Σήμερα, εκατό χρόνια μετά το Κίνημα στο Γουδί, τιμούμε τους αγωνιστές, τον Νικόλαο Ζορμπά, τα άλλα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου και το λαό που στήριξε το Κίνημα στο Γουδί. Το Κίνημα στο Γουδί ήταν ένας μεγάλος σταθμός στην ιστορίας μας. Έκλεισε το κεφάλαιο της ταπεινωμένης Ελλάδας, του παλαιοκομματισμού, της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και άνοιξε το δρόμο για τον εκσυγχρονισμό, για μια αστική επανάσταση που ταυτίστηκε με το όνομα του μεγάλου Εθνάρχη, του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ακούσαμε την ομιλία του κ. Καργάκου που ανέλυσε τα ιστορικά γεγονότα. Με βάση αυτή την παρουσίαση του ιστορικού, μπορώ νομίζω να προχωρήσω πιο πέρα και, ως πολιτικός, να σχολιάσω το Κίνημα στο Γουδί από την οπτική γωνιά της σημερινής κατάστασης. Προτείνω να ρίξουμε τον προβολέα στο 1909, με την έγνοια του σημερινού αδιεξόδου και να δούμε ποιες είναι οι ομοιότητες ανάμεσα στο 1909 και το 2009, τι άλλαξε στην πορεία ενός αιώνα, τι μας διδάσκει η εμπειρία του 1909 για την έξοδο από τη σημερινή κρίση..
Αν οι πρωτεργάτες του 1909 ζούσαν σήμερα και ήταν μαζί μας, θα τους εντυπωσίαζε οπωσδήποτε η οικονομική και κοινωνική πρόοδος που επιτεύχθηκε αυτά τα 100 χρόνια. Είναι μια διαφορετική πατρίδα, μια διαφορετική κοινωνία. Αλλά θα ξαφνιαζόντουσαν από τα συμπτώματα της σημερινής κρίσης γιατί θα αναγνώριζαν σε αυτά, περίπου τα ίδια που αντιμετώπισαν οι ίδιοι το 1909. Πράγματι, πολλά από τα σημερινά προβλήματα είναι σχεδόν ακριβή αντίγραφα (carbon copy) των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο τόπος το 1909. Προτείνω να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε δέκα σημεία που αποτελούσαν τον πυρήνα της κρίσης το 1909 και τα οποία, mutatis mutandis, έχουν και αναφορά στη σημερινή μας κατάσταση. Και τα απαριθμώ:
Αδυναμία διακυβέρνησης της χώρας
Αναξιοπιστία πολιτικών και κομμάτων
Διαφθορά
Σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος
Βαριά και άνιση φορολογία
Άθλιες συνθήκες του αγροτικού πληθυσμού
Οικονομική καταπίεση των μικροαστών
Μεγάλο έλλειμμα του Δημοσίου και τεράστιο εξωτερικό χρέος
Διεθνής οικονομικός έλεγχος και οικονομική επιτήρηση
Αίσθημα εθνικής ταπείνωσης.
Παρουσιάζω αυτά τα δέκα σημεία χωρίς σειρά αξιολόγησης και θα αναφερθώ πολύ σύντομα σε αυτά, επικεντρώνοντας τις περισσότερες παρατηρήσεις μου στα τρία τελευταία που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικά στην σημερινή συγκυρία, δηλαδή το μεγάλο έλλειμμα και το εξωτερικό χρέος του δημόσιου τομέα, το διεθνή οικονομικό έλεγχο και το αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης. Την αναγωγή αυτών των γεγονότων στη σημερινή συγκυρία την αφήνω στη δική σας κρίση.
Λίγα λόγια για τα τέσσερα πρώτα: Αδυναμία διακυβέρνησης της χώρας, αναξιοπιστία πολιτικών και κομμάτων, διαφθορά, σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος. Είναι μια ομάδα προβλημάτων που τα αντιμετωπίσαμε τότε, τα αντιμετωπίζουμε και σήμερα.
Κυρίες και κύριοι, για να λειτουργήσει σωστά ένα πολίτευμα, πρέπει οι πολίτες να πιστεύουν στο Κράτος, σ΄ ένα κράτος δικαίου που λειτουργεί δημοκρατικά, επιλύει τις διαφορές ανάμεσα στους πολίτες και τις κοινωνικές τάξεις των πολιτών κατά έναν τρόπο δίκαιο, δεν καταπιέζει αλλά, αντίθετα, απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του πολίτη και δημιουργεί συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Πάνω απ” όλα, απαιτείται ένα βαθειά ριζωμένο αίσθημα εθνικού προορισμού. Όταν έχει χαθεί η αξιοπιστία, όταν έχει χαλαρώσει το αίσθημα του εθνικού προορισμού, αργά ή γρήγορα, οδηγούμαστε σε ακυβερνησία. Σ΄ αυτό το σημείο είχαμε φθάσει το 1909.
Ευθύνη μεγάλη για την κατάρρευση των θεσμών διακυβέρνησης έχουν οι φορείς του πολιτικού μας βίου που είναι τα κόμματα. Τα κόμματα ήταν προσωποπαγή, δεν εκπροσωπούσαν ούτε και υπηρετούσαν αμιγώς ταξικά συμφέροντα. Η κοινωνία μας τότε ήταν οργανωμένη πάνω σε πελατειακές σχέσεις, σε σύστημα πατρωνίας. Δυστυχώς, σ΄ ένα μεγάλο βαθμό αυτό ισχύει και σήμερα. Το σύστημα της πατρωνίας είναι ένα πρωτόγονο σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας που, αντί να το υπερβούν τα κόμματα και να προωθήσουν άλλους κοινωνικούς συσχετισμούς, μιμήθηκαν την οργάνωση της κοινωνίας που υποτίθεται ότι θα άλλαζαν και λειτούργησαν και αυτά πελατειακά.
Αλλά, το πελατειακό σύστημα είναι από τη φύση του προσωποπαγές και αντίθετο σε κάθε ιδέα προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Γι “αυτό το λόγο, τα λεγόμενα κυβερνητικά κόμματα δεν μπόρεσαν ποτέ να λειτουργήσουν σε βάση αμιγώς πολιτικής πλατφόρμας. Η εκλογή και επανεκλογή των πολιτικών εξαρτιόταν περισσότερο από τις συναλλαγές του κάθε πολιτικού με τον κάθε ψηφοφόρο του. Από τα ρουσφέτια που ήταν αντικείμενο συναλλαγής, ο διορισμός στο δημόσιο ήταν η κορωνίδα. Αυτή ήταν η μήτρα της παθολογίας του γραφειοκρατικού μας συστήματος.
Στις δημοκρατίες της Δύσης, οι γραφειοκρατίες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη των αστικών δημοκρατιών. Οι γραφειοκρατίες ήταν θεσμοί με βαθιές ρίζες στην παράδοση και άντλησαν το προσωπικό τους είτε από την αριστοκρατία είτε αξιοκρατικά. Τις χαρακτήριζε ένα ισχυρό corps d” esprit και συνείδηση της αποστολής. Λειτούργησαν για το Κράτος-εξουσία και σε απόσταση ασφαλείας από κομματικές συναλλαγές αφού μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις προϋπήρχαν των κομμάτων. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η σύγχρονη αστική ανάπτυξη στη Δύση στηρίχθηκε σε συστήματα γραφειοκρατίας που αναπτύχθηκαν από τους Λουδοβίκους στη Γαλλία, τον Μπίσμαρκ στη Γερμανία και τη Βρετανική αυτοκρατορία στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Μετά την επανάσταση, το νέο Ελληνικό κράτος μιμήθηκε τα αστικά συντάγματα της Δύσης, κατέλυσε τα χαλαρά συστήματα αυτοδιοίκησης των Ελλήνων και ανέπτυξε ένα κακέκτυπο κεντρικό γραφειοκρατικό σύστημα, υποταγμένο στην αυθαίρετη κυβερνητική εξουσία. Η νομή της εξουσίας μέσω πελατειακών δικτύων από τα κόμματα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής.
Έτσι, φθάσαμε σε μια γραφειοκρατία αποξενωμένη από την έννοια του δημόσιου αγαθού και σε συνεχή σχέση συναλλαγής με τον κομματισμό. Η γραφειοκρατία μας δεν κατάφερε να αναπτυχθεί σε σύστημα αλλά παρέμεινε μια αδιαμόρφωτη μάζα που, πέρα από τις λειτουργίες του κράτους, διεκπεραίωνε, κυρίως, τα ρουσφέτια των κομματικών φίλων.
Από την αναξιοπιστία των κομμάτων και την κομματικοποίηση της γραφειοκρατίας, ήταν μικρό και αναπόφευκτο το βήμα προς τη διαφθορά. Και η διαφθορά δεν μπορεί παρά να καταλήγει σ΄ ένα κράτος σπάταλο και αναποτελεσματικό. Την εικόνα της αναξιοπιστίας, της διαφθοράς, της κομματοποίησης και της σπατάλης μεταφέρει με γλαφυρό τρόπο η διακήρυξη του Στρατιωτικού Συνδέσμου του 1909: «Αυτό που χρειάζεται είναι η λελογισμένη διαρρύθμιση των εσόδων και εξόδων του κράτους ώστε αφ ενός μεν ο σχεδόν πενόμενος ελληνικός λαός να ανακουφισθεί εκ των υπαρκτών πόρων ους ήδη καταβάλλει και οίτινες ασπλάχνως κατασπαταλώνται προς διατήρησιν πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων χάριν της απαισίας συναλλαγής».
Εκατό χρόνια πέρασαν και όμως αυτά είναι επίκαιρα λόγια που θα μπορούσαν θαυμάσια να ενσωματωθούν στις ρυθμίσεις του υπό συζήτηση Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης !
Περνώ τώρα, πολύ σύντομα, στους οικονομικούς δείκτες που ήταν ιδιαίτερα αρνητικοί. Η φορολογία, κυρίως υπό την μορφή εμμέσων φόρων ήταν βαρύτατη. Οι αγρότες και οι μικροαστοί φορολογούνταν με υψηλούς συντελεστές, από 10-40% το χρόνο, ενώ για τις ανώνυμες εταιρίες ο συντελεστής ήταν μόλις 5%. Οι μεγαλοαστοί ουσιαστικά δεν υπόκειντο σε φορολογία. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στην ύπαιθρο οδήγησαν στο ξεσήκωμα του Κιλελέρ το 1908. Οι μικρές επιχειρήσεις, οι εργάτες και οι μισθωτοί στα αστικά κέντρα ζούσαν κάτω από απαράδεκτες οικονομικές συνθήκες. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η λαϊκή στήριξη στο κίνημα στη Θεσσαλία και στην Αττική ήρθε από αυτά τα κοινωνικά στρώματα. Θέλω να υπογραμμίσω αύτη την πτυχή γιατί έχει ανησυχητικές ομοιότητες με τη σημερινή κρίση..
Θα ήθελα να επιμείνω όμως στα τρία τελευταία σημεία: Το πρώτο αφορά στο δημόσιο χρέος. Η κατάρα του νέου ελληνικού κράτους ήταν ο εξωτερικός δανεισμός. Προσέξτε, όχι ο εσωτερικός αλλά ο εξωτερικός δανεισμός. Η εθνική μας ανεξαρτησία και τα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους καλύφθηκαν, με εξωτερικό δανεισμό και επαχθείς όρους το 1824-1825 και το 1833. Αδυνατώντας να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια, το νέο ελληνικό κράτος αποκλείστηκε ουσιαστικά από τις διεθνείς χρηματαγορές και αναγκάστηκε να καλύψει τα ελλείμματά του με θαλασσοδάνεια. Έτσι φθάσαμε στο μεγάλο συμβιβασμό του 1878, όπου η αναχρηματοδότηση του χρέους έγινε με επαχθείς όρους που οδήγησαν στην υπερχρέωση και στην πτώχευση του ελληνικού κράτους το 1893. Ήταν τότε που επιβλήθηκε ο οικονομικός έλεγχος στην Ελλάδα με επίσχεση των εσόδων του Κράτους και με εποπτεία Διεθνούς Επιτροπής.
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ελευθερία κινήσεων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ήταν μηδαμινή. Πώς να ασκήσεις ανεξάρτητη εθνική πολιτική, πώς να διεκδικήσεις τα εθνικά σου δίκαια, όταν η εξάρτηση σου από τον εξωτερικό δανεισμό είναι ολοκληρωτική; Ο επαίτης δεν μπορεί να είναι διεκδικητής.
Το συμπέρασμα που εξάγουμε από την τραυματική εμπειρία του Διεθνούς Ελέγχου είναι ότι δεν πρέπει ποτέ ο εξωτερικός δανεισμός να φθάσει σε ύψος που, ουσιαστικά, υποθηκεύει την εξωτερική πολιτική. Το ανώτατο επιτρεπτό ύψος του εξωτερικού δανεισμού δεν είναι αφηρημένη έννοια αλλά βαθύτατα πολιτική και προσδιορίζεται από την εσωτερική συνοχή, από τη βούληση της κοινωνίας να αντισταθεί σε τυχόν εξωτερικό εκβιασμό και να απορροφήσει τους κραδασμούς της διακοπής του εξωτερικού δανεισμού με εσωτερική – και πιθανόν οδυνηρή – προσαρμογή της οικονομίας προς μια πιο αυτόνομη πορεία.
Με άλλα λόγια, στη διαμόρφωση ενός εθνικού προορισμού, το καλώς νοούμενο πατριωτικό στοιχείο συνυπάρχει με την έννοια της κοινωνικής συνοχής. Το πατριωτικό μέτωπο και το αρραγές κοινωνικό μέτωπο είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Είδαμε ότι το 1909 οι συνθήκες αυτές δεν υπήρχαν. Πώς ένα αναξιόπιστο πολιτικό σύστημα θα μπορούσε να καλέσει το λαό σε θυσίες όταν ο λαός απέδιδε τα δεινά του σ” αυτό το πολιτικό σύστημα; Αυτές οι παρατηρήσεις με φέρνουν στο τελευταίο σημείο: στο αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης.
Χωρίς αμφιβολία, η ήττα του 1897 ήταν ένα σοβαρό χτύπημα που καλλιέργησε το φοβικό σύνδρομο που χαρακτήρισε την ελληνική πολιτική εκείνη την εποχή και που κατά καιρούς, δυστυχώς, αναβιώνει στην πορεία του Έθνους. Η εξωτερική πολιτική στηριζόταν στη θεωρία της «αψόγου στάσεως» δηλαδή του καλού παιδιού, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η στάση μας δεν έπρεπε να δυσαρεστήσει τις μεγάλες προστάτιδες δυνάμεις, ακόμα και όταν αυτό συνεπαγόταν μια σχετικά ενδοτική στάση απέναντι στις προκλήσεις της Τουρκίας. Σας παραθέτω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Το πρώτο είναι από το Μακεδονικό ζήτημα: Ενώ η κυβέρνηση υποστήριξε τους Μακεδονομάχους, ουδέποτε το απεδέχθη δημόσια και, τέλος, κάτω από πιέσεις, αναγκάστηκε να διαβεβαιώσει την Πύλη, με μυστικό διάβημα, ότι : «η ελληνική αντάρτικη κίνηση στην Μακεδονία, δεν στρεφόταν κατά της τουρκικής κυριαρχίας στην περιοχή αλλά είχε ως μοναδικό στόχο τα βουλγαρικά εθνικιστικά στοιχεία του Κομιτάτου». Και το διάβημα διαβεβαίωνε την Τουρκία ότι οι Έλληνες αντάρτες θα αποχωρούσαν από τη Μακεδονία μόλις τελείωνε το θέμα με τους Βουλγάρους.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι από το Κρητικό ζήτημα. Η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων και την απειλή νέου Ελληνοτουρκικού πολέμου, δεν τόλμησε να στηρίξει την κίνηση των Κρητών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Επέδειξε άψογον στάσιν και ιδού το αποτέλεσμα: 30 Ιουνίου του 1909, οι τέσσερις πρέσβεις των προστάτιδων Δυνάμεων παρουσιάζουν μια ρηματική διακοίνωση στον Γ. Μπαλτατζή, υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Θεοτόκη, η οποία, μεταξύ άλλων, λέει ότι «οι κυβερνήσεις αυτές, αναγνωρίζουσαι την άψογον στάσιν της ελληνικής κυβερνήσεως κατά τα σοβαρά γεγονότα, ανακοινώνουν εις αυτήν ότι η παρουσία του Στόλου των εις την Σούδαν συμβολίζει τη διατήρηση των υψηλών Δικαιωμάτων του Σουλτάνου επί της Κρήτης. Αι δυνάμεις δηλούν ότι εξετάζουν ευμενώς το Κρητικόν και θα επιληφθούν προσεχώς της ευκαιρίας να συζητήσουν περί του μέλλοντος καθεστώτος εις την Κρήτην. Αι δυνάμεις δηλούν ότι αποσύρουν τα στρατεύματά των και αναθέτουν εις τους στόλους των την τήρηση της τάξεως και την εξασφάλιση του μουσουλμανικού πληθυσμού ως και την φρούρηση της οθωμανικής αυτοκρατορικής σημαίας και των σημαιών των τεσσάρων προστατίδων δυνάμεων». Το αποτέλεσμα της «αψόγου στάσεως» ήταν αυτό το κείμενο που, επιεικώς, το χαρακτηρίζω πατερναλιστικό.
Ο ευρηματικός πρωθυπουργός Θεοτόκης, εκφραστής του φοβικού συνδρόμου της εποχής εκείνης, αγνοώντας τη λαϊκή οργή που ξεσήκωσε η ρηματική διακοίνωση, δήλωνε στους δημοσιογράφους: «με την άψογον στάσιν μας αυτήν, εκερδίσαμε την συμπάθειαν και εκτίμησιν των Δυνάμεων. Ανεγνώρισαν τα εν Κρήτη γενόμενα με την επιφύλαξιν να εξετάσουν εις το άμεσον μέλλον με ευμένειαν το ζήτημα της ενώσεως. Και ταύτα επετύχαμεν χωρίς να εκθέσωμεν ούτε και την ειρήνην εις τη Βαλκανικήν, ούτε την χώραν εις περιπετείας».
Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει τους στρατιωτικούς. Πέρα από τη διαιώνιση του Κρητικού ζητήματος, το αδιέξοδο στο Μακεδονικό, οι αργοί ρυθμοί εξοπλισμών της χώρας, η ανάμειξη της βασιλικής οικογένειας στη διοίκηση του στρατεύματος και, κυρίως, η πεποίθηση ότι η εθνική ταπείνωση οφειλόταν στη διοικητική παράλυση της χώρας, οδήγησαν στην εξέγερση των στρατιωτικών και στο Κίνημα στο Γουδί. Δεν πρέπει βέβαια να παραλείψω την επίδραση που είχε η κίνηση των Νεοτούρκων το 1908 στη συγκρότηση του Ελληνικού Στρατιωτικού Συνδέσμου και στο κίνημα του 1909.
Έχουν λεχθεί πολλά για τον χαρακτήρα του Κινήματος στο Γουδί. Δυστυχώς, οι περισσότεροι αναλυτές έχουν προσπαθήσει να «χωρέσουν» το κίνημα σε στερεότυπα μιας τυπικής, αστικής επανάστασης της Δυτικής Ευρώπης ή σε αφελείς μαρξιστικές ερμηνείες. Δεν χρειάζεται να μπούμε σε αυτήν τη συζήτηση που άλλωστε δεν έχει και πολλά να προσφέρει στα ερωτήματα που έχουμε θέσει. Για μας αρκεί, πιστεύω, να αναγνωρίσουμε ότι ήταν ένα κίνημα πατριωτικό, με κοινωνική ευαισθησία που ζητούσε, μέσα στα πλαίσια της συνταγματικής νομιμότητας, την αναβάθμιση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας, τη χρηστή διοίκηση και την απονομή κοινωνικής δικαιοσύνης στον σχεδόν «πενόμενον λαόν». Αν και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν είχε σαφή κοινωνικό προσανατολισμό, έχει βαρύνουσα σημασία ότι το κίνημα στηρίχθηκε σε λαϊκά στρώματα και στους αγρότες. Οι αστοί, με την αυστηρή έννοια του όρου, δεν μπορούμε να πούμε ότι έδωσαν το παρόν. Γι” αυτό πιστεύω ότι η κοινωνικο-πολιτική σημασία του κινήματος δεν έγκειται τόσο στο περιεχόμενό του αλλά στις συνέπειες του. Το κίνημα ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό, έδωσε χώρο στις ανερχόμενες κοινωνικές δυνάμεις να παίξουν ρόλο και προχώρησε στην καθοριστική για το μέλλον του έθνους κίνηση να καλέσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει τα ινία και να διαμορφώσει τις κοινωνικο-πολιτικές παραμέτρους της νέας πορείας.
Λέγεται ότι ο Βενιζέλος ήταν το αποτέλεσμα της αφύπνισης των αστών. Πιστεύω ότι το αντίθετο συνέβη. Ο Βενιζέλος αφύπνισε τους αστούς. Ο Βενιζέλος εκτίμησε ότι η λαϊκή στήριξη του συνδέσμου δεν συνιστούσε συγκροτημένη κοινωνική δύναμη και ότι, μόνη της, δεν θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος χειρισμών για την ανατροπή του πολιτικού συστήματος. Γι” αυτό άλλωστε αντιτάχθηκε στις πιέσεις για ανατρεπτικές ενέργειες, απέτρεψε το λαό να επιμείνει σε Συνταγματική Βουλή και, ουσιαστικά, επέβαλε την Αναθεωρητική Βουλή. Ερμηνεύοντας σωστά τα μηνύματα των καιρών, διείδε ότι ο δρόμος της χώρας ήταν ο αστικός εκσυγχρονισμός. Στο ερώτημα ποια ήταν η σχέση του με το κίνημα, ο ίδιος ο Βενιζέλος έδωσε την απάντηση: «Ηρωτήθην αν είμαι εκτελεστής της επαναστάσεως ή δαμαστής αυτής. Και απαντώ: Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Υπήρξα ρυθμιστής της επαναστάσεως».
Ο μετασχηματισμός που είχε υπόψη του ο Βενιζέλος, στόχευε σε μια οικονομικά ισχυρή, ταξικά συνειδητοποιημένη αστική τάξη, με δυνατό αίσθημα προορισμού. Και, για να το πετύχει αυτό, στηρίχθηκε πάνω σε δύο άξονες: Τον πατριωτισμό – τη Μεγάλη Ιδέα – και την ανάπτυξη. Είχε δηλαδή κατανοήσει την αλληλο-εξάρτηση του πατριωτικού με το κοινωνικό.
Κεντρική επιλογή του Βενιζέλου ήταν να επιχειρήσει να προχωρήσει στην ενσωμάτωση των πληθυσμών των ελληνικών περιοχών που ήταν υπόδουλες. Εκμεταλλεύτηκε τα ρήγματα στους σχεδιασμούς των μεγάλων δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, έπαιξε με τους νικητές και έκανε την Ελλάδα των «δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών». Παράλληλα, κινήθηκε δυναμικά στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Με μια σειρά από βασικές και τολμηρές αλλαγές, η χώρα άρχισε να μπαίνει στο δρόμο του αστικού εκσυγχρονισμού. Ας προσέξουμε όμως ένα κρίσιμο σημείο: η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη δεν θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί αν δεν πραγματοποιούνταν η «Μεγάλη Ελλάδα». Ο πληθυσμός του Ελληνικού Κράτους τετραπλασιάσθηκε ανάμεσα στο 1880 και στο 1915. Δημιουργήθηκε έτσι μια μεγάλη εγχώρια αγορά, που έδωσε το δυναμισμό στην οικονομία και στήριξε την ανερχόμενη αστική τάξη.
Δεν θα προχωρήσω πιο πέρα στην αφήγηση της βενιζελικής περιόδου γιατί αυτό δεν είναι το θέμα μας. Ανέφερα μόνο μερικά χαρακτηριστικά γεγονότα που, κατά την γνώμη μου, σχετίζονται με τις συνέπειες του κινήματος στο Γουδί.
Σήμερα βρισκόμαστε και πάλι σε αδιέξοδο. Οι ομοιότητες των συμπτωμάτων του αδιεξόδου ανάμεσα στο 1909 και σήμερα είναι κάτι πάρα πάνω από εντυπωσιακές. Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά: η Δημοκρατία μας έχει πια βαθιές ρίζες. Μπορεί οι θεσμοί της να έχουν απαξιωθεί αλλά δεν έχουν καταλυθεί. Σήμερα δεν χρειαζόμαστε ένα νέο κίνημα στο Γουδί. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι η ανατροπή του πολιτικού συστήματος αλλά η ανατροπή της πολιτικής ατζέντας. Να συζητήσουμε επιτέλους σοβαρά για τα μεγάλα, εθνικά και κοινωνικά προβλήματα του τόπου. Αυτά που σήμερα συζητούνται στη Βουλή και στα παράθυρα των τηλεοράσεων είναι πολιτικά θέματα ήσσονος σημασίας. Τα μεγάλα θέματα, τα εθνικά θέματα και οι μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να σταθούμε στα πόδια μας, δεν συζητούνται, ή τουλάχιστον δεν συζητούνται σοβαρά. Πρέπει όμως να βρούμε το θάρρος να τα συζητήσουμε σοβαρά γιατί μόνο έτσι θα ξαναβρούμε τον εθνικό μας προορισμό. Μέσα στην παγκόσμια ρευστότητα και αβεβαιότητα, μια χώρα που δεν ξέρει πού πάει, που δεν έχει εθνικό προορισμό, δεν μπορεί να προασπίσει τα εθνικά της δίκαια, ούτε να προωθήσει την οικονομική και κοινωνική της ανόρθωση.
Φοβάμαι ότι το πολιτικό σύστημα διστάζει να ανοίξει αυτή την ατζέντα. Ας μη διστάσουμε λοιπόν εμείς, οι πολίτες, να δημιουργήσουμε κίνημα από κάτω, από τη βάση, να πιέσουμε τα κόμματα να αλλάξουν την ατζέντα τους και να ασχοληθούν σοβαρά με τα εθνικά θέματα γιατί οι απειλές είναι ορατές και πρέπει να τολμήσουν τομές στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, απαραίτητες για να βγούμε από τη σημερινή κρίση. Είναι η ώρα να αφυπνισθούν οι συνειδήσεις. Το ζητούμενο είναι μια σύγχρονη, πατριωτική και κοινωνική πλατφόρμα ως κυρίαρχη ιδεολογία της Ελλάδας του 21ου αιώνα.
Ας είμαστε αισιόδοξοι ότι, εκατό χρόνια από σήμερα, η χώρα δεν θα αναζητεί ομοιότητες με το 1909 ή το 2009, γιατί θα είναι μια άλλη Ελλάδα, μια υπερήφανη και ολόπλευρα αναπτυγμένη πατρίδα.