[Η ομιλία αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 48 του Αρχείου Μελετών και Ομιλιών της Τράπεζας της Ελλάδας]

Με ιδιαίτερη χαρά παρίσταμαι στον εορτασμό των 75 χρόνων του Συνδέσμου σας. Έχω έντονη την αίσθηση πως είμαι παρών σε μια πραγματικά ιστορική συγκέντρωση.
Πιστεύω πώς το πνεύμα πού τελικά θα επικρατήσει εδώ θα επηρεάσει αποφασιστικά τη διαδικασία της εκβιομηχάνισης πού ξεκινά και θα σφραγίσει το ρόλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε αυτό τον τομέα.
Θα “θελα κι εγώ, με τη σειρά μου, να διατυπώσω μερικές σκέψεις πάνω στο γενικότερο θέμα της βιομηχανικής ανάπτυξης συμπληρώνοντας έτσι αυτά που ακούσαμε από τον κ. Κυριαζή και τον κ. Παπαλεξόπουλο. Προτείνω να περιορίσω τη δική μου συμβολή σε δυο μόνο αντικείμενα: πρώτο σε μια πολύ συνοπτική ανάλυση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης πού επηρεάζει βαθύτατα την κατάσταση και τις προοπτικές της δικής μας οικονομίας και δεύτερο, στη σκιαγράφηση ορισμένων προβλημάτων πού αφορούν την επενδυτική προσπάθεια στη χώρα μας.
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η δημοσίευση της έκθεσης των εμπειρογνωμόνων του ΟΟΣΑ το 1977 – πού είναι γνωστή ως “Έκθεση McCracken – xαιρετίστηκε ως ένα γεγονός ιδιαίτερης σημασίας και ως μία αποφασιστική συμβολή στην ερμηνεία του στασιμοπληθωρισμού. Όπως είναι γνωστό, ή Έκθεση McCracken αποδίδει τα προβλήματα της δεκαετίας του 1970 σε μια ασυνήθη συγκυρία άτυχων γεγονότων και σφαλμάτων μακροοικονομικής πολιτικής. Η έκθεση καταλήγει σε αισιόδοξα συμπεράσματα γιατί οι συντάκτες της πίστευαν ότι τα ατυχή γεγονότα της περασμένης δεκαετίας δεν πρόκειται να επαναληφθούν και ότι μια «σωστή» μακροοικονομική πολιτική νέο-κλασικού χαρακτήρα θα μπορούσε να «γυρίσει το ρολόι πίσω» και να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για πλήρη απασχόληση και σταθερότητα τιμών, όπως στις πρώτες δύο μεταπολεμικές δεκαετίες.
Την ίδια περίπου εποχή, μια άλλη ομάδα οικονομολόγων – με την οποία είχα την τιμή να συνδεθώ -τόνιζε πώς ο στασιμοπληθωρισμός έχει βαθύτερα αίτια και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με μακροοικονομικά μέτρα, είτε της κεϋνσιανής σχολής είτε της μονεταριστικής ιδεολογίας.
Τα γεγονότα πού ακολούθησαν και oι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες πού εξακολουθούν να επικρατούν στις χώρες του ΟΟΣΑ, έχουν πείσει τη μεγάλη τουλάχιστο πλειοψηφία των παρατηρητών ότι ή Έκθεση McCracken δεν ερμηνεύει σωστά την κρίση. Σήμερα, οι περισσότεροι οικονομολόγοι παραδέχονται πώς τα προβλήματα πού αντιμετωπίζει ή διεθνής οικονομία δεν είναι κυκλικής φύσης. Πράγματι, ή ερμηνεία πού κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος είναι ότι, στη μακροχρόνια διαδικασία ανέλιξης της διεθvούς οικονομίας, εξαίρεση του κανόνα αποτελεί, όχι ,ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970, αλλά ή ευημερία και ή σχετική σταθερότητα πού χαρακτήριζαν τη μεταπολεμική περίοδο έως τον Αύγουστο του 1971.
Θα “θελα να τονίσω αυτό το σημείο γιατί το θεωρώ βασικής σημασίας. Φοβάμαι πώς μια ολόκληρη δεκαετία χάθηκε περιμένοντας, μάταια βέβαια, να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις αυτής «της ατυχούς συγκυρίας» με μια σειρά παραδοσιακών μακροοικονομικών μέτρων. «0σο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε την αποκλειστική ιδιαιτερότητα της μεταπολεμικής ευημερίας τόσο πιο εύκολα θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ευνοϊκές συνθήκες για ένα vέο πρότυπο διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης πού θα ανταποκρίνεται στις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες και στη νέα οικονομική τάξη.
Δεν είναι βέβαια αυτής της στιγμής να μπούμε σε μια βαθύτερη ανάλυση των οικονομικών διαδικασιών στη μεταπολεμική περίοδο, αλλά θα ήθελα να απαριθμήσω τούς κύριους παράγοντες πού συντέλεσαν στην εντυπωσιακή ανάπτυξη πού παρατηρήθηκε στην περίοδο 1945–1971 παράγοντες πού είναι απίθανο να ξαναδράσουν με την ίδια ένταση και τον ίδιο συγχρονισμό.
Προσωπικά, πιστεύω ότι το βασικό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής περιόδου 1945-1971 ήταν ή μεγάλη ανισότητα αvάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ όσο αφορά τα επίπεδα παραγωγής και παραγωγικότητας και την τεχνολογική τους στάθμη. Από τη μια μεριά, οι HΠA βγήκαν από τον πόλεμο ως ή αναμφισβήτητη ηγέτιδα οικονομική δύναμη. Από την άλλη μεριά, ή Δυτική Ευρώπη και ή Ιαπωνία είχαν να αντιμετωπίσουν το γιγαντιαίο έργο της οικονομικής τους ανοικοδόμησης. Αυτές οι τεράστιες δυνατότητες επενδύσεων και εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας μαζί με την προσφορά υψηλής τεχνολογίας από την Αμερική δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για ανάπτυξη. Μπορούμε, δηλαδή, να δούμε το πρότυπο ανάπτυξης αυτής της περιόδου ως μια προσπάθεια – επιτυχή -από την πλευρά της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας να κλείσουν το χάσμα παραγωγικότητας και τεχνολογίας πού τις χώριζε από τις ΗΠΑ.
Η μεταπολεμική ανάπτυξη δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εάν, πέρα από τις παραπάνω συνθήκες, δεν συνέτρεχαν και οι εξής παράγοντες: .
πρώτο: Άφθονη προσφορά εργασίας.
Δεύτερο: Άφθονες και φθηνές πρώτες ύλες πού εισάγονται κυρίως από τον Τρίτο Κόσμο.
Τρίτο: Τεράστια αποθέματα τροφίμων, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, πού βοήθησαν στη συγκράτηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα.
Η ύπαρξη άφθονης και σχετικά φθηνής εργασίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκβιομηχάνιση της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ή αύξηση της προσφοράς εργασίας ήταν αποτέλεσμα μιας συνεχούς μετατόπισης του πληθυσμού από την ύπαιθρο στα βιομηχανικά κέντρα. Σε χώρες πού ή εσωτερική μετανάστευση δεν ήταν αρκετή, το κενό καλύφθηκε από κύματα μετανάστευσης εργατών από τις γειτονικές χώρες, κυρίως από τη Νότια Ευρώπη. Οι συνθήκες αυτές στον εργατικό τομέα εξηγούν γιατί το κλίμα πού επικρατούσε στις σχέσεις εργάτη – εργοδότη ήταν σχετικά ήπιο, τουλάχιστο έως το 1966.
Οι επενδύσεις στο βιομηχανικό τομέα δεν θα είχαν όμως πραγματοποιηθεί τουλάχιστο στην έκταση πού παρατηρήθηκε – εάν δεν είχε εξασφαλιστεί ταυτόχρονα και μια σχετική σταθερότητα στις τιμές. H σταθερότητα των τιμών εξασφαλίστηκε κυρίως από τις ευνοϊκές συνθήκες πού επικράτησαν στις διεθνείς αγορές για αγροτικά προϊόντα, μεταλλεύματα και πετρέλαιο. (Όλες αυτές οι αγορές χαρακτηρίζονταν από υπεράφθονη προσφορά πού είχε ως αποτέλεσμα τη συγκράτηση των τιμών σε σχετικά χαμηλά και σταθερά επίπεδα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ή ανάγκη επέμβασης του Κράτους στον παραγωγικό τομέα δεν χρειάστηκε να είναι σημαντική. Ο προγραμματισμός της ανάπτυξης περιορίστηκε στην άσκηση μακροοικονομικής πολιτικής, ενώ ο ιδιωτικός τομέας ανέλαβε σχεδόν ολοκληρωτικά την πραγματοποίηση των επενδύσεων στη βιομηχανία.
Η κρίση αυτού τού προτύπου ανάπτυξης πού άρχισε να εκδηλώνεται από την άνοιξη του 1966, ξέσπασε τον Αύγουστο του 1971 όταν ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ κατέλυσε μονομερώς- το διεθνές νομισματικό καθεστώς του Bretton Woods. Έτσι, ο τετραπλασιασμός της τιμής του πετρελαίoυ στα τέλη του 1973 και τις αρχές του 1974, από τις χώρες του ΟΠΕΚ, απλώς επισημοποίησε το τέλος της περιόδου της μεταπολεμικής ευημερίας.
Κοιτάζοντας τώρα αυτά τα δραματικά γεγονότα με τη σχετική αντικειμενικότητα της χρονικής απόστασης, βλέπουμε καθαρά αυτό πού ήταν κάπως αόριστο στη σκέψη μας τότε, δηλαδή ότι ή κρίση οφειλόταν στη σταδιακή εξαφάνιση των ειδικών παραγόντων πού ανέφερα. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, ή μεταπολεμική ευημερία κατανάλωσε τούς ίδιους τούς ιστορικούς παράγοντες πού τη στηρίξανε – μια κλασική περίπτωση εντροπίας του συστήματος.
Πρώτα απ” όλα, το χάσμα πού χώριζε τις ΗΠΑ από τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ μίκραινε συνεχώς, και στα μέσα της δεκαετίας του 1960 το ατσάλι της Ευρώπης και τα Toyotas της Ιαπωνίας άρχισαν να κατακτούν τις ίδιες τις αμερικανικές αγορές. Αυτό σήμαινε ότι οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις περνάγανε από ένα ηγεμονικό σ ‘ένα πλουραλιστικό σύστημα. Ξέρουμε πώς τα πλουραλιστικά συστήματα τείνουν, από τη φύση τους, να είναι ασταθή, γιατί τα πολλαπλά κέντρα οικονομικών αποφάσεων βρίσκονται συχνά σε σύγκρουση μεταξύ τους. Το φαινόμενο αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες το βάρος των οικονομικών αποφάσεων έχει σαφώς μετατοπιστεί από τον κυβερνητικό Τομέα προς τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.
Αλλά και οι αντικειμενικές συνθήκες στις κύριες αγορές άλλαξαν ριζικά. Πρώτο, τα μεγάλα περιθώρια προσφοράς εργασίας είχαν σχεδόν εξαντληθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Δεύτερο, τόσο στον τομέα των πρώτων υλών όσο και στον τομέα των τροφίμων, ή άνοδος της προσφοράς άρχισε να υπολείπεται από την αύξηση της ζήτησης, ιδιαίτερα προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, γιατί το κέρδος και ή αμοιβή εργασίας σε αυτούς τούς τομείς ήταν καθαρά κατώτερα από τα αντίστοιχα επίπεδα πού επικρατούσαν στη βιομηχανία. Τρίτο, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου άρχισαν να παίρνουν στα δικά τους χέρια τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών. Στην περίπτωση του πετρελαίου, ή πολιτική των χωρών του ΟΠΕΚ έβαλε σε ιδιαίτερη δοκιμασία τα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης πού στηρίζονταν σε φθηνή ενέργεια.
Εάν αυτή ή ιστορική ανασκόπηση σας κούρασε, σας ζητώ συγνώμη, αλλά το θεώρησα απαραίτητο να βγει το σωστό συμπέρασμα από τη μεταπολεμική εμπειρία. Υπάρχει ακόμα κίνδυνος, τόσο στο διεθνές επίπεδο όσο και στους εθνικούς χώρους, να επιζητήσουμε – με κάποιο ρομαντισμό – την αναβίωση των συνθηκών παραγωγής της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Πρέπει να καταλάβουμε όμως ότι δεν μπορούμε πια να ακολουθήσουμε μια πολιτική ανάπτυξης πού στηρίζεται σε φθηνή εργασία, φθηνές πρώτες ύλες και ανεξάντλητες πηγές ενέργειας. Το αναπτυξιακό πρόβλημα θα βρει τη λύση του στα πλαίσια ενός άλλου προτύπου – ενός προτύπου πού τώρα σφυρηλατείται σε αρκετές χώρες και νομίζω πώς πρέπει όλοι μας να είμαστε ικανοποιημένοι πού και ή χώρα μας βρίσκεται στην πρωτοπορία για την καθιέρωση ενός νέου προτύπου ανάπτυξης.
Παίρνοντας την παγκόσμια οικονομία ως σύνολο, είναι φανερό πώς ολόκληρη ή δεκαετία του 1980 θα πρέπει να χαρακτηριστεί μεταβατική περίοδος από το παλιό στο νέο πρότυπο ανάπτυξης. Σε όλη αυτή την περίοδο θα πρέπει να περιμένουμε ένα ρυθμό ανάπτυξης αρκετά χαμηλό. Υπολογίζω ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, μπορεί να μην υπερβεί το 2,4% το χρόνο. Για σύγκριση, σας υπενθυμίζω ότι, στη μεταπολεμική περίοδο, ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν σχεδόν 5%. Οι υπολογισμοί μου βασίζονται στην υπόθεση ότι οι ισχύουσες δομές δεν πρόκειται να επιτρέψουν ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας πάνω από 1,8% ενώ ή προσφορά εργασίας δεν προβλέπεται να αυξάνεται με ρυθμό πάνω από 0,6% το χρόνο.
Όσο αφορά τις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, πού κι αυτές αντιμετωπίζουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, οι προβλέψεις είναι ότι στη δεκαετία του 1980 ο μέσος ρυθμός αύξησης της παραγωγής θα είναι σημαντικά κατώτερος από εκείνον που πραγματοποιήθηκε στη μεταπολεμική περίοδο.
Σε αντίθεση με τις αναπτυγμένες χώρες, ο Τρίτος Κόσμος έχει τεράστιο δυναμικό ανάπτυξης σε αυτή τη δεκαετία. Υπολογίζω ότι οι χώρες του Τρίτου Κόσμου μπορούν να αναπτυχθούν, κάτω από ορισμένες ευνοϊκές προϋποθέσεις, με ένα μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, σε πραγματικούς όρους, της τάξης του 6 -7%. Γ ι” αυτό το λόγο, προβλέπεται ότι ο ανταγωνισμός των αναπτυγμένων χωρών θα στραφεί κυρίως στην κατάκτηση νέων αγορών του Τρίτου Κόσμου. Παρά τον ισχυρό ανταγωνισμό που προβλέπεται, ή Ελλάδα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα πού αν τα εκμεταλλευτούμε σωστά θα μπορέσουν να συμβάλουν σημαντικά στη λύση του εξαγωγικού μας προβλήματος.
ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ
Από τις διεθνείς προοπτικές θάθελα τώρα να περάσω στους δικούς μας προβληματισμούς για τη δεκαετία του 1980. Για να αξιοποιηθεί το αναπτυξιακό δυναμικό μας, πιστεύω πώς θα μας χρειαστούν μέσοι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ – σε σταθερές τιμές – πολύ υψηλότεροι από εκείνους των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ και πού πιθανόν πλησιάζουν το 6%. Αυτό, βέβαια, σημαίνει πώς ή ασυμμετρική εξάρτηση της οικονομικής μας πορείας από τις συνθήκες πού επικρατούν στη διεθνή οικονομία πρέπει να χαλαρωθεί αισθητά.
Οι επιπτώσεις αυτού του απλού συλλογισμού πάνω στο πρόγραμμα των επενδύσεων είναι οι έξης: πρώτο, ο όγκος των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ πρέπει να αυξηθεί σημαντικά, από 17% πού είναι σήμερα σε 23%, κι αυτό πρέπει να γίνει όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Δεύτερο, το αυξημένο προϊόν πού θα προκύψει από τις επενδύσεις πρέπει να συμβάλει αποφασιστικά στη χαλάρωση του αναπτυξιακού περιορισμού πού μας επιβάλλει ή σημερινή δομή του ισοζυγίου πληρωμών.
Από αυτά πού είπα πριν για τις προοπτικές της διεθνούς οικονομίας βγαίνει το συμπέρασμα πώς ένα εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν θα ήταν εφικτό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πώς δεν πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στην προώθηση των εξαγωγών μας. Αντίθετα, πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε προσπάθεια για να ενισχύσουμε ένα συντονισμένο και ανταγωνιστικό εξαγωγικό πρόγραμμα, ιδίως προς τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Αλλά όσο και να πετύχει το πρόγραμμα προώθησης των εξαγωγών μας, δεν θα μπορέσει, μόνο του, να καλύψει το ελλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών που αναγκαστικά θα προκύψει από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης της δικής μας οικονομίας και εκείνους των άλλων χώρων του ΟΟΣΑ. Γι” αυτό το λόγο πιστεύω πώς ή εσωτερική μας αγορά θα αποτελέσει τον κύριο μοχλό του αναπτυξιακού μας προτύπου. Εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι δεν μιλάω για υποκατάσταση των εισαγωγών κάτω από καθεστώς προστασίας. Αντίθετα, μιλάω για ένα διεθνώς ανταγωνιστικό πρόγραμμα επενδύσεων το οποίο θα φέρει την παραγωγή μας πιο κοντά στα πρότυπα της εσωτερικής κατανάλωσης πού θα ανακύψουν από τη διαδικασία της ανάπτυξης και μιας δίκαιης κατανομής του εθνικού εισοδήματος.
Αυτές οι γενικές παρατηρήσεις δίνουν, νομίζω, μια πρόχειρη απάντηση στο βασικό ερώτημα «σε ποιους κλάδους της οικονομίας θα γίνουν οι επενδύσεις». Λεω «πρόχειρη» απάντηση γιατί αυτό το θέμα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά μέσα στα πλαίσια του πενταετούς προγράμματος. H προσωπική μου γνώμη είναι ότι το πρότυπο ανάπτυξης πού συζητάμε δεν θα χαρακτηρίζεται από μεγάλη συγκέντρωση της δραστηριότητας σε ένα η σε λίγους κλάδους. Βλέπω τις νέες επενδύσεις να καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής μας δραστηριότητας. Κι αυτό δεν είναι θέμα προτίμησης είναι ζήτημα αντικειμενικών οικονομικών συνθηκών.
Ένα άλλο ερώτημα πού αναπόφευκτα ανακύπτει είναι : «Ποιοι θα είναι οι φορείς του επενδυτικού προγράμματος». Παρακολουθώ από κοντά τις δημόσιες συζητήσεις και φοβάμαι πώς δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να θέσουμε το θέμα σωστά. Οι συζητήσεις, συνήθως, σχετίζονται με το αν οι επενδύσεις θα γίνουν από το δημόσιο τομέα η από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο υπαινιγμός πίσω απ” αυτό το δίλημμα είναι ότι οι αυξημένες επενδύσεις του δημόσιου τομέα θα εκτοπίσουν αναγκαστικά τις ιδιωτικές επενδύσεις. Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω με αυτή την άποψη.
Από αυτά πού είπα πριν σχετικά με τη διεθνή οικονομία, θα πρέπει να έχει γίνει φανερό ότι σήμερα μιλάμε για ένα διαφορετικό επενδυτικό πρόγραμμα, με μεγαλύτερους κινδύνους, τεράστιες τεχνολογικές απαιτήσεις και λιγότερο κέρδος. Η ενισχυμένη παρουσία του κοινωνικού συμφέροντος στο πρόγραμμα των επενδύσεων δεν παρουσιάζεται σήμερα ως θέμα προτίμησης μόνο είναι ιστορική ανάγκη. Και εδώ θα ήθελα να ρωτήσω : τι προτιμάει άραγε ο ιδιωτικός τομέας, μια φιλελεύθερη οικονομία σε παρακμή η μια δυναμική οικονομία πού αφήνει άνετα περιθώρια στον ιδιωτικό τομέα να αναπτυχθεί μαζί με το δημόσιο τομέα;
Εγώ, προσωπικά, δεν τοποθετώ τον προβληματισμό μου εκεί. Το δικό μου το ερώτημα – η ανησυχία αν θέλετε – είναι εάν τα ταλέντα πού υπάρχουν στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα θα αρκέσουν για να φέρουμε σε πέρας το τεράστιο επενδυτικό πρόγραμμα για το οποίο μιλάμε. Χωρίς να είμαι απαισιόδοξος, θα ήθελα να τονίσω ότι μόλις καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τούς περιορισμούς πού θέτει το ισοζύγιο πληρωμών, ο επόμενος περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξή μας θα είναι ή προσφορά του ειδικευμένου προσωπικού πού θα χρειαστεί για τις νέες δημόσιες και ιδιωτικές επενδυτικές δραστηριότητες.
Είναι, βέβαια, σωστό ότι όσο και αν έχει πεισθεί ο ιδιωτικός τομέας ότι υπάρχουν σημαντικότατα πεδία δράσης, ιδιωτικές επενδύσεις δεν θα πραγματοποιηθούν πριν καθοριστούν οι «κανόνες του παιχνιδιού». Πιστεύω πώς ή περάτωση της νομοθετικής εργασίας για τα κίνητρα θα είναι το πρώτο σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.
Έως τώρα το βάρος για τη δημιουργία πρόσφορου κλίματος έχει πέσει σχεδόν ολοκληρωτικά στην Κυβέρνηση. Και φυσικά δεν μπορούσε να ήταν αλλιώς, τουλάχιστο στα πρώτα καθοριστικά βήματα. Τώρα που η ατμόσφαιρα ξεκαθαρίζει ,σκέφτομαι πως ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να αρχίσει να παίρνει εποικοδομητικές πρωτοβουλίες. Δε θα έπρεπε να αρχίσει μας ανακοινώνει τι θα κάνει ο ίδιος για την ανάπτυξη της οικονομίας μας. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες θα ενισχύσουν πολύ το δημιουργικό διάλογο με όλες τις παραγωγικές τάξεις και με τους κυβερνητικούς παράγοντες. Θα βοηθήσουν επίσης, στη συγκεκριμενοποίηση των σχεδίων και της μορφής συνεργασίας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Πάνω σε αυτό το θέμα θα ήθελα να προτείνω για εξέταση τόσο από την Κυβέρνηση όσο και από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών τη δυνατότητα καθιέρωσης του θεσμού των «προγραμματικών συμφωνιών» ως ένα τρόπο δημιουργικής συνεργασίας μεταξύ της Κυβέρνησης και του ιδιωτικού τομέα .
Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι για να επιτευχθούν οι παραπάνω επενδυτικοί στόχοι χρειάζεται εκσυγχρονισμός του πιστωτικού συστήματος. Με την επικείμενη κατάργηση της Νομισματικής Επιτροπής, η ευθύνη για το έργο αυτό περvάει κατά ένα μεγάλο μέρος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι ή Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και ολόκληρο το πιστωτικό σύστημα θα κάνουν ότι είναι δυνατό για να υποβοηθήσουν την υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος. Στην έκθεσή μου στη Γεvική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος είχα την ευκαιρία να διατυπώσω τις απόψεις μου για τη νομισματική και πιστωτική πολιτική μας. Εδώ θα ήθελα μόνο να υπογραμμίσω, σε πολύ γεvικές γραμμές, τις ειδικότερες επιδιώξεις στη σφαίρα της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, οι οποίες είναι :
Πρώτο, να δημιουργηθεί ένα περισσότερο αποτελεσματικό και ευέλικτο πιστωτικό σύστημα πού θα εξυπηρετεί τούς στόχους και τις προτεραιότητες πού κάθε φορά θέτει ή κυβερvητική πολιτική.
Δεύτερο, να αποκτήσουν άνετη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση όλες οι επιxειρηματικές μονάδες, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, εφόσον είναι ανταγωvιστικές η συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις να αναπτυχθούν σε αvταγωvιστικές επιxειρήσεις. Είναι γνωστό ότι οι ατέλειες της έλληvικης τραπεζικής πιστωτικής αγοράς είναι πολύ μεγάλες και αποβαίνουν σε βάρος των μικρού και μεσαίου μεγέθους επιxειρήσεωv, όπως και των νέων επιxειρήσεωv, των οποίων ή ανάπτυξη σε πάρα πολλές περιπτώσεις προσκρούει στην ανεπάρκεια κεφαλαίων, μολονότι μπορεί να συγκεντρώνουν όλες τις άλλες προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν και να γίνουν ανταγωνιστικές.
Τρίτο, να οργανωθεί ο πιστωτικός έλεγχος σε νέες βάσεις, με αντικειμενικό σκοπό να γίνει περισσότερο αποτελεσματικός και να συντελέσει στην παραγωγική χρησιμοποίηση των τραπεζικών πιστώσεων.
Τέταρτο, να αναμορφωθεί ή πολιτική επιτοκίων. Παρατηρείται σχετικά ότι σήμερα ισχύει μια διάρθρωση και ένας διαφορισμός επιτοκίων πού σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις μπορεί να έχουν οικονομική ή κοινωνική δικαιολόγηση. Επίσης, ή μεγάλη ποικιλία επιτοκίων και ο τρόπος επιδότησής τους, σε πολλές περιπτώσεις μέσω του τραπεζικού συστήματος, μειώνουν την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, ενθαρρύνουν τις διαρροές πιστώσεων σε ανεπιθύμητους σκοπούς, ωθούν τις επιχειρήσεις να επιδιώκουν την πραγματοποίηση κερδών από χρηματομεσιτικές δραστηριότητες και έχουν δυσμενείς επιπτώσεις και στο ισοζύγιο πληρωμών. H λύση πού αντιμετωπίζεται είναι να επιδιωχθεί μια βαθμιαία προσέγγιση των επιτοκίων και τελικά ή επιδότησή τους, όπου είναι αναγκαία, να γίνεται έξω από τον πιστωτικό μηχανισμό και από πόρους πού θα προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό η από ειδικά έσοδα πού θα νομοθετηθούν.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn