπτώματα κακής διαχείρισης που νομίζω θα είναι χρήσιμη εμπειρία για τους φοιτητές πανεπιστημίου στην διοίκηση των επιχειρήσεων θα αντλήσουν άφθονα παραδείγματα για το τι δεν πρέπει να κάνει μια επιχείρηση για να μη φαλιρίσει. Πραγματικά οι μελέτες αυτές που τις διάβασα προσεκτικά, δείχνουν μια αμέλεια προς ορισμένους βασικούς κανόνες χρηματικής διαχείρισης που είναι τουλάχιστον απαράδεκτη. Εάν πάρουμε πάλι τα προηγούμενα 15 χρόνια, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται πρώτα απ’ όλα από μια σταδιακή αυξανόμενη δανειακή επιβάρυνση. Η σχέση ξένων προς συνολικά κεφάλαια στη δεκαπενταετία ’73 παρουσίασε μια μέση τιμή γύρω από τα 68%. Στη δεκαετία όμως του ’70 η σχέση αυτή αλλάζει ριζικά και το 1981 φθάνει στο επίπεδο του 78% η σχέση ξένων κεφαλαίων προς συνολικά κεφάλαια. Με την απέραντη σοφία της η Ν.Δ , εν τω μεταξύ, έχει αλλάξει την πιστωτική της πολιτική και γίνεται μια σημαντική επιβάρυνση των επιχειρήσεων αυτών με υψηλότερα επιτόκια και ερωτώ: Είναι σωστή διαχείριση μιας επιχείρησης να προχωράει μέσα στη δεκαετία του ’70 χωρίς επενδύσεις με μείωση του μηχανολογικού εξοπλισμού, σε μια αύξηση του δανεισμού από εξωτερικές πηγές και σε μία χειροτέρευση της σχέσης ξένων προς συνολικά κεφάλαια από 69% σε 78%; Εγώ θα ήθελα αυτό το θέμα να δοθεί σε φοιτητές ανωτάτων σχολών σαν θέμα μελέτης να μου πουν πια τάχατες θα ήταν η κρίση του διαχειριστή και κάτω από ποιες προϋποθέσεις και με ποιές συνθήκες προχώρησε προς αυτή την κατεύθυνση. Εγώ τουλάχιστον προσωπικά δεν μπορώ να βρω κανένα σωστό διαχειριστικό επιχείρημα γι’ αυτή την πολιτική. Ένα άλλο στοιχείο αναφέρεται στην μικρή πράγματι συμμετοχή των ιδίων κεφαλαίων. Από ένα δείγμα 90 επιχειρήσεων που έχουν υποβάλλει αίτηση για υπαγωγή στο Ν.1386, η σχέση ιδίων κεφαλαίων προς το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού είναι 1 προς 26 δηλαδή αυτές οι επιχειρήσεις έχουν ίδια κεφάλαια περίπου 5 δις και έχουν πάρει από άλλους κεφάλαια της τάξης των 130 δις. Και πάλι ρωτάω, βάσει ποιών υγιών κριτηρίων της ιδιωτικής οικονομίας, προχωρούν αυτές οι επιχειρήσεις μέσα στη δεκαετία του ’60 με μια σχέση 1 προς 26 και ερωτώ ακόμα, πως οι τραπεζίτες, που αργότερα και κάπως όψιμα ανακαλύπτουν την προβληματικότητα των επιχειρήσεων, δεν είδαν αυτή τη σχέση και δεν σταμάτησαν τη χρηματοδότηση αυτών των επιχειρήσεων από τη δεκαετία του ‘ 70.

Τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν μπορώ να τις δώσω εγώ. Πρέπει να τις δώσουν αυτοί που δημιούργησαν τη σχέση 1 προς 26 και αυτοί που δημιούργησαν τη σχέση 1 και 26 και αυτοί που δανειοδότησαν τις επιχειρήσεις αυτές με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Ένα τρίτο στοιχείο της κακής χρηματικής διαχείρισης αναφέρεται στον χαμηλό βαθμό ρευστότητας. Οι επιχειρήσεις αυτές κινήθηκαν βασικά χωρίς ρευστότητα. Μάλιστα μέσα στη δεκαετία του 1970, γύρω στο 1977, πολλοί κλάδοι, όπως είναι ο κλάδος του χάρτου και των μεταλλουργικών προϊόντων, εμφανίζουν αρνητικά κεφάλαια κίνησης.

Κύριες και κύριοι, όταν μια επιχείρηση εμφανίζει αρνητικά κεφάλαια κίνησης πρέπει να γίνει αντικειμενική μελέτη από αυτούς που τους χρηματοδοτούν.

Και όμως ήταν τα χρόνια εκείνα παραδόξως που οι επιχειρήσεις αυτές αύξησαν σημαντικά τη χρηματοδότηση τους από το πιστωτικό σύστημα. Και ερωτώ, με ποιά κριτήρια, με ποιές μελέτες βιωσιμότητας δόθηκαν τα δισεκατομμύρια αυτά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι ίδιες προβληματικές επιχειρήσεις με σχέση ιδίων κεφαλαίων προς το σύνολο του ενεργητικού 1 προς 26, αρνητικά κεφάλαια κίνησης, ωθούνται προς το εξωτερικό για εξωτερικό δανεισμό.

Κυρίες και κύριοι, το διαχειριστικό έλλειμμα της Ν.Δ, μετά τη 2η πετρελαϊκή κρίση καλύφθηκε σ’ ένα μεγάλο κομμάτι από λεγόμενες εισροές από το εξωτερικό που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά εξωτερικός δανεισμός αυτών των δυνάμει προβληματικών επιχειρήσεων για να καλυφθεί η περιοριστική πολιτική που ακολούθησε η κεντρική τράπεζα τότε και το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών.

Κατέφυγαν στο εξωτερικό για να καλύψουν τα διαχειριστικά ελλείμματα μ’ ένα δολάριο 40 δρχ. και φυσικά στη δεκαετία του ’80 αντιμετώπισαν ένα πρόσθετο πρόβλημα εξυπηρέτησης αυτών των δανείων. Εδώ υπάρχει μια τεράστια ευθύνη γι’ αυτούς που διαχειρίστηκαν τις προβληματικές επιχειρήσεις γι’ αυτούς που χρηματοδότησαν αυτές τις επιχειρήσεις από το εξωτερικό τραπεζικό σύστημα, αλλά πάνω από όλα για τους υπεύθυνους της οικονομικής πολιτικής της χώρας πως επιχειρήσεις που παρουσίαζαν τότε προβλήματα σημαντικά, που θα έπρεπε να μπουν αμέσως στη διαδικασία εξυγίανσης, αφέθηκαν να καλύπτουν τα διαχειριστικά ελλείμματα με παρά πέρα δανεισμό από το εσωτερικό και το εξωτερικό. Τα προβλήματα θα μπορούσε κανείς να τα δεί εύκολα γιατί εμφανίστηκαν έντονα στη δεκαετία του 1970. Ήδη το 1973 ο κλάδος της χαρτοποιίας έδειχνε σαφώς, με όλους τους δείκτες, προβλήματα που οδηγούσαν στην προβληματικότητα. Αλλά και ο κλάδος των μεταλλουργικών προϊόντων που από το 70,73-74, με βάση τους δείκτες και τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας και σας τα δίνουμε, έδειχνε καθαρά ότι οδηγείτο στην προβληματικότητα. Αργότερα γύρω από το 1975, οι δείκτες δεν αφήνουν καμία αμφιβολία, ότι στο χώρο των ποτών, των τροφίμων , της κλωστοϋφαντουργίας, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις εμφανίζουν προβληματικότητα. Δεν θα σας κουράσω με στοιχεία. Τους πίνακες είμαστε διατεθειμένοι να τους δώσουμε στην δημοσιότητα. Θα ήθελα να αναφερθώ μόνο ενδεικτικά σε μερικούς δείκτες για να τονίσω το γεγονός ότι η προβληματικότητα ήταν εμφανής από το 1974 και μετά. Εάν πάρουμε τον κλάδο του χαρτιού π.χ το 1974 ο κλάδος αυτός, ο δείκτης αυτός έδειχνε 67%. Το 1980 ο δείκτης αυτός είχε ανέβει στο 96%. Με αυτήν την ανοδική πορεία ρωτάω τι έκαναν οι επιχειρήσεις, τι έκαναν οι μέτοχοι, τι έκαναν οι τράπεζες και τι έκανε η Κυβέρνηση γι’ αυτό τον κλάδο; Τη στιγμή που αυτός ο κλάδος το 1975 δείχνει μια αποδοτικότητα 0,5%. Δεν κάνουμε τίποτα. Δίνουμε περισσότερες πιστώσεις, καθόλου εξυγίανση, μεγαλύτερες επενδύσεις και στη Δράμα και στην Αθήνα, στην Αθηναϊκή χαρτοποιία γιατί; Και φθάνει το 1980 η αποδοτικότητα του κλάδου σε μείον 145%. Καμία συγκίνηση, καμία εμφάνιση της προβληματικότητας. Θέλετε να σας δώσω στοιχεία για το βαθμό ρευστότητας αυτού του κλάδου; Το 1975 ήταν αρνητικός –16,4% και συνεχίζεται σ’ όλη τη τετραετία. Τι κάνουν οι τράπεζες ; Εκείνη τη στιγμή γιατί κανείς δεν κινείται να πει ότι αυτός ο κλάδος παρουσιάζει προβλήματα και ότι κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτό. Όχι η κάλυψη έγινε από τις καταθέσεις του ελληνικού λαού με χαμηλά επιτόκια για να δημιουργηθεί το πρόβλημα στην δεκαετία του ’80. Θέλετε έναν άλλο κλάδο; Κλωστοϋφαντουργία: η σχέση ξένων συνολικών κεφαλαίων το 1973, 65% και το 1981 φθάνει τα 82%. Ξέρετε τι έγινε με τον εξωτερικό δανεισμό;

Εξωτερικός δανεισμός: Από το 10% που ήταν τα εξωτερικά δάνεια, στο σύνολο του εξωτερικού δανεισμού, έφθασαν τα 27% το 1980. Και ερωτώ: Με ποιά λογική διαχείρισης επιχειρήσεων, με ποιά λογική εσωτερικού πιστωτικού συστήματος και με ποιά ανοχή των νομισματικών αρχών και της κυβέρνησης τότε προβληματικές επιχειρήσεις στη δεκαετία του ’70 προχωρούν σε εξωτερικό δανεισμό; Όταν τα καθαρά κέρδη και η αποδοτικότητα καθαρά πέφτουν. Θα μπορούσα να προχωρήσω, κλάδο με κλάδο, επιχείρηση με επιχείρηση και να σας κρατήσω όλη μέρα σήμερα διαβάζοντας αυτά τα εφιαλτικά στοιχεία.

Θα ήθελα όμως να σταματήσω εδώ και να πω ότι ο τρόπος που τα διοικητικά συμβούλια αυτών των επιχειρήσεων διαχειρίστηκαν την περιουσία των μετοχών ο τρόπος που το πιστωτικό σύστημα έκλεισε τα μάτια στις καθαρές σηματοδοτήσεις της προβληματικότητας αυτών των επιχειρήσεων, ο εγκληματικός τρόπος που οι κυβερνήσεις δεξιάς άφησαν το χώρο αυτό χωρίς καμία πολιτική, είναι γεγονότα που θα τα καταδικάσει η ιστορία.

Βέβαια, οι ευθύνες στο επίπεδο της επιχείρησης δεν περιορίζονται μόνο σε μια ασύδοτη χρηματική διαχείριση των προβληματικών επιχειρήσεων πάει παραπέρα. Και είμαι αναγκασμένος να τα πω αυτά σήμερα, γιατί ορισμένοι κύριοι έχουν περάσει λέει στην επίθεση ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ασκεί μια πολιτική αποθάρρυνσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Λοιπόν να τα ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα μια και καλή: Τον καλό επιχειρηματία τον στηρίζουμε και προωθούμε το έργο του, τους επιχειρηματίες που ακολούθησαν το δρόμο που σας περιέγραψα δεν τους στηρίζουμε και πρέπει να γίνει, μια και καλή, διάκριση στον τόπο μας μεταξύ εκείνων, του επιχειρηματία που θέλει να δουλέψει και να προκόψει για τον εαυτό του και για την προκοπή του τόπου και του επιχειρηματία, ο οποίος ή μυαλό δεν έχει, ή ασύδοτος είναι ή εν πάση περιπτώσει δημιούργησε την κατάσταση που σας περιέγραψα.

Στα διοικητικά συμβούλια αυτών των επιχειρήσεων που πέρασαν από τη Γνωμοδοτική Επιτροπή έψαξα αλλά δεν βρήκα τις ομάδες των διαχειριστών (μάνατζερς) και τεχνοκρατών που έχουν τα φόντα και τα κίνητρα για να ξεκινήσουν μια επιχείρηση στο δρόμο της ανάπτυξης. Τυπικά τα διοικητικά συμβούλια αποτελούνται από μέλη δύο ή τριών οικογενειών μετόχων που αποτελούν κυρίως το 20% – 35% των μετοχών, είναι αυτοί που αποτελούν την πλειοψηφία των διοικητικών συμβουλίων.

Επιχειρηματίας ένα, δύο, τρία αδέλφια είναι οι κύριοι παράγοντες οι άλλοι, τα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι σύζυγος, η μητέρα ή άλλα μέλη της οικογένειας.

Σπάνια βλέπουμε μέλος του διοικητικού συμβουλίου που είναι τεχνοκράτης με την έννοια ότι έχει τα φόντα είτε για τη διαχείριση της επιχείρησης, είτε για την προώθηση των προϊόντων στην αγορά, είτε για την εποπτεία του εργοστασίου. Υπάρχει όμως μια πληθώρα μελών που είναι τέως ή εν ενεργεία τραπεζικοί υπάλληλοι. Εάν υπάρχει κυρίες και κύριοι ένα κοινωνικό τουλάχιστο σκάνδαλο σ’ αυτή την υπόθεση ήταν ότι σ’ όλες τις προβληματικές επιχειρήσεις, μέλη των διοικητικών συμβουλίων, πριν γίνουν προβληματικές, είχαμε διευθυντές από το πιστωτικό σύστημα οι οποίοι είτε ήταν συνταξιούχοι είτε εν ενεργεία. Τι ήταν αυτό; Επιβράβευση των εργασιών τους κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στις τράπεζες και ερωτώ αυτοί οι κύριοι τι έκαναν στα διοικητικά συμβούλια; Δεν είχαν παρατηρήσει αυτούς τους δείκτες πτώσης των επιχειρήσεων; Μίλησαν ποτέ στα διοικητικά συμβούλια ή στις διοικήσεις των τραπεζών ότι κάτι πρέπει να γίνει για τις εξυγιάνσεις αυτών των επιχειρήσεων; Θα πρέπει λοιπόν τουλάχιστον για τις προβληματικές επιχειρήσεις που μιλήσαμε, να πέσει ο μύθος ότι υπήρχαν διοικητικά συμβούλια αξιών επιχειρηματιών που ήξεραν και από βιομηχανία και από παραγωγή και από εξαγωγές και από διαχείριση χρήματος. Ήταν δυστυχώς οικογενειακές ομάδες, μαζί με μια ομάδα διευθυντών τραπεζικού συστήματος που κανόνιζαν τη διαχείριση αυτών των επιχειρήσεων. Τώρα δεν θέλω, από αυτήν την εμπειρία, να γενικεύσω και να πω ότι αυτό συμβαίνει σ’ όλες τις ανώνυμες επιχειρήσεις στον τόπο μας. Οι επιχειρήσεις που δεν είναι προβληματικές, οι επιχειρήσεις που πρόκοψαν στη δεκαετία τού ’70, είναι οι επιχειρήσεις που πράγματι ακολούθησαν ένα δρόμο διαφορετικό ανάπτυξης όπου έβαλαν μέσα στη διαδικασία των αποφάσεων ανθρώπους που ξέρουν από δουλειά, που έκαναν επενδύσεις, που έκαναν την αναπροσαρμογή και γι’ αυτό σήμερα οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι προβληματικές. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε αυτή τη διαφοροποίηση. Υπάρχουν και ιδιωτικές επιχειρήσεις που κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Είναι άλλες που δεν έκαναν τη δουλειά τους σωστά και αυτές είναι οι προβληματικές. Νομίζω πως είπα αρκετά για τις ευθύνες στο επίπεδο των επιχειρήσεων.

Ας περάσουμε τώρα στους παράγοντες και στα αίτια της κρίσης που θα πρέπει να αποδοθούν στο πιστωτικό σύστημα. Αυτό το κεφάλαιο θα πρέπει να το περάσουμε κάπως προσεκτικά. Οι τραπεζίτες όπως ξέρετε είναι ευαίσθητοι άνθρωποι, εγώ δεν πιστεύω αυτό που συνήθως λέγεται ότι οι τραπεζίτες είναι οι άνθρωποι που σου προσφέρουν μια ομπρέλα στη λιακάδα και σου ζητάνε πίσω την ομπρέλα όταν βρέχει, αλλά έχουν δείξει σε όλη αυτή τη διαδικασία μια κάποια ευαισθησία, ευαισθησία που προσωπικά την καταλαβαίνω γιατί όπως και στο χώρο του ιδιωτικού τομέα έτσι και στο χώρο του πιστωτικού συστήματος έχουμε ενδογενή προβλήματα και πρέπει να λυθούν. Το πιστωτικό σύστημα κυρίες και κύριοι φτιάχτηκε στον τόπο μας όχι για να στηρίξει την ανάπτυξη. Φτιάχτηκε στον τόπο μας για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των εταιρειών που σας ανέφερα και για να στηρίξει μια αλόγιστη πολιτική κομματισμού που ακολούθησε η διακυβέρνηση της Δεξιάς. Οι τράπεζες που βρίσκονται κάτω από τον κρατικό έλεγχο δεν έκαναν αναπτυξιακή πολιτική. Τι έκαναν; Το βασικό πρόβλημα στο πιστωτικό σύστημα είναι ότι δεν υπάρχει επαρκής ανταγωνισμός. Οι διατάξεις της Νομισματικής Επιτροπής που ήταν μια κυβερνητική πολιτική που έκανε παρεμβάσεις κατά περίπτωση στο πιστωτικό σύστημα, κατέστρεψε εκ των πραγμάτων το πιστωτικό σύστημα. Δεν έδωσε περιθώρια βελτίωσης μιας ποσοτικής βελτίωσης της απόδοσης της κάθε τράπεζας γιατί τα περιθώρια είχαν καθοριστεί, άλλοτε από την κεντρική τράπεζα και άλλοτε από τις νομισματικές αρχές.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι εμπορικές τράπεζες είναι να μειώσουν τον κίνδυνο δηλαδή να τοποθετήσουν τα λεφτά, τα οποία είχαν ορισμένο ποσοστό απόδοσης, άσχετα από τον κίνδυνο με ένα τρόπο που ο κίνδυνος ή δυνατόν να είναι μηδέν.

Πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι η σωστή τραπεζική δουλειά πρέπει να γίνεται διαφορετικά, πρέπει να χρηματοδοτείται η πρωτοβουλία εκείνη η οποία έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες για επιτυχία και μέσα απ’ αυτήν την επιτυχία της δραστηριότητας που χρηματοδοτούν οι τράπεζες, οι ίδιες οι τράπεζες να είχαν ένα μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους. Αυτό όμως είχε αλλάξει στη μεταπολεμική περίοδο της χώρας μας, η νομισματική επιτροπή είχε βάλει κανόνες που καθόριζαν και το ποσοστό κέρδους κατά περίπτωση και φυσικά οι τράπεζες δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ταμειακοί υπάλληλοι μιας αδιαφανούς νομισματικής πολιτικής. Και κάτω από αυτές τις συνθήκες φυσικά οι τράπεζες έκαναν αυτό που έπρεπε να περιμένουμε, μια ελαχιστοποίηση του κινδύνου τους. Δεν τους ενδιέφερε τι χρηματοδοτούσαν και δεν είχαν λόγο να ενδιαφέρονται για το τι χρηματοδοτούσαν.

Χρηματοδοτούσαν εκείνο τον επιχειρηματία που μπορούσε να δώσει εμπράγματη ασφάλεια, ούτως ώστε αυτοί να είναι καλυμμένοι. Έτσι για να ξεκινήσεις μια επιχειρηματική δραστηριότητα στον τόπο μας έπρεπε πρώτα απ’ όλα να είσαι πλούσιος, έπρεπε να είχες εμπράγματη ασφάλεια για να καλύψεις την δραστηριότητα σου. Και έτσι στη μεταπολεμική περίοδο με τη διαμόρφωση του, το τραπεζικό σύστημα απέκλεισε από το χώρο της δραστηριότητας και της ανάπτυξης όλα τα ανήσυχα και δημιουργικά στοιχεία της κοινωνίας μας γιατί αυτά είχαν αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση. Κι έτσι στη δεκαετία του ’70 βλέπουμε τις ίδιες οικογένειες, τους ίδιους ανθρώπους που έπαιξαν τον κυρίαρχο ρόλο στην προπολεμική βιομηχανική κατάσταση της Ελλάδας. Το σύστημα δηλαδή δεν προχώρησε στην αναπαραγωγή ταλέντων ανάπτυξης της βιομηχανικής πολιτικής.

Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ευθύνη που πρέπει να αποδοθεί στο πιστωτικό σύστημα στην μεταπολεμική περίοδο. Έτσι σήμερα οι τράπεζες έχουν καταντήσει βασικά κτηματομεσίτες, αισθάνονται ασφαλείς γιατί έχουν εμπράγματες ασφάλειες σε οικόπεδα σε κτίρια, σε εργοστάσια, τα οποία δεν λειτουργούν και δεν υπάρχουν ακόμα ικανές υπηρεσίες σ’ αυτές τις τράπεζες για να γίνει μια σωστή αξιολόγηση ενός επενδυτικού έργου. Μου έκανε αλγεινή εντύπωση, όταν για τη στελέχωση μιας μικρής γραμματείας της Γνωμοδοτικής Επιτροπής, ζητήσαμε αξιολογητές από το τραπεζικό σύστημα και είδα ότι σπάνια μπορούσες να βρείς στελέχη από το τραπεζικό σύστημα που μπορούν να κάνουν σωστά μια αξιολόγηση ενός επενδυτικού έργου. Μου έκανε αλγεινή εντύπωση όταν για τη στελέχωση μιας μικρής γραμματείας της Γνωμοδοτικής Επιτροπής, ζητήσαμε αξιολογητές από το τραπεζικό από το τραπεζικό σύστημα που μπορούν να κάνουν σωστά μια αξιολόγηση ενός επενδυτικού έργου και δεν υπάρχουν γιατί το τραπεζικό σύστημα δεν το χρειαζότανε, ζητήσανε εμπράγματες ασφάλειες. Η δεύτερη ευθύνη που πρέπει να αποδοθεί στο πιστωτικό σύστημα είναι ότι, όταν έγιναν καλώς ή κακώς αυτά τα ανοίγματα προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα μεγάλα ονόματα με τις μεγάλες διασυνδέσεις και όταν αυτοί οι δείκτες άρχισαν να τονίζουν ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά, οι τράπεζες δεν έκαναν τίποτα. Και όμως όπως σας είπα είχαν μέσα στα διοικητικά συμβούλια τέως διοικητές τέως γενικούς διευθυντές, νυν διευθυντές, νυν γενικούς διευθυντές και ερωτώ τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι; το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν κινήθηκαν εγκαίρως να αλλάξουν τον ρου των πραγμάτων και να ανατρέψουν μια κατάσταση βαρύνει τις παλιές διοικήσεις των τραπεζών. Εάν ήμουν μέτοχος, και δεν είμαι μέτοχος των τραπεζών αυτών, στις γενικές συνελεύσεις θα έπρεπε να είχαμε ερωτήσεις με ποια τραπεζική λογική χειρίστηκαν στη δεκαετία του ’70 τις καταθέσεις του ελληνικού λαού και τοποθέτησαν αλόγιστα χρήματα σε επιχειρήσεις που πήγαιναν για φουντάρισμα. Φυσικά το τραπεζικό σύστημα δεν θα προχωρούσε μόνο του προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν είχε την ανάλογη εποπτεία από την τότε κυβέρνηση κι αυτό το είχε. Ο βιομήχανος στη δεκαετία του ’70 πέρναγε το καιρό του στους προθαλάμους των διοικητών των εμπορικών τραπεζών και των οικονομικών υπουργείων, για φτηνές πιστώσεις ή για επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Θα έπρεπε η κυβέρνηση τότε να του είχε δημιουργήσει κίνητρα να παει πίσω στο εργοστάσιο του να κοιτάξει τον εξοπλισμό, να καταστρώσει ένα πρόγραμμα ανάπτυξης που θα μπορούσε το τραπεζικό σύστημα να το χρηματοδοτήσει με διαφάνεια. Το 1974 δεν έγινε αντιληπτό στην τότε κυβέρνηση, ότι τα πράγματα αλλάξανε παγκόσμια και ότι η πετρελαϊκή κρίση άλλαξε ριζικά τα πράγματα και ότι από δω και πέρα η ανάπτυξη της βιομηχανίας θα έπρεπε να λάβει υπόψη της τη νέα τάξη των πραγμάτων σε διεθνές επίπεδο. Ήταν η εποχή που άλλες χώρες, στην Ευρώπη, στη Β. Αμερική, αλλά και στον τρίτο κόσμο, προχώρησαν άμεσα στην αναδιάρθρωση της βιομηχανικής τους παραγωγής, σε εξοικονόμηση της ενέργειας, σε επενδύσεις που αύξαναν την αποδοτικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας και γενικότερα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Εμείς δεν αναπτύξαμε καμία βιομηχανική πολιτική. Στη δεκαετία του ’70 δεν υπάρχει βιομηχανική πολιτική. Αφήσαμε τα πράγματα στην τύχη τους. Και μέσα στην έλλειψη μιας συγκεκριμένης βιομηχανικής πολιτικής με τα αντικίνητρα που δημιουργούσε το πιστωτικό σύστημα, τα πράγματα πήραν τον κακό δρόμο. Αλλά πέρα από την έλλειψη της βιομηχανικής πολιτικής, υπήρχαν επεμβάσεις και παρεμβάσεις της κυβέρνησης στις προβληματικές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να εξηγηθούν με μια απλή λογική.

Και ερωτώ: Με ποια λογική εγκρίνονται επενδύσεις, με επιδοτήσεις από το κράτος, σε χώρους όπου η προβληματικότητα είχε γίνει ήδη εμφανής; Όταν στον χώρο της χαρτοποιίας π.χ., είναι φανερό ότι οι δείκτες γίνονται αρνητικοί, ότι έχουμε μια υπερπαραγωγή, πως δίνονται εγκρίσεις για επέκταση επενδύσεων και στη Δράμα και στην Αθήνα; Με ποια λογική δίνονται άδειες για νέες επιχειρήσεις παραγωγής μπύρας στο τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν είναι φανερό ότι έχουμε προβλήματα υπερπαραγωγής από τις μονάδες που ήδη υπάρχουν; Τί είδους επενδυτική πολιτική είναι αυτή και τι κρύβεται πίσω από αυτό;

Μια άλλη ασυγχώρητη παρέμβαση αναφέρεται στην ώθηση της κυβέρνησης προς τις προβληματικές επιχειρήσεις τις σημερινές, Πειραϊκή – Πατραϊκή, Αθηναϊκή Χαρτοποιία κ.λ.π., να δανειστούν από το εξωτερικό. Ποιά ήταν άραγε η λογική της κυβέρνησης τότε, οι εταιρείες που ήδη είχαν δείξει μια προβληματικότητα, να μην δανειοδοτηθούν σε δραχμές, αλλά να δανειοδοτηθούν από το εξωτερικό; Η λογική αυτής της πολιτικής με ξεπερνά. Ας προχωρήσουμε τώρα στο θέμα της τιμολογιακής πολιτικής. Αν τουλάχιστον υπήρχε στη δεκαετία του ’70 μια τιμολογιακή πολιτική που ήταν κατανοητή από όλους, αυτές οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να προχωρήσουν στην κατάστρωση των σχεδίων τους για παραγωγή με κάποια βεβαιότητα. Η τιμολογιακή πολιτική όμως των κυβερνήσεων της Ν.Δ άλλαζε, όχι χρόνο με το χρόνο, αλλά μήνα με το μήνα. Έτσι στο τέλος δημιουργήθηκε μια κατάσταση που θα πάρει πολλά χρόνια να την ξεκαθαρίσουμε.

Θέλετε να αναφερθώ στην τιμολογιακή πολιτική της Ν.Δ. το ’78, τον Αύγουστο του ’78; Την αναίρεση αυτής της πολιτικής τον Φεβρουάριο του ’79; Ή την χαλάρωση της πολιτικής τον Απρίλιο του ’79; Την ανατροπή της πολιτικής του Απριλίου του ’79 τον Ιούνιο του ’79; Και τι έγινε το Μάρτιο του 1980; Νέα τιμολογιακή πολιτική έχουμε τον Ιούλιο του 1980, η οποία ανατρέπει τις προηγούμενες. Τον Φεβρουάριο του 1981 πολλά προϊόντα περνάνε στον έλεγχο. Η άρση γίνεται το Μάιο του ίδιου έτους.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όταν κάθε μήνα άλλαζε η τιμολογιακή πολιτική, ήταν δύσκολο γι’ αυτές τις επιχειρήσεις να προγραμματίσουν ποιό ήταν το σύστημα το τιμολογιακό. Το αποτέλεσμα βέβαια δεν ήταν ότι συγκρατήθηκε ο πληθωρισμός, γιατί, σαν αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, οι τιμές χονδρικής των βιομηχανικών προϊόντων, για εσωτερική κατανάλωση, αυξήθηκαν από 9,7% το ’78, σε 20,2% το 79…δηλαδή αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής της Ν.Δ., δεν ήταν η συγκράτηση του πληθωρισμού αλλά η αναστάτωση των σχετικών τιμών. Αυτό που έχει σημασία για την επιχείρηση, είναι να ξέρει με βεβαιότητα ποιές είναι οι σχέσεις, οι σχετικές τιμές, πρώτες ύλες, τελικό προϊόν. Όταν αυτά αλλάζουν μέσα σε περίοδο δύο ετών, το τελικό συμπέρασμα είναι μια γενικότερη αναστάτωση που ανατρέπει τους υπολογισμούς που μπορεί να κάνει μια επιχείρηση με βάση μια σαφή τιμολογιακή πολιτική….

Και το διασκέδασα πραγματικά το γεγονός ότι ασκήθηκε κριτική σ’ αυτή την Κυβέρνηση για τη μείωση της βιομηχανική παραγωγής στην περίοδο 81, 82 και 83. Μα η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι δημιουργήθηκαν αυτές οι προβληματικές επιχειρήσεις. Το θέμα λοιπόν δεν είναι γιατί είχαμε πτώση της βιομηχανικής παραγωγής αλλά πως θα εξυγιανθούν αυτές οι επιχειρήσεις. Για μας το ζήτημα ήταν καθαρό. Έπρεπε να γίνει μια αποφασιστική συντονισμένη παρέμβαση της πολιτείας για να εξυγιανθούν αυτές οι επιχειρήσεις τουλάχιστον αυτές οι επιχειρήσεις είναι βιώσιμες και που κάτω από ορισμένες συνθήκες εξυγίανσης μπορούν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη του τόπου μας. Είναι με αυτό το πνεύμα που περάσαμε τον Ν.1386. Θα ήθελα όμως να σας πω ότι δεν ήταν στην πρόθεση του νομοθέτου να περάσει όλες τις επιχειρήσεις που έχουν προβλήματα ρευστότητας στην διαδικασία του Ν.1386, ούτε να στείλει στη διαδικασία του Ν.1386 επιχειρήσεις που δεν είναι βιώσιμες. Είχαμε πει και το τονίσαμε ότι πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι προβλήματα υποχρέωσης, είναι προβλήματα που ανάγονται στην έλλειψη επενδυτικής δραστηριότητας στο παρελθόν αλλά είναι προβλήματα που πρέπει και μπορούν να λυθούν μέσα στα πλαίσια του πιστωτικού συστήματος.

Είναι στη δύναμη των τραπεζών να συζητήσουμε με τα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα για μια αναδιάρθρωση των χρεών μέσα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου αναπτυξιακού προγράμματος όπου σε τελική ανάλυση και τα χρέη θα πληρωθούν από ένα αυξημένο προϊόν και οι ίδιες επιχειρήσεις θα ορθοποδήσουν μέσα από τη διαδικασία της εξυγίανσης.

Θα ήθελα εδώ να συγχαρώ την ΕΤΒΑ για το πρωτοποριακό της έργο σ’ αυτό τον τομέα. Περίπου 20 προβληματικές επιχειρήσεις λύθηκαν χωρίς δημοσιότητα μέσα στα πλαίσια των συζητήσεων των εταιριών και της ΕΤΒΑ με μια αναδιάρθρωση των χρεών με μετοχοποίηση παλαιών οφειλών τις περισσότερες φορές με το πέρασμα της πλειοψηφίας των μετοχών από τους ιδιώτες στην ΕΤΒΑ μέσα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου προγράμματος εξυγίανσης και ανάπτυξης. Το τονίζω αυτό γιατί μετά από την υπαγωγή των μεγαλύτερων περιπτώσεων των προβληματικών επιχειρήσεων στον 1386, είναι η επιθυμία της κυβέρνησης να δει την επίλυση των προβλημάτων των επιχειρήσεων, που έχουν προβλήματα υποχρέωσης, μέσα στα πλαίσια του πιστωτικού συστήματος. Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια που δεν έχουν εξαντληθεί από τις τράπεζες, για να βρεθούν μέσα στο τραπεζικό σύστημα λύσεις που είναι για το καλό της εθνικής οικονομίας, της τράπεζας και της ιδιωτικής επιχείρησης. Στη γνωμοδοτική επιτροπή εξετάσαμε πολλές περιπτώσεις και είχαμε το πολιτικό θάρρος να απορρίψουμε αιτήσεις για υπαγωγή στις προβληματικές επιχειρήσεις περιπτώσεων που δεν έδειχναν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, προοπτικές βιωσιμότητας. Οι επιχειρήσεις που δεν είναι βιώσιμες πρέπει να κλείσουν. Είναι γι’ αυτό το λόγο που έχουμε απορρίψει πολλές αιτήσεις εταιριών για υπαγωγή στη διαδικασία του 1386. Γιατί μεσοπρόθεσμα η διατήρηση στη ζωή μιας επιχείρησης που δεν είναι βιώσιμη κάτω από αντικειμενικά κριτήρια είναι εις βάρος των εργαζομένων και της εθνικής οικονομίας. Στις διαδικασίες του 1386 έχουμε βάλει αυτές τις επιχειρήσεις που δείχνουν σημεία βιωσιμότητας και κάτω από ένα πρόγραμμα εξυγίανσης θα μπορέσουν να έχουν μια θετική συμβολή στην ανάπτυξη του τόπου μας.

Στην αρχή της ομιλίας μου σας έδωσα μερικά στοιχεία που δείχνουν ότι παρά το γεγονός ότι ξεκινήσαμε τώρα τελευταία αυτή τη διαδικασία τα πρώτα αποτελέσματα που έχουμε στον τομέα αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικά. Φυσικά δεν έχουμε τελειώσει με όλα τα προβλήματα και αντιμετωπίσαμε πολλά προβλήματα στο δρόμο μας. Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε και με κάθε ειλικρίνεια πρέπει να το αναφέρω είναι ότι ήταν δύσκολο να βρούμε χρηματοδότηση για τις εταιρείες που είχαν υπαχθεί στη διαδικασία του 1386. Υπάρχει ένα σημείο, ένα παράδοξο σ’ αυτόν τον τομέα, ότι ενώ στο παρελθόν το τραπεζικό σύστημα χωρίς εγγυήσεις από το δημόσιο και παρά την πτώση όλων των δεικτών βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, έδινε αφειδώς κεφάλαια κίνησης και προς αυτές τις εταιρείες, το τραπεζικό ένστικτο ανυψώθηκε με έντονο τρόπο μόλις οι επιχειρήσεις αυτές υπήχθησαν στη διαδικασία του 1386.

Με προβλημάτισε αυτό πολύ και έχω και μια εξήγηση και μια λύση. Η εξήγηση είναι ότι το τραπεζικό κατεστημένο, παρά τις καλές προσπάθειες από τις διοικήσεις των τραπεζών να κατανοήσουν το πρόβλημα, το τραπεζικό κατεστημένο που χρόνια τώρα κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με τις διοικήσεις των προβληματικών επιχειρήσεων, βρήκε τη διάσπαση αυτή των σχέσεων και την παρεμβολή της πολιτείας στο πρόγραμμα της εξυγίανσης κάπως απρόσμενα. Και αντέδρασαν σ’ αυτό. Κι’ αυτό τι τονίζει; Τονίζει το μεγάλο αγώνα που έχουμε μπροστά μας για την εξυγίανση του ίδιου του τραπεζικού συστήματος. Για να φύγουμε από μια κατάσταση που ο τραπεζίτης ζητάει μόνο εγγυήσεις και δεν κοιτάει την οικονομική πραγματικότητα σ’ ένα σύστημα όπου ο τραπεζίτης μπορεί να εκτιμήσει τους κινδύνους και μπορεί και αυτός να συμβάλλει στην υποστήριξη του αναπτυξιακού προγράμματος της χώρας μας. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα περάσει καιρός για να αλλάξουν αυτές οι νοοτροπίες, οι μεγάλες μας ελπίδες είναι ότι με την κοινωνικοποίηση των τραπεζών θα πνεύσει ένας νέος άνεμος στο πιστωτικό σύστημα και θα έχουμε επιτέλους το πιστωτικό σύστημα σαν στήριγμα της αναπτυξιακής μας πολιτικής και όχι ανασταλτικό παράγοντα.

Σ’ αυτό το χώρο είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε τη συμπαράσταση όχι μόνο των εργαζομένων στις ίδιες τις τράπεζες αλλά και των διοικήσεων που σας είπα προσπαθούν όσο μπορούν να αλλάξουν τις παλιές συνήθειες και παλιές νοοτροπίες σ’ αυτά τα ιδρύματα.

Επειδή πολλά είχαν λεχθεί το περασμένο καλοκαίρι, ότι δεν προχωρούσαν οι προβληματικές ότι οι εργαζόμενοι κατέβαιναν στο Σύνταγμα γιατί δεν είχαν πληρωθεί κ.τ.λ.π. και επειδή πολλά είχαν λεχθεί ενάντια στην πολιτική του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας τώρα που το πρόβλημα τέλειωσε και η μάχη κερδίθηκε μπορώ να σας δώσω μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία του προβλήματος που αντιμετωπίσαμε μαζί με τους εργαζόμενους για την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αυτών, οι οποίες είχαν εκείνη την περίοδο χαρακτηρισθεί σαν εχθρικός χώρος από ορισμένους παράγοντες του πιστωτικού συστήματος.

Θα σας δώσω μερικά παραδείγματα για να προχωρήσω από την υπόθεση στη λύση και γιατί προχωρήσαμε σε μια λύση.

Σε μια εταιρία προβληματική που είχε υπαχθεί στο Ν.1386 και που είχε ένα ετήσιο τζίρο 2 δις. Δρχ., μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του 84, οι συνολικές χορηγήσεις των τραπεζών προς την εταιρεία ήταν 1.150.000.000δρχ. και το υπόλοιπο των χορηγήσεων την ίδια ημερομηνία ήταν 876.000.000 δρχ. Και το υπόλοιπο αυτό κυρίες και κύριοι την εποχή εκείνη καλύφθηκε με ρευστοποιήσιμα στοιχεία. Δηλαδή, φορτωτικά, συναλλαγματικές αξίας 445 εκατ. δρχ. και εγγυήσεις, δηλ. δεσμεύσεις καταθέσεων και τα λοιπά 510 εκατ. Δρχ. του Οργανισμού Ανασυγκρότησης των Επιχειρήσεων. Έχουμε δηλαδή μια περίπτωση όπου το ρίσκο το τραπεζικό είναι μηδέν ενώ έχει οφέλη από τόκους, προμήθειες κ.λ.π. Τι έγινε σ’ αυτή την ταλαιπωρημένη περίπτωση. Κάτω από την παλαιά διοίκηση, που είχε αρνητική τοποθέτηση και δεν είχε την κυβέρνηση από πίσω, το ανακυκλούμενο όριο χρηματοδότησης, βάσει συναλλαγματικών πελατείας, ήταν 700 εκατ. Η νέα διοίκηση μετά από πολλές πιέσεις και χωρίς τραπεζικό ρίσκο πήρε μόνο 100 εκατ. Έχουμε μια πτώση δηλαδή της χρηματοδότησης από 700 σε 100 εκατ. Γιατί; Το ανακυκλούμενο όριο προχρηματοδότησης εξαγωγών βάσει κλεισμένων πράξεων, οριστικά πράγματα, ήταν 180 εκατ. στην προηγούμενη διοίκηση, μηδέν για την καινούργια διοίκηση. Αποκλείσθηκαν οι εξαγωγές. Τρίτον ανακυκλούμενο όριο χρηματοδότησης εξαγωγών βάσει φορτωτικών εγγράφων 70 εκατ. στην προηγούμενη διοίκηση μηδέν στην καινούργια διοίκηση. Για τις μεγάλες προβληματικές που πέρασαν τελευταία στη διαδικασία του 1386, η Π-Π, Σκαλιστήρη, Αθηναϊκή Χαρτοποιία και ΠΥΡΚΑΛ. Στις 30 Σεπτεμβρίου του ‘ 84 το ακάλυπτο υπόλοιπο των τραπεζών ήταν 3,5 δις. Δρχ. που δεν ήταν αρκετό για να καλύψει την κίνηση αυτών των επιχειρήσεων ούτε καν να πληρωθεί το προσωπικό…

Θα μπορούσα να συνεχίσω για την ταλαιπωρία του καλοκαιριού με αυτά τα πράγματα αλλά δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι εάν δεν άλλαζε η νοοτροπία μέσα στο ίδιο το πιστωτικό σύστημα αυτές οι επιχειρήσεις είχαν αποκλεισθεί από τη χρηματοδότηση. Και γι’ αυτό προχωρήσαμε στη λύση γιατί η αλλαγή της νοοτροπίας θα αργήσει να γίνει, κοινωνικοποιήσεις κ.λ.π. και λύση ήταν το κονσορτότσιουμ των τραπεζών όπου οι διοικήσεις των τραπεζών που είχαν κατανοήσει το πρόβλημα μαζί με τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης των Επιχειρήσεων και την παρέμβαση και του Υπουργείου Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, συμφώνησαν στη χρηματοδότηση αυτών των επιχειρήσεων για τις ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως διότι το κεφάλαιο, αυτό το οποίο δανείζονται, θα μπορεί να αποπληρωθεί από την πώληση των υλικών που παράγουν αυτές οι προβληματικές επιχειρήσεις. Πήρε αρκετούς μήνες για τους δικηγόρους για να καταστρώσουν αυτό το συμφωνητικό αλλά σήμερα έχουμε πια ένα κονσόρτσιουμ και έτσι μπορούμε να ασκήσουμε μια αναπτυξιακή πολιτική εξυγίανσης αυτών των προβληματικών επιχειρήσεων, που δεν μπορέσαμε να το κάνουμε μέσα από το δαίδαλο των διαδικασιών του πιστωτικού συστήματος. Και είναι για το λόγο αυτό, που η εξυγίανση των προβληματικών επιχειρήσεων πήγε πίσω αρκετούς μήνες και είναι δυστυχώς για το λόγο αυτό που η ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής θα έπρεπε να ήτανε πιο έντονη, αν είχαμε μια έγκαιρη χρηματοδότηση από το πιστωτικό σύστημα σ’ ένα πρόγραμμα εξυγίανσης που όπως σας είπα έχει μηδέν τραπεζικό ρίσκο και έχει κάθε όφελος για την αύξηση της παραγωγής και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Τώρα που λύθηκε το θέμα των κεφαλαίων κινήσεως, ποιό είναι το επόμενο βήμα. Το επόμενο βήμα είναι να γίνουν οι τελικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των πιστωτών των παλαιών μετοχών και του Οργανισμού για την τελική αναδιάρθρωση του κεφαλαίου των υπό εξυγίανση επιχειρήσεων, ούτως ώστε να περάσουμε σε μια νέα μορφή που είναι νέα διάρθρωση του κεφαλαίου των επιχειρήσεων. Όπως θα σας πει ο Πρόεδρος του Οργανισμού έχουμε βάλει μπροστά αυτή τη διαδικασία και το πρόγραμμα μας είναι μέχρι το καλοκαίρι του ’85 να έχουμε περάσει στους τελικούς διακανονισμός όλων των περιπτώσεων που έχουν υπαχθεί στον 1396. Είναι στη φύση των πραγμάτων ότι η μετοχοποίηση παλαιών οφειλών που δεν μπορούν άμεσα να ρευστοποιηθούν θα οδηγήσουν άμεσα ή έμμεσα σε μια διάρθρωση του μετοχικού κεφαλαίου όπου η συντριπτική πλειοψηφία των μετοχών, αυτών των επιχειρήσεων που βρίσκονται στο στάδιο της εξυγίανσης, θα περάσει στο δημόσιο τομέα, είτε στις τράπεζες, είτε σε αναπτυξιακή τράπεζα όπως η ΕΤΒΑ, είτε στον Οργανισμό, είτε σε ειδικούς Οργανισμούς που μπορούν να ιδρυθούνε για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου αυτών των μετοχών. Μερικές από αυτές τις επιχειρήσεις εντάσσονται στο μακροχρόνιο πρόγραμμα της κυβέρνησης για την κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων ή του κλάδου. Αυτή είναι π.χ. η περίπτωση της πολεμικής βιομηχανίας και έτσι στην περίπτωση της ΠΥΡΚΑΛ, μετά από το στάδιο της εξυγίανσης, θα προχωρήσουμε στο στάδιο της κοινωνικοποίησης ολόκληρου του κλάδου. Άρα, το σύνολο των μετοχών σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα ανήκει στο δημόσιο τομέα. Έχουμε όμως και επιχειρήσεις, που τυπικά τουλάχιστον, δεν εντάσσονται στο πρόγραμμα της κοινωνικοποίησης ενός κλάδου. Οι επιχειρήσεις αυτές που με την ρύθμιση των παλαιών χρεών περνάνε στο δημόσιο τομέα θα παραμείνουν στο δημόσιο τομέα, γιατί οι μετοχές αυτές θα ανήκουν σε διάφορους τομείς του δημόσιου τομέα. Εμείς δεν αποκλείουμε μακροπρόθεσμα την περίπτωση πώλησης ενός ποσοστού των μετοχών σε ιδιώτες αλλά αυτό, επειδή έχει γίνει θέμα παρεξήγησης, θέλω να το ξεκαθαρίσω. Όταν λέμε σε ιδιώτες, δεν αντιμετωπίζουμε την περίπτωση απόδοσης αυτών των επιχειρήσεων στους παλαιούς ιδιοκτήτες. Εννοούμε πώληση ενός αριθμού μετοχών, μέσα από το χρηματιστήριο, σε μικροεπενδυτές που μπορεί να είναι ιδιώτες, που μπορεί να είναι σύλλογοι εργαζομένων, που μπορεί να είναι όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά εν πάσει περιπτώσει δεν θα επιτρέψουμε τη συγκέντρωση των μετοχών σε ιδιωτικό φορέα που δεν είναι φερέγγυος. Η πολιτεία σήμερα είναι αναγκασμένη να πληρώσει κατ’ ανάγκη το κόστος των 200 δις. δρχ. από τις ιστορίες του παρελθόντος. Το κέρδος από την εξυγίανση αυτών των επιχειρήσεων θα περάσει στο κοινωνικό σύνολο μέσα στα πλαίσια του αναπτυξιακού προγράμματος που έχουμε. Και ήθελα, αυτή την παρεξήγηση να την ξεκαθαρίσω μια και καλά. Ένα τελευταίο θέμα που ήθελα να θίξω αφορά τους εργαζόμενους σ’ αυτές τις επιχειρήσεις. Είχαν την ατυχία να συνδέσουν το βιός τους με μια παραγωγή, με επιχειρήσεις που δεν πήγαν καλά. Έχουν όμως και την τύχη αυτή τη στιγμή να βρούν μια λύση στο πρόβλημα τους μέσα από το κυβερνητικό πρόγραμμα για την εξυγίανση αυτών των επιχειρήσεων. Γιατί αν δεν υπήρχε το κυβερνητικό πρόγραμμα, οι επιχειρήσεις αυτές θα είχαν κλείσει η ανεργία θα είχε ανέβει, η βιομηχανική παραγωγή θα είχε κατέβει, οι επιχειρήσεις αυτές θα είχαν κλείσει. Είναι για το λόγο αυτό που ζητάμε από τους εργαζόμενους να στηρίξουν το πρόγραμμα της εξυγίανσης. Είναι οι φυσικοί σύμμαχοι του προγράμματος εξυγίανσης των επιχειρήσεων. Στο παρελθόν είχαμε την υπομονή τους και την κατανόηση τους. Ξέρω, από προσωπική εμπειρία, πόσα 15νθήμερα οι εργαζόμενοι στο Μαντούδι δεν είχαν πληρωθεί και εξακολούθησαν την εργασία τους με υπομονή και πίστη ότι τελικά η κυβέρνηση θα περάσει το δικό της το πρόγραμμα ότι η επιχείρηση θα εξυγιανθεί και ότι αυτοί θα πληρωθούν.

Δεν λέω ότι όλες οι δυσκολίες έληξαν. Έχουμε προβλήματα προσαρμογής μπροστά μας και θα ήθελα να ζητήσω την κατανόηση και την στήριξη των εργαζομένων στη δεύτερη φάση της εξυγίανσης των επιχειρήσεων τους, που είναι το πρόγραμμα το αναπτυξιακό. Με την πολιτική της κυβέρνησης, ακόμα και σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο, οι εργαζόμενοι συμμετέχουν στα διοικητικά συμβούλια των υπό εξυγίανση επιχειρήσεων. Η συμμετοχή τους σ’ αυτά τα διοικητικά συμβούλια είναι για να μεταφερθεί η εμπειρία και η ευαισθησία του εργαζόμενου στη διαχείριση της επιχείρησης. Δεν είναι για να μεταφερθεί μια στενή αντίληψη που δεν έχει χώρο μέσα στο νόημα της εξυγίανσης της επιχειρήσεως. Η συμμετοχή αυτή επίσης δεν πρέπει να συγχέεται με τη συνδικαλιστική δραστηριότητα των εργαζομένων. Η συνδικαλιστική δραστηριότητα παραμένει και ο διάλογος μεταξύ των διοικήσεων των επιχειρήσεων και των συνδικαλιστικών εξακολουθεί. Η συμμετοχή του εργαζομένου στο διοικητικό συμβούλιο είναι μια υπεύθυνη συμμετοχή, όπου μεταφέρει τη δική του και συλλογικά όλων των εργαζομένων την εμπειρία και την ευαισθησία, με υπευθυνότητα για να παει η επιχείρηση μπροστά. Και θέλω σήμερα να πω ότι αν δεν είχαμε την στήριξη που είχαμε από τους εργαζομένους στα εργοστάσια, στο γραφείο και στα διοικητικά συμβούλια δεν θα μπορούσαμε να είχαμε προχωρήσει να τελειώσουμε την πρώτη φάση της εξυγίανσης των προβληματικών επιχειρήσεων με τέτοια επιτυχία. Είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε την συμπαράσταση των εργαζομένων και στη δεύτερη φάση γιατί το μέλλον των εταιριών αυτών είναι το δικό τους μέλλον.

Θα ήθελα να τελειώσω με δύο μικρές παρατηρήσεις. Πρώτον, όσον αφορά το διαχειριστικό έλεγχο, σύμφωνα με τον νόμο 1386, στις προβληματικές επιχειρήσεις διατάσσουμε διαχειριστικό έλεγχο, αυτό το κάνουμε. Ο διαχειριστικός έλεγχος για να γίνει σωστά χρειάζεται μέθοδο, προγραμματισμό και χρόνο. Καταλαβαίνω την ανυπομονησία πολλών που θέλουν να βγούν στη δημοσιότητα οι διαχειριστικοί έλεγχοι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, αυτό θα ήταν μια επικίνδυνη τακτική θα έλεγα, γιατί αν δεν πάμε σε βάθος τους διαχειριστικούς ελέγχους δεν θα μπορέσουμε να βγάλουμε στην επιφάνεια αυτά που πρέπει να βγούνε. Η διαχειριστικοί λοιπόν έλεγχοι θα προχωρήσουν, θα προχωρήσουν με μεθοδικότητα και πρέπει να σας το πω, ότι οι δουλειές στο παρελθόν έχουν γίνει τόσο συστηματικά σ’ αυτό τον τομέα και τόσο προσεχτικά, που δεν είναι εύκολο ένας επιφανειακός διαχειριστικός έλεγχος να φέρει στην επιφάνεια αυτά που όλοι ξέρουμε ότι είχαν γίνει σε ορισμένες περιπτώσεις. Θα ήθελα επίσης να πω, ότι οι πληροφορίες που έχουμε πάρει μέχρι στιγμής, είναι πληροφορίες μέσα από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, δηλαδή με τη συμμετοχή των εργαζομένων. Σ’ αυτό τον τομέα στην άσκηση σωστού διαχειριστικού ελέγχου, χρειαζόμαστε την συμμετοχή των εργαζομένων μέσα στις ίδιες τις επιχειρήσεις.

Το άλλο σημείο που ήθελα να τονίσω αφορά τις ίδιες τις τράπεζες. Φυσικά, εάν αφήναμε τις προβληματικές επιχειρήσεις να πέσουν έξω, το τραπεζικό σύστημα θα είχε ένα πρόβλημα ρευστότητας ένα πρόβλημα που θα ήταν αποτέλεσμα κακής τοποθέτησης, της τάξης των 200.000.000 δρχ. Το γεγονός ότι ακολουθούμε ένα πρόγραμμα εξυγίανσης αυτών των επιχειρήσεων σημαίνει ότι έμμεσα γίνεται και μια εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, με την παρέμβαση της πολιτείας για την εξυγίανση και την ανάπτυξη των προβληματικών οφειλέτων προς τις τράπεζες που κανονικά θα έπρεπε να διαγραφούν, γίνονται οφειλές που θα επιστραφούν. Έτσι με αυτόν τον τρόπο λύνεται το πρόβλημα της ρευστότητας των τραπεζών και το τονίζω αυτό γιατί αρκετά λέχθησαν τελευταία σχετικά με την ρευστότητα των τραπεζών και πιο συγκεκριμένα για τη ρευστότητα της μεγαλύτερης μας τράπεζας, της Εθνικής. Θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας τουναντίον η εξυγίανση αυτών των επιχειρήσεων είναι μια πηγή παραπέρα δύναμης για την Εθνική τράπεζα σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Το πιστωτικό σύστημα, στο σύνολο του χρειάζεται να γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης εξέτασης, όχι τόσο για τη ρευστότητα του όσο για την ανέλιξη του σ’ ένα σύστημα που θα στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Γι’ αυτό το θέμα, για σημαντικές αλλαγές στο πιστωτικό σύστημα μέσα στα πλαίσια της εξυγίανσης και της κοινωνικοποίησης προτίθεμαι να μιλήσω σύντομα. Ξέρω ότι σας κούρασα με πολλά στοιχεία και αρκετές σκέψεις αλλά ξέρω επίσης ότι πολλά σημεία και θέματα που από καιρού εις καιρό είχαν τεθεί στις εφημερίδες είχαν μείνει αναπάντητα. Είχαμε διαλέξει μια άλλη τακτική, να μη μιλήσουμε πρώτα, παρά να λύσουμε τα θέματα και όταν τελειώσει η πρώτη φάση και με την εμπειρία της επιτυχίας της πρώτης φάσης, να απαντήσουμε στα ερωτήματα που είχαν τεθεί κατά καιρούς. Δεν θέλω να πω ότι το ζήτημα έληξε, θέλω όμως να πω ότι η πρώτη φάση τελείωσε με επιτυχία και με την εμπειρία της επιτυχούς πρώτης φάσης, προχωράμε με αισιοδοξία στην υλοποίηση των στόχων της δεύτερης φάσης.

Σας ευχαριστώ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn