Ο αγαπητός φίλος Βάσος Λυσσαρίδης και ο διακεκριμένος δικαστής κ. Λουκαϊδης, κάλυψαν όλες τις πτυχές του θέματος. Απομένει σε μένα να πω ότι συμφωνώ με όλες τις απόψεις και τις θέσεις τους και, γι΄ αυτό δεν θα επαναλάβω αυτά που είπαν.
Θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το θέμα μου από μια ίσως διαφορετική οπτική γωνία. Περίπου ένα μήνα πριν πεθάνει, είχα μια συζήτηση με τον Γιάννη Διακογιάννη για το Κυπριακό. Είχα μοιραστεί μαζί του κάποιες σκέψεις και με είχε προτρέψει να τις γράψω. Δεν το έκανα. Αυτές τις σκέψεις θα σας πω σήμερα και θέλω να τις αφιερώσω στη μνήμη του. Ο Γιάννης ήταν , ένας αξέχαστος, σπάνιος για την εποχή μας άνθρωπος, πατριώτης με τη σωστή του όρου έννοια.
Κυρίες και κύριοι, το ερώτημα που θέλω να θέσω είναι το εξής: Πώς φθάσαμε εδώ; Εάν πάμε πίσω 50 χρόνια και δούμε πως ήταν τότε η κατάσταση στην Κύπρο και την συγκρίνουμε με την τωρινή, τι βλέπουμε; Διαπιστώνουμε ότι αυτό το ελληνικότατο νησί με 82% ελληνικό πληθυσμό και ένα 18% μειονότητες, με μεγαλύτερη την τουρκική μειονότητα, διεσπαρμένες σε όλες τις πόλεις και χωριά, αυτό το ελληνικό νησί είχε κάθε δικαίωμα για αυτοδιάθεση. Ήταν ενιαίος χώρος, ήταν ένα νησί, ένα Έθνος. Σήμερα τι έχουμε; Μετά από αγώνες και διαμεσολαβήσεις Διεθνών Οργανισμών, έχουμε ένα διαιρημένο νησί που το 38% του κατέχεται παράνομα από τουρκικά στρατεύματα. Η δημογραφία του έχει αλλοιωθεί με το βάναυσο εποικισμό τούρκων στο βόρειο κομμάτι του νησιού και έχουμε, λίγο ή πολύ, αποδεχθεί σε διεθνές επίπεδο την έννοια των δύο «οντοτήτων» στην Κύπρο. Και συζητάμε τώρα «λύσεις» που είναι πολύ μακριά από τις θέσεις από τις οποίες ξεκινήσαμε. Πώς καταντήσαμε έτσι και τι φταίει; Είναι μια σειρά λαθών από τη μεριά της Κύπρου, από τη μεριά της Ελλάδος; Είναι η συνομωσία των μεγάλων δυνάμεων; Είναι ίσως το γεγονός ότι η Κύπρος βρίσκεται σε μια ευαίσθητη γεω-στρατιωτική περιοχή που παίζει ιδιαίτερο ρόλο στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων για την επιρροή στην ευρύτερη περιοχή; Είναι λίγο απ΄ όλα αυτά;
Ο απολογισμός αυτής της ταραχώδους πορείας τα τελευταία 50 χρόνια δεν έχει γίνει. Και είναι δύσκολο να γίνει γιατί πολλοί από τους πρωταγωνιστές είναι ακόμα εν ζωή. Πρέπει όμως να δούμε τι πράγματι έχει γίνει γιατί ένα από τα προβλήματα που διαπιστώνω είναι ότι δεν διαβάσαμε σωστά τη σκακιέρα πάνω στην οποία παιζόταν το παιχνίδι. Βασική προϋπόθεση επιτυχούς διπλωματίας είναι να ξέρεις πάνω σε ποια σκακιέρα παίζεται το παιχνίδι. Δεν μπορείς να παίξεις σκάκι με όρους ταβλιού και δεν μπορείς να παίξεις τάβλι όταν ο αντίπαλος παίζει σκάκι.
Αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τα αδέλφια μας στην Κύπρο ενέταξαν – και σωστά – το Κυπριακό στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Είδαν το Κυπριακό σαν ένα κίνημα εθνικο-απελευθερωτικό, όπως ήταν τα κινήματα εκείνης της εποχής. Η μια αποικία μετά την άλλη απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, και είδαμε την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών να ισχύει στις περισσότερες των περιπτώσεων. Ήταν λοιπόν επόμενο και οι Κύπριοι να δουν και το δικό τους το αίτημα σαν ένα αίτημα των καιρών. Και έδειξαν εμπιστοσύνη, υπερβολική εμπιστοσύνη απ΄ ότι εκ των υστέρων διαπιστώνουμε στους διεθνείς οργανισμούς, πιστεύοντας ότι, εφ΄ όσον έχουμε δίκαιο, το δίκαιο αυτό θα αναγνωρισθεί στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου Ασφαλείας, της Γενικής Συνέλευσης, στη διεθνή κοινότητα γενικότερα.
Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών έδινε το δικαίωμα στους Κυπρίους να εκφρασθούν ελεύθερα και ως ελεύθεροι πολίτες να αποφασίσουν να ενωθούν με τα αδέλφια τους στην Ελλάδα. Έτσι άρχισε ο αγώνας αλλά καταλήξαμε πολύ διαφορετικά.
Αυτό που νομίζω ότι δεν έχουμε κάνει επαρκώς είναι να καταδείξουμε ποιο ήταν το παιχνίδι, ποιοι οι βασικοί παίχτες, ποια η καρδιά του προβλήματος, και ποια τα παράγωγα προβλήματα.
Το θέμα της ημερίδας είναι εμπόδια και προοπτικές. Θα σας πω τα συμπεράσματά μου και μετά θα κάνω μερικά σχόλια. Δεν υπάρχουν εμπόδια, υπάρχει εμπόδιο. Και το εμπόδιο είναι ότι ο διεθνής παράγοντας όπως εκφράζεται σήμερα από τον αγγλοαμερικανικό άξονα δεν θέλει ανεξάρτητη Δημοκρατία εν λειτουργία στην Κύπρο. Τα άλλα εμπόδια, τα ελληνο-τουρκικά, όπως λέμε εμείς, είναι υπαρκτά αλλά είναι παράγωγα αυτής της θέσης.
Προοπτικές: η προοπτικές που διαγράφονται σήμερα, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και με τη νέα κατάσταση που δημιουργείται στην ευρύτερη περιοχή όπου κοσμογονικές αλλαγές επιτελούνται γιατί η ευρύτερη περιοχή μπαίνει τώρα στη σκακιέρα του ενεργειακού συμπλέγματος, από την Κασπία, το Ιράν, μέχρι τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, την Ελλάδα και το Κόσσοβο, το νέο ενεργειακό σύμπλεγμα, δημιουργεί μια νέα δυναμική, με πολλούς άλλους παίχτες που δεν υπήρχαν πριν. Ανοίγει το παιχνίδι στην περιοχή που δημιουργεί νέες ευκαιρίες και υψηλούς κινδύνους. Κατά τη γνώμη μου, οι προοπτικές είναι καλές εάν υπάρξει συμφωνία για μια Εθνική Στρατηγική του Ελληνισμού με σύμπνοια και στην Ελλάδα και στην Κύπρο που θα ακολουθηθεί με επιμονή, υπομονή και αποφασιστικότητα.
Λίγα σχόλια για τα θέματα αυτά. Για να διευκολύνω τη συζήτηση θα διακρίνω σχηματικά τρεις περιόδους στην εξέλιξη του Κυπριακού: το Κυπριακό κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, που φθάνει μέχρι τη μετα-ψυχροπολεμική περίοδο με την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., η δεύτερη περίοδος είναι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. μέχρι σήμερα και η Τρίτη περίοδος που αρχίζει τώρα, είναι η Κύπρος μέσα στο νέο πλαίσιο του ενεργειακού συμπλέγματος στην ευρύτερη περιοχή.
Για την πρώτη περίοδο: Οι παίχτες ήταν λίγοι και τα περιθώρια ελιγμών ελάχιστα. Ίσως και δεν τα ξέραμε τότε, αλλά μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε εκ των υστέρων. Οι παίχτες ήταν η Ελλάδα, η Τουρκία, ο αγγλοαμερικανικός άξονας, πότε περισσότερο η Αγγλία πότε η Αμερική, και περιθωριακά, ήσσονος σημασίας παίχτες αλλά υπαρκτοί, η Κίνηση των Αδεσμεύτων και η Σοβιετική Ένωση. Λίγα λόγια για κάθε έναν από τους παίκτες: η Ελλάδα δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει και να συμπαρασταθεί στον αγώνα των Κυπρίων για Αυτοδιάθεση, για Ένωση στην αρχή, για ανεξαρτησία της Κύπρου μετά. Αυτή ήταν η επιθυμία του ελληνικού λαού εδώ στην Ελλάδα και αυτή την επιθυμία απηχούσε η ρητορεία του πολιτικού συστήματος. Στην πραγματικότητα όμως, η Ελλάδα, η οποία έβγαινε από έναν αιματηρό και τραγικό εμφύλιο πόλεμο, ήταν βαθιά ενταγμένη στην ΝΑΤΟϊκή συμμαχία με μικρές δυνατότητες αντιστάσεων στις πιέσεις του συμμαχικού παράγοντα. Η Ελλάδα, καλώς ή κακώς, την εποχή εκείνη ήταν ευάλωτη σε πιέσεις από το εξωτερικό. Και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε και ο κ. Λουκαϊτης το είπε πολύ πιο ανοικτά. Η Ελλάδα, όλη εκείνη την ψυχροπολεμική περίοδο, δεν ήταν ένας ανεξάρτητος παίχτης για να αντισταθεί στις πιέσεις του Αγγλο-αμερικανικού παράγοντα.
Η Τουρκία ουσιαστικά δεν είχε ποτέ δεχθεί το αποτέλεσμα της Συνθήκης της Λωζάνης και την Ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Ο τουρκικός στρατιωτικός παράγοντας, ο κεμαλισμός, είχε – και συνεχίζει να έχει – μια επεκτατική στάση στη Θράκη, στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Σε αντίθεση με την Ελλάδα που δεν είδε το Κυπριακό με στρατηγικούς όρους και παραγνώρισε τη σημασία της παρουσίας της στην ΝοτιοΑνατολική Μεσόγειο, η πολιτική της Τουρκίας καθοριζόταν κυρίως από την επεκτατική στρατηγική του Κεμαλισμού. Αυτή την άποψη, την επεκτατική πολιτική του κεμαλισμού, την εξεδήλωσε η Τουρκία ευθύς εξ΄ αρχής. Όμως, πιστεύω ότι ήταν η ενθάρρυνση του συμμαχικού παράγοντα που καλλιέργησε τις τουρκικές αξιώσεις και έναντι της Κύπρου και έναντι της Ελλάδας στο χώρο του Αιγαίου. Εάν δεν υπήρχε αυτή η ενθάρρυνση, εάν ο συμμαχικός παράγοντας είχε πάρει μια άλλη θέση στο θέμα της Κύπρου, εάν είχε αφήσει την Αρχή της Αυτοδιάθεσης των λαών να λειτουργήσει, εγώ δεν νομίζω ότι η Τουρκία θα τολμούσε να προβάλει τις αντιστάσεις και τις ενστάσεις που προέβαλε. Θεωρώ δηλαδή το ελληνο-τουρκικό πρόβλημα παράγωγο με την έννοια ότι δεν θα είχε πάρει τη δεσπόζουσα θέση που σήμερα έχει αν δεν υπήρχε η εσκεμμένη παρέμβαση του συμμαχικού παράγοντα που είδε, μέσα από τη διαίρεση τουρκοκυπρίων και ελληνοκυπρίων, τη δυνατότητα να ακυρώσει την προοπτική μιας ενιαίας δημοκρατικής λειτουργίας και να διατηρήσει, έστω κάτω από νομικό μανδύα, την ουσιαστική επικυριαρχία στο νησί.
Ο Αγγλο-αμερικανικός παράγοντας: εδώ είναι η καρδιά του ζητήματος. Η Κύπρος έχει τεράστια γεωστρατιωτική σημασία για την ευρύτερη περιοχή, για τη Μέση Ανατολή και το δρόμο των πετρελαίων. Οι Βρετανοί είδαν ευθύς εξ΄ αρχής ότι θα έπρεπε να βρουν ένα τρόπο μόνιμης παραμονής τους στο νησί και επέμεναν για κυρίαρχες στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο. Η Αμερική πιστεύω ότι είχε μια διαφορετική προσέγγιση. Και η Αμερική ήθελε μια καθαρή επιρροή στην περιοχή και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να δει την Κύπρο να εντάσσεται σε άλλα στρατόπεδα, και κυρίως στο Σοβιετικό μπλοκ. Στην αρχική φάση, η Αμερική όμως δεν φαινόταν αντίθετη στην Αρχή της Αυτοδιάθεσης των λαών, και ίσως και στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, μια και η Ελλάδα ήταν μέσα στο ΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε επιχειρηματολογήσει στους Αμερικανούς ακριβώς πάνω σε αυτή τη βάση. Όμως, υπερίσχυσε τελικά η βρετανική άποψη ότι είναι καλύτερα η Κύπρος να μείνει μια «ανεξάρτητη» χώρα, υπό την κηδεμονία των Δυτικών.
Αυτή ήταν η άποψη που ακολουθήθηκε με συνέπεια και συνέχεια και τελικά επηρέασε και τις διαπραγματεύσεις μέσα στα Ηνωμένα Έθνη. Τα Ηνωμένα Έθνη δεν είναι ένας ανεξάρτητος Οργανισμός που παράγει διεθνή πολιτική, εκφράζει τη συνισταμένη των πολιτικών δυνάμεων που βρίσκονται μέσα στο χώρο του ΟΗΕ. Και ο ΟΗΕ, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι σαφώς κάτω από την επιρροή του Αμερικανικού παράγοντα. Έτσι λοιπόν, δεν μπορούσε παρά η εξέλιξη την περίοδο αυτή να είναι προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας του διχασμού στο νησί, της προώθησης της έννοιας των δύο κοινοτήτων και τελικά της έννοιας των δύο οντοτήτων και της δημιουργίας ενός μορφώματος που θα είχε μια πολύ χαλαρή διακυβέρνηση, με δύο κοινότητες που θα βρίσκονται σε διαρκή διένεξη και υπό την επιδιαιτησία και επικυριαρχία της ξένης δύναμης. Αυτό ήταν άλλωστε και το Σχέδιο Ανάν.
Η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε και δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του Κυπριακού. Θυμηθείτε την προσπάθεια του Μακαρίου να εξοπλιστεί η Κύπρος με Τσεχικά όπλα, που αντιμετωπίσθηκε αποφασιστικά από τη Δυτική Συμμαχία.
Το Κίνημα των Αδεσμεύτων στο οποίο ανήκε η Κυπριακή Δημοκρατία, έπαιξε κάποιο ρόλο στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Πολλές από τις αποφάσεις και του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, ήταν αποτέλεσμα της πίεσης και της πολιτικής συμπαράταξης των Αδεσμεύτων στο Κυπριακό. Το Κίνημα αυτό όμως δεν αποτέλεσε πολιτική δύναμη αρκετά δυνατή για να αντιμετωπίσει τη δυτική συμμαχία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, είχαμε αυτές τις εξελίξεις, τη βήμα προς βήμα οπισθοχώρηση των κυπριακών θέσεων, μέχρι που φθάσαμε στην ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.
Η Κυπριακή Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Οι Ευρωπαϊστές να μου το συγχωρήσουν αλλά εγώ δεν πιστεύω ότι σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί πολιτική δύναμη που μπορεί να σταθεί αυτοδύναμα και να αντισταθεί στις πιέσεις των ΗΠΑ. Είναι βέβαια ένας σημαντικός θεσμός, και ακριβώς επειδή λειτουργεί θεσμικά, δίνει πολλές δυνατότητες βελτίωσης και αξιοποίησης αυτών των θεσμών στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά στις κρίσιμες στιγμές – και το είδαμε αυτό και στην ένταξη και μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. – όταν οι ΗΠΑ θέλουν μια άλλη λύση και μια άλλη κατεύθυνση, τελικά η Ε.Ε. υποκύπτει στις πιέσεις του αγγλο-αμερικανικού παράγοντα. Σίγουρα, η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. έχει αναβαθμίσει τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει δημιουργήσει νέες διαύλους διαπραγματεύσεων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε., τίθενται σε άλλη βάση. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, μέσα στην Ε.Ε., το Κυπριακό θέμα παίρνει μια άλλη μορφή, έχει μια άλλη δυναμική και δίνει καινούργιες προοπτικές. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι τα περιθώρια είναι περιορισμένα γιατί η αποφασιστική δύναμη εξακολουθεί να είναι ο λεγόμενος διεθνής παράγοντας που, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν έχει αλλάξει θέση.
Το Κυπριακό στη σκακιέρα του ενεργειακού συμπλέγματος: Τώρα, βρισκόμαστε σε μια κοσμογονική εξέλιξη στην ευρύτερη περιοχή. Η ενέργεια θα είναι το βασικό ζήτημα στην ευρύτερη περιοχή. Η μεταφορά ενέργειας, είτε πετρελαίου είτε φυσικού αερίου, από την Κασπία, από το Ιράν, το Ιράκ, από νέες χώρες ή και η εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου στην Ανατολική Μεσόγειο, έξω από την Κύπρο, στο βόρειο και στο νότιο κομμάτι της Κύπρου, φέρνουν πολλούς νέους παίκτες στο παιχνίδι. Και θα πρέπει τώρα να το δούμε το θέμα διαφορετικά. Οι λίγοι, οι τέσσερις παίχτες που είχαμε στο παρελθόν, που ουσιαστικά ήταν ένας, ο αγγλοαμερικανικός παράγοντας, γίνονται πολλοί. Ένας νέος παίκτης που αναδύεται είναι οι πολυεθνικές εταιρείες. Το νέο σκηνικό δεν έχει μόνο κράτη, έχει και πολυεθνικές εταιρείες. Ιδιωτικοποιείται, εάν θέλετε, η διπλωματία στην ευρύτερη περιοχή. Από το Κόσσοβο, την Αλβανία, τα Σκόπια, τη Βουλγαρία, την Τουρκία, τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών γίνονται βασικοί παράγοντες στη σκακιέρα μας. Πέρα απ΄ αυτό, μπαίνουν και νέοι παίκτες. Ο μεγάλος νέος παίκτης που μπαίνει στο παιχνίδι είναι η Ρωσία. Η Ρωσία που δεν μπορούσε να κατέβει στη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, μπαίνει τώρα κατά την περίοδο της ειρήνης, μέσα από τον οικονομικό ανταγωνισμό και την ενέργεια. Άλλοι παίκτες είναι και οι άλλες χώρες της περιοχής. Παίζει και η Αίγυπτος, θα παίξει και η Συρία, θα μπει κατά κάποιο τρόπο και το Ισραήλ. Έχουμε λοιπόν τώρα ένα πολύ μεγάλο παιχνίδι, με πολλούς παίκτες, με διαφορετικά συμφέροντα που αναμεταξύ τους συγκρούονται. Αυτό είναι καλό. Όταν σπάει η μονοκρατορία μιας δύναμης και έχουμε πολλούς άλλους παίκτες, δημιουργούνται ανοίγματα και πολλές ευκαιρίες που μπορούμε να εκμεταλλευθούμε. Υπάρχει όμως και η άλλη εμπειρία: όταν το πετρέλαιο και η ενέργεια μπαίνει στη σκακιέρα της διπλωματίας, πολλές χώρες καταστρέφονται από τον ανταγωνισμό συμφερόντων. Χρειάζεται λοιπόν προσοχή.
Πού μας οδηγούν όλες αυτές οι σκέψεις; Μας υποδεικνύουν μια πορεία που στηρίζεται σε τρεις άξονες: Πρώτα απ΄ όλα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τους θεσμούς της Ε.Ε. Παρά τους περιοριστικούς παράγοντες που σας ανέφερα, υπάρχουν σημαντικά διαπραγματευτικά περιθώρια μέσα στην Ε.Ε. Στόχος μας είναι να απομακρυνθούμε, όσο γίνεται, από το θανάσιμο εναγκαλισμό του «διζωνικού» που μας επέβαλαν οι «διαπραγματεύσεις» στο πλαίσιο του ΟΗΕ, και να προσανατολισθούμε προς μια «Ευρωπαϊκή» λύση. Χωρίς ψευδαισθήσεις για το αποτέλεσμα, αλλά με βάσιμες ελπίδες ότι η επανατοποθέτηση του Κυπριακού σ΄ αυτή τη βάση θα βελτιώσει τη διαπραγματευτική μας θέση.
Δεύτερον, πρέπει να εντάξουμε το Κυπριακό στο νέο ενεργειακό παιχνίδι. Χρειάζεται πολύ προσοχή και πρέπει να ζυγιάσουμε προσεκτικά τους νέους παίκτες. Θετική θεωρώ την ανανέωση του ενδιαφέροντος της Γαλλίας για τη Μέση Ανατολή και θετική είναι η απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας να δώσει «διευκολύνσεις» στους Γάλλους στο στρατιωτικό αεροδρόμιο «Ανδρέας Παπανδρέου». Ας μην λησμονούμε ότι η Ελλάδα έχει εμπλακεί στην ενεργειακή σκακιέρα, όχι μόνο με τον Αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη αλλά και από διαφαινόμενες νέες δραστηριότητες, μερικές από τις οποίες αφορούν και στο Αιγαίο.
Τέλος, πρέπει να πάρουμε πάλι σοβαρά το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Θράκη – Αιγαίο – Κύπρος. Όταν το 1993 εξαγγείλαμε το Δόγμα, το είδαμε σε βάθος χρόνου και όχι μόνο σαν μια στρατιωτική υπόθεση. Είδαμε ότι η επιβίωση του Ελληνισμού στη νέα εποχή απαιτεί την παρουσία του Ελληνισμού και στη Νοτιο-Ανατολική Μεσόγειο. Να το πω αλλιώς, η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο είναι ακρωτηριασμένη αλλά και η Κύπρος δεν μπορεί να επιβιώσει ως Ελληνισμός εάν δεν συνδεθεί με την Ελλάδα. Οι μοίρες αυτών των δύο κρατών του Ελληνισμού είναι ταυτισμένες. Δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στο Αιγαίο, στη Θράκη εάν δεν λυθεί το Κυπριακό. Και το Κυπριακό από μόνο του δεν μπορεί να λυθεί όσο υπάρχει κίνδυνος και στη Θράκη και στο Αιγαίο. Αυτό δεν είναι μόνο έννοια στρατιωτική, είναι έννοια πολιτική, πολιτιστική, οικονομική. Παίρνοντας μαθήματα από το παρελθόν, χρειάζεται λοιπόν, και αυτή τη φορά, Αθήνα και Λευκωσία να συναποφασίσουν για μια εθνική στρατηγική για το μέλλον του Ελληνισμού και πρέπει να ακολουθήσουν τη στρατηγική αυτή με τόλμη, με αποφασιστικότητα για να έχουν αξιοπιστία. Δεν έχουμε αξιοπιστία όταν η άλλη μεριά γνωρίζει ότι, παρά τη ρητορεία μας, ό,τι και να λέμε και μέσα και έξω από αυτή την αίθουσα, όταν έρθουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα υποχωρήσουμε.
Εάν το μήνυμα είναι διαφορετικό ότι έχουμε το σθένος και την αμυντική μας ικανότητα να σταθούμε στα πόδια μας, όταν αποκτήσουμε ξανά την αξιοπιστία μας, τότε οι προοπτικές πιστεύω ότι θα είναι καλές. Εάν δεν το κάνουμε αυτό, πρέπει από τώρα να αναλογιστούμε ότι οι κίνδυνοι που υπήρχαν πριν για το Κυπριακό πολλαπλασιάζονται σε μια νέα εποχή που χαρακτηρίζεται από πολλούς παίκτες, από μεγάλα, συγκρουόμενα συμφέροντα και μεγάλη αστάθεια. Ας έχουμε λοιπόν το νου μας και ας είμαστε αισιόδοξοι ότι επιτέλους, έστω και αργά, έστω και μετά από 50 χρόνια, έχουμε μάθει από τα λάθη μας και ενωμένοι, αλλά με αυτοπεποίθηση και τόλμη, μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά για ειρήνη στην περιοχή και για την αναβάθμιση της παρουσίας του Ελληνισμού στην περιοχή.
Σας ευχαριστώ.