Σας ευχαριστώ που δεχτήκατε την πρόσκλησή μου και ήρθατε να με ακούσετε.
Θυμάστε ότι, ευθύς μόλις ανέλαβα τα καθήκοντα του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας, σας είχα πει ότι πριν από την εξαγγελία συγκεκριμένων μέτρων στον οικονομικό τομέα, θα ήταν χρήσιμο να δοθεί στη δημοσιότητα το γενικότερο πλαίσιο της οικονομικής μας πολιτικής. Πιστεύω πως τα μέτρα που θα αρχίσουν να εξαγγέλλονται από το Σεπτέμβριο δεν θα είναι εύκολο – θα έλεγα πως είναι αδύνατο – να αξιολογηθούν σωστά, εάν δεν τα δούμε μέσα στο πλαίσιο των εναλλακτικών λύσεων και με αναφορά στους απώτερους στόχους μας. Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι η αλληλεξάρτηση των μέτρων αυτών επιβάλλει φροντισμένη και συντονισμένη εργασία σε ολόκληρο τον οικονομικό τομέα. Η εργασία που πραγματοποιείται στο Κυβερνητικό Συμβούλιο και στην Επιτροπή Τιμών και Εισοδημάτων εξασφαλίζουν τον συντονισμό αυτό των κυβερνητικών μέτρων.
Σήμερα θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα γενικό πλαίσιο που αφορά κυρίως τον κύκλο «Επενδύσεις – Βιομηχανία – Ανάπτυξη».
Θα ήθελα όμως να τονίσω ότι αυτό το πλαίσιο δεν είναι ολοκληρωμένο γιατί δεν αναφέρεται σε άλλους βασικούς τομείς, όπως ο αγροτικός τομέας, για τους οποίους θα πρέπει να μιλήσουμε συγκεκριμένα και διεξοδικά μίαν άλλη φορά. Δεν εξετάζει άλλωστε τους μακροχρόνιους στόχους ανάπτυξης και τις κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής, θέματα στα οποία θα αναφερθεί ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του, στις 11 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟ 1982
Εδώ και δέκα μήνες, οι Κασσάνδρες – και Κασσάνδρες πάντοτε βρίσκονται – είχαν προβλέψει την κατάρρευση της οικονομίας πριν ακόμη φθάσουμε στην άνοιξη του 1982. Προέβλεψαν εφιαλτικούς ρυθμούς πληθωρισμού, μείωση της παραγωγής, εξανέμιση των συναλλαγματικών μας αποθεμάτων, τεράστια ανοίγματα στο ισοζύγιο πληρωμών, ακόμη και αποστολές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να επιβάλουν τάξη σε μία χρεωκοπημένη οικονομία.
Αυτές οι προβλέψεις θα είχαν πιθανόν πραγματοποιηθεί, εάν αφήναμε τις τάσεις του παρελθόντος να συνεχιστούν απρόσκοπτα. Πράγματι, τα διαρθρωτικά προβήματα της οικονομίας σε συνδυασμό με την εξωτερική οικονομική συγκυρία και τις συγκεκριμένες επιλογές της οικονομικής πολιτικής που είχαν ακολουθηθεί, οδηγούσαν την οικονομία μας σε μία επικίνδυνη πορεία: Ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού από 12,5% το 1978, έφθασε το 24,5% το 1981. Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν που αυξήθηκε κατά 6,4% μέσα στο 1978 παρουσίασε κάμψη κατά 1,5% το 1981. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε από 955 εκατ. δολλ. Το 1979 σε 2.408 εκατ. δολλ. Το 1981. Τα συναλλαγματικά μας αποθέματα σημείωναν κατακόρυφη πτώση κάθε χρόνο. Έτσι, από το Δεκέμβριο του 1980 έως το Δεκέμβριο του 1981, τα συναλλαγματικά μας αποθέματα μειώθηκαν κατά 1.100 εκατ. δολλ., πέφτοντας στο επίπεδο των 1.200 εκατ. δολλ. στο τέλος του 1981.
Μέσα στο 1982, το κατρακύλισμα της ελληνικής οικονομίας ανακόπηκε και σήμερα η κατάσταση εμφανίζεται πολύ διαφορετική από εκείνη που είχαν προβλέψει οι απαισιόδοξοι. Η επιτάχυνση των πληθωριστικών ρυθμών σταμάτησε και υπάρχουν φέτος καλές προοπτικές για ένα χαμηλότερο επίπεδο πληθωρισμού και ένα μικρότερο άνοιγμα στο ισοζύγιο πληρωμών.
Τα σημερινά συναλλαγματικά μας αποθέματα βρίσκονται στο επίπεδο του Δεκεμβρίου του 1981. Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν εμφανίζει σημεία ανάκαμψης, παρά το γεγονός ότι η βαθειά διεθνής οικονομική κρίση έχει επιδράσει ανασταλτικά στην οικονομική μας δραστηριότητα. Τέλος, θα ήθελα να προσθέσω ότι όλες αυτές οι σχετικές θετικές εξελίξεις συνοδεύθηκαν από μία πολιτική ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος υπέρ των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων.
Τα στοιχεία αυτά τα αναφέρω, χωρίς καμία διάθεση θριαμβολογίας. Τα παραθέτω γιατί υπογραμμίζουν ένα σημαντικό γεγονός: Μέσα στο 1982, άλλαξε η τροχιά. Από το κατρακύλισμα που προμήνυαν οι τάσεις του παρελθόντος δημιουργούνται προϋποθέσεις για μια ανοδική πορεία. Θα ήθελα, τώρα, να σας μιλήσω για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας σε αυτή τη νέα περίοδο.
Ο ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ.
Στην καθημερινή μας ζωή, ερχόμαστε αντιμέτωποι με σημαντικά οικονομικά προβλήματα: Τον πληθωρισμό, την ανεργία, τη χειροτέρευση της ποιότητας των υπηρεσιών κλπ. Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζονται ίσως μας δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για ξεχωριστά θέματα. Στην πραγματικότητα όμως, δεν πρόκειται παρά για τις παθολογικές εκδηλώσεις ενός και μόνο φαινομένου: της χαμηλής παραγωγικότητας της οικονομίας μας. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η παραγωγικότητα στις οικονομίες των χωρών της ΕΟΚ είναι τουλάχιστον διπλάσια από την παραγωγικότητα στην ελληνική οικονομία. Το χάσμα που μας χωρίζει στον τομέα αυτό αυξάνει με την πάροδο του χρόνου.
Αποτέλεσμα αυτής της χαμηλής παραγωγικότητας είναι το να χάνουμε συνεχώς παραδοσιακές αγορές μας στο εξωτερικό, τη στιγμή που οι εισαγωγές εξακολουθούν να εκτοπίζουν την εγχώρια παραγωγή μας ακόμη και σε προϊόντα απλής τεχνολογίας.
Το χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας οφείλεται κυρίως στους εξής παράγοντες:
Πρώτο, στο συγκριτικά χαμηλό ύψος των επενδύσεων σε σχέση με το ακαθάριστο εθνικό προϊόν. Ιδιαίτερα οι επενδύσεις κεφαλαιουχικού εξοπλισμού είναι από τις χαμηλότερες στον κόσμο.
Δεύτερο, στο γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων είχε διοχετευθεί στα περασμένα χρόνια σε τομείς που σήμερα έχουν πάψει να είναι διεθνώς ανταγωνιστικοί.
Τρίτο, στις δυσμενείς συνθήκες παραγωγής που χαρακτηρίζουν πολλές επιχειρήσεις. Χαμηλή ποιότητα διαχείρισης, διαρροή τραπεζικών πιστώσεων σε μη παραγωγικούς σκοπούς, αποξένωση του εργατικού δυναμικού και χαλάρωση της εργατικότητας. Όμως, ένα τόσο χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας δεν συμβιβάζεται με τις προσδοκίες του καταναλωτικού κοινού, να πλησιάσει τα πρότυπα της κατανάλωσης των ανεπτυγμένων χωρών. Όπως σε μία οικογένεια έτσι και στην εθνική οικονομία δεν μπορεί κανείς να καταναλώνει συνέχεια περισσότερο από ό,τι παράγει. Στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας, η αντίφαση ανάμεσα στο ύψος της παραγωγής και στη ροπή για αυξημένη κατανάλωση δημιουργεί νοσηρές καταστάσεις που τα συμπτώματά τους είναι Πληθωρισμός, Ανεργία και Ελλείμματα στο Ισοζύγιο Πληρωμών.
Οι εναλλακτικές λύσεις που προσφέρονται είναι δύο:
Η πρώτη λύση θα ήταν ο περιορισμός της κατανάλωσης στα επίπεδα που συμβιβάζονται με το ύψος της εθνικής παραγωγής. Αυτή η λύση επιτυγχάνεται συνήθως με τη μείωση των πραγματικών μισθών και ημερομισθίων, με προγράμματα λιτότητας.
Η δεύτερη είναι να κτυπηθεί το κακό στις ρίζες του και να αυξηθεί άμεσα η παραγωγικότητα της οικονομίας και η παραγωγή με νέες επενδύσεις.
Χωρίς καμία αμφιταλάντευση, η Κυβέρνηση ακολουθεί την τελευταία, την αναπτυξιακή λύση. Γιατί είναι η προτιμότερη από άποψη κοινωνική και προσφορότερη από άποψη οικονομική. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η αναπτυξιακή λύση είναι και η πιο εύκολη. Κάθε άλλο: Απαιτεί χρόνο, κόπο, συντονισμό και εμμονή στους μακροχρόνιους στόχους. Προϋποθέτει, επίσης, και ένα κλίμα συνεργασίας μεταξύ όλων των παραγωγικών τάξεων και ένα συνεχή διάλογο ανάμεσα στις παραγωγικές τάξεις και την κυβέρνηση. Προϋποθέτει τέλος, την ενεργό συμμετοχή και συμπαράταξη των εργαζομένων, καθώς και τη δημιουργία απαραίτητων μηχανισμών και θεσμών που θα εξασφαλίζουν μία δίκαιη διανομή του εθνικού εισοδήματος.
Ο ελληνικός λαός απαιτεί την εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων και η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει σταθερά στο αναπτυξιακό επενδυτικό της πρόγραμμα και να τοποθετήσει τη χώρα μας στη χορεία των τεχνολογικά ανεπτυγμένων χωρών.
ΟΙ ΠΌΡΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Από αυτές τις σκέψεις μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι μιλάμε για ένα επενδυτικό πρόγραμμα που θα απαιτήσει σημαντικούς πόρους. Το ερώτημα που τίθεται είναι: Πού θα βρεθούν οι πόροι για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων;
Ιστορικά, τόσο στις χώρες του δυτικού κόσμου, όσο και στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι επενδυτικοί πόροι ήρθαν από μια δραστική συμπίεση της κατανάλωσης των εργατικών μαζών. Όπως σας ανέφερα προηγουμένως, εμείς έχουμε αποκλείσει αυτή τη λύση.
Υπάρχει βέβαια και ο εξωτερικός δανεισμός. Η πρόθεσή μας είναι να χρησιμοποιήσουμε αυτή την πηγή χρηματοδότησης με μέτρο και σύνεση. Γι” αυτό, ο εξωτερικός δανεισμός θα παίξει συμπληρωματικό μόνο ρόλο στη χρηματοδότηση των επενδύσεων.
Ο δικός μας αντικειμενικός σκοπός είναι να χρηματοδοτήσουμε τις νέες επενδύσεις από δύο πηγές. Η πρώτη πηγή θα είναι η αύξηση της οριακής ροπής για αποταμίευση. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο ένα σχετικά μεγαλύτερο ποσοστό του αυξανόμενου εισοδήματος θα διοχετεύεται στην αποταμίευση. Έτσι, η συνολική κατανάλωση θα αυξάνεται, βέβαια, αλλά με ρυθμό που θα είναι χαμηλότερος από το ρυθμό αύξησης του εθνικού εισοδήματος. Φυσικά, αυτός ο μηχανισμός χρηματοδότησης θα αποδώσει μακροχρόνια. Στο άμεσο μέλλον, οι επενδυτικοί πόροι θα έρθουν από μία άλλη πηγή, δηλαδή από την αποδέσμευση των πόρων που τώρα χρηματοδοτούν διαχειριστικά ελλείμματα του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Ένα από τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της οικονομίας μας είναι ότι τα διαχειριστικά ελλείμματα, τόσο του δημόσιου όσο και εκείνα των λεγόμενων ιδιωτικών προβληματικών επιχειρήσεων, απορροφούν ένα σημαντικό μέρος των εθνικών αποταμιεύσεων. Εάν οι αποταμιεύσεις που διοχετεύονται στην κάλυψη αυτών των ελλειμμάτων ελευθερωθούν, τότε θα είμαστε σήμερα σε θέση να αυξήσουμε σημαντικά το ύψος των επενδύσεων.
ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ.
Σχετικά με τα ελλείμματα του Κρατικού τομέα, θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι η κυβέρνηση έχει σαν στόχο τη σημαντική μείωση του ελλείμματος ως ποσοστού του εθνικού εισοδήματος για το 1982. Δεν είναι η ώρα να γίνει μία αξιολόγηση των αποτελεσμάτων σε αυτόν τον τομέα. Αυτή η αξιολόγηση θα γίνει προς τα τέλη του χρόνου μέσα στο πλαίσιο της συζήτησης για τον προϋπολογισμό του 1983. Θα ήθελα όμως να εξετάσω τα ελλείμματα των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να είναι σήμερα πολύ χαμηλότερα.
Βέβαια, πολλές φορές, η τιμολογιακή πολιτική που ακολουθεί μία κυβέρνηση για τις υπηρεσίες αυτών των επιχειρήσεων μπορεί να προκαλέσει διαχειριστικά ελλείμματα. Αυτά τα ελλείμματα αντιπροσωπεύουν ένα τρόπο ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος προς όφελος των ασθενέστερων εισοδηματικών στρωμάτων. Αλλά, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι τα σημαντικά ελλείμματα που παρουσιάζονται σήμερα δεν οφείλονται τόσο στην τιμολογιακή πολιτική, όσο – κυρίως – στο χαμηλό αυτή η διαπίστωση δεν χωράει αμφισβήτηση. Καθένας μας που έρχεται σε επαφή με αυτούς τους οργανισμούς ξέρει πως υπάρχουν σημαντικά περιθώρια νοικοκυρέματος και βελτίωσης της ποιότητας των υπηρεσιών τους. Είναι νομίζω καιρός αυτοί οι οργανισμοί και επιχειρήσεις να μετατραπούν από φορείς συγκαλυμμένης βοήθειας υποαπασχολούμενου προσωπικού και διαπομπής της έννοιας του κοινωνικοποιημένου τομέα σε σκαπανείς τεχνολογικής προόδου και πρότυπα αποτελεσματικής οργάνωσης.
Φυσικά, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων έχουν την κύρια ευθύνη για τη βελτίωση της παραγωγικότητάς τους. Το έργο είναι επείγον και σημαντικό και θα ήθελα να τονίσω ότι, αν αυτά τα ελλείμματα εξακολουθήσουν, θα διακυβεύουν την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης και το αναπτυξιακό μας πρόγραμμα. Τα καθ” ύλην αρμόδια Υπουργεία που εποπτεύουν αυτούς τους οργανισμούς, καθώς και το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας που έχει αναλάβει τη γενική εποπτεία της διαχείρισης αυτών των επιχειρήσεων θα δώσουν την απαιτούμενη βοήθεια στις διοικήσεις τους για την πραγμάτωση των επιδιώξεών τους. Στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ιδρύεται ομάδα ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων γι” αυτόν τον σκοπό. Τέλος, μεγαλύτερη ευθύνη και βάρος πέφτει στο εργαζόμενο προσωπικό αυτών των οργανισμών που έχει και την πείρα και τη γνώση για να μετάσχει αποφασιστικά στη διαδικασία της εξυγίανσης των επιχειρήσεων. Το πρόβλημα είναι τόσο σοβαρό που η προσοχή του κόσμου έχει στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση.
ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τους διαθέσιμους πόρους για ανάπτυξη είναι ο προβληματικές επιχειρήσεις. Δηλαδή, οι εταιρείες εκείνες που παρουσιάζουν σοβαρά διαχειριστικά ελλείμματα και που αντιμετωπίζουν δυσβάστακτες δανειακές υποχρεώσεις.
Ως θέμα αρχής, η λύση των προβλημάτων αυτών θα ζητηθεί μέσα στο πλαίσιο του οικονομικού συστήματος και των πιστωτικών κανόνων. Η κύρια ευθύνη ανήκει στη διοίκηση της εταιρείας που σε συνεργασία με τους πιστωτές της οφείλει να βρει λύση.
Αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που είναι δύσκολη τέτοια διευθέτηση. Τότε, το θέμα μπορεί να υποβληθεί στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Για το σκοπό αυτό αποφασίσθηκε:
Η ανάθεση σε Υφυπουργό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας της υπεύθυνης αντιμετώπισης του θέματος προβληματικών εταιρειών και του συντονισμού της κυβερνητικής πολιτικής σε αυτόν τον τομέα.
Η άμεση δημιουργία πενταμελούς Γνωμοδοτικής Επιτροπής από πρόσωπα υψηλού επαγγελματικού επιπέδου με ειδικότητα σε θέματα διαχείρισης επιχειρήσεων και εργασιακών σχέσεων. Η Επιτροπή θα υποστηρίζεται από Γραμματεία με έμπειρα στελέχη σε θέματα αξιολόγησης, διαχείρισης επιχειρήσεων, τεχνολογίας και χρηματοδότησης που θα προέλθουν από τον δημόσιο τομέα – με απόσπαση – και συγχρόνως θα αναζητηθούν και στον ιδιωτικό τομέα.
Η Επιτροπή αυτή θα εξετάσει:
Α) τους λόγους, τις συνθήκες και συγκεκριμένους παράγοντες που οδήγησαν στην
προβληματικότητα των επιχειρήσεων.
Β) τη βιωσιμότητά τους και
Γ) τις ανάγκες και τον τρόπο εξυγίανσής τους.
Σε αυτή την εξέταση, θα αξιοποιηθεί η ουσιαστική εργασία που έγινε μέχρι τώρα από τις Τράπεζες. Η Επιτροπή αυτή και η Γραμματεία της θα αποτελέσουν τον πυρήνα ενός ειδικού φορέα στον οποίο θα αναφερθώ σε λίγο. Επιδίωξή μας είναι να αντιμετωπίσουμε το δύσκολο αυτό θέμα, χωρίς άλλη καθυστέρηση και συγχρόνως να προχωρήσουμε στην οργάνωση του φορέα για τις πιο μακροχρόνιες ορθολογικές λύσεις.
Και οι λύσεις που προβλέπονται είναι οι εξής:
Θα υπάρξουν εκείνες οι επιχειρήσεις που θα θεωρηθούν ότι ούτε για οικονομικούς λόγους ούτε για κοινωνικούς μπορούν να επιβιώσουν. Αυτές, που ελπίζεται ότι θα είναι λίγες, θα κλείσουν. Δεν μπορεί το κοινωνικό σύνολο να υποβαστάζει επ” άπειρον εταιρείες που, από κάθε άποψη, είναι καταδικασμένες. Μέτρα φυσικά θα παρθούν από τον ΟΑΕΔ, για την αντιμετώπιση της ανεργίας και την προώθηση της ορθολογικότερης απασχόλησης.
Και θα υπάρξουν και ο επιχειρήσεις που η μακροχρόνια βιωσιμότητά τους και το κοινωνικό συμφέρον απαιτούν μέτρα εξυγίανσης. Ανάλογα με το συγκεκριμένο πρόβλημα κάθε εταιρείας και τις συνθήκες του κλάδου, η εξυγίανση μπορεί να περιλαμβάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, κεφαλαιοποίηση χρεών και διοικητική αναδιάρθρωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, λύση μπορεί να είναι η αυτοδιαχείριση. Σε αυτή την περίπτωση, οι απαιτήσεις κόστους εργασίας και επιχειρησιακού κέρδους θα αντιμετωπίζονται από τους νέους μετόχους, δηλαδή τους εργαζόμενους.
Για την αντιμετώπιση των προβληματικών εταιρειών που θα κριθεί ότι μπορούν και πρέπει να επιβιώσουν, είτε για ένα διάστημα είτε μακροχρόνια, θα ιδρυθεί μέχρι το τέλος του χρόνου ένας νέος ευέλικτος φορέας, μια Τράπεζα Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου. Πυρήνας στελέχωσής της θα είναι η Γραμματεία της Γνωμοδοτικής Επιτροπής που ανέφερα. Στην Τράπεζα αυτή θα μετέχουν με κεφάλαια αναπτυξιακά και άλλα τραπεζικά ιδρύματα που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το δημόσιο και οργανισμοί απασχόλησης. Σκοπός της Τράπεζας θα είναι η άμεση χρηματοδοτική αναδιάρθρωση των προβληματικών εταιρειών, η διαχείριση και η παροχή τενχικής βοήθειας στον τομέα τεχνολογίας και προώθησης πωλήσεων ιδιαίτερα των εξαγωγών.
Χρηματοδοτική εξυγίανση σε πολλές περιπτώσεις θα σημαίνει συμμετοχή της Τράπεζας αυτής στο μετοχικό κεφάλαιο ή στην αύξηση του κεφαλαίου. Μετά την άμεση εξυγίανση, η χρηματοδότηση του κεφαλαίου κινήσεως θα αναλαμβάνεται με τραπεζικά κριτήρια από εμπορικές τράπεζες. Οι χρηματικοί πόροι της νέας Τράπεζας θα προέρχονται από τους μετόχους της, από την έκδοση ομολογιακών δανείων και από ειδικές καταθέσεις. Με τον τρόπο αυτό, η Τράπεζα θα συνεισφέρει και στην προώθηση της λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς της χώρας μας.
Εταιρείες στις οποίες θα συμμετέχει μετοχικά η νέα Τράπεζα και οι οποίες παρουσιάζουν επιχειρησιακά ή και λαδικά συναφείς δραστηριότητες, θα είναι δυνατόν να ελέγχονται από ειδικές θυγατρικές επιχειρήσεις που μπορεί να ιδρύσει η Τράπεζα Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου. Επίσης, θα μετέχει σε μικρές προβληματικές εταιρείες μαζί με τοπικούς οργανισμούς και άλλους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης. Τέλος, η Τράπεζα θα βοηθήσει και εκείνες τις εταιρείες που η εξυγίανσή τους θα οδηγεί σε συστήματα αυτοδιαχείρισης.
ΟΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Η επενδυτική πολιτική της κυβέρνησης θα έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των πιο επειγόντων και των πιο σημαντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η οικονομία της χώρας. Το πρώτο από αυτά είναι η τεχνολογική υποβάθμιση του παραγωγικού μας συστήματος σε σχέση με άλλες χώρες, βιομηχανικές ή αναπτυσσόμενες, που είναι έκδηλη σε πολλούς και σημαντικούς τομείς. Η άμεση συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι η απώλεια εδάφους της ελληνικής βιομηχανίας και στην εσωτερική και στη διεθνή αγορά, που τελικά μεταφράζεται και αυτή σε προβληματικές επιχειρήσεις, αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων και σοβαρά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το δεύτερο είναι η αδυναμία αξιοποίησης του πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει σήμερα η χώρα ή των Ελλήνων επιστημόνων που εργάζονται στο εξωτερικό. Μόνο πάνω σε αυτό το δυναμικό μπορεί να οικοδομηθεί η προσπάθεια για ανάπτυξη και μείωση της εξωτερικής εξάρτησης, οικονομικής και πολιτικής.
Το τρίτο είναι η σε αρκετή έκταση αδράνεια και η μέχρι σήμερα αδυναμία τόσο του κρατικού όσο και του ιδιωτικού τομέα να συλλάβει τις μεταβολές που συντελούνται στο διεθνές πεδίο και να κατανοήσουν την έκταση της προσπάθειας που και οι δύο – αλλού ανεξάρτητα, αλλού σε συνεργασία – πρέπει να καταβάλουν.
Πάνω σε αυτή τη βάση, ο προγραμματισμός των επενδύσεων έχει τις εξής κατευθύνσεις:
Πρώτα, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας επισημαίνει μέσα στο πενταετές πρόγραμμα τους δυναμικούς βιομηχανικούς κλάδους που θα προωθηθούν με ειδικά μέτρα αναπτυξιακής πολιτικής. Τα μέτρα αυτά θα προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά και στις ανάγκες κάθε κλάδου με σκοπό τόσο την ανταγωνιστική υποκατάσταση των εισαγωγών όσο και την προώθηση των εξαγωγών σε προϊόντα και υπηρεσίες όπου η χώρα έχει ή μπορεί να αναπτύξει οικονομικά πλεονεκτήματα. Πιο συγκεκριμένα, έμφαση θα δοθεί στον τομέα επεξεργασίας εγχώριων πρώτων υλών, ορυκτών και γεωργικών, στον τομέα κεφαλαιουχικών αγαθών αναγκαίων για την ολοκλήρωση της εκβιομηχάνινσης και στον τομέα υψηλής τεχνολογίας.
Στον τομέα προώθησης εξαγωγών, η κυβέρνηση επεξεργάζεται μία στρατηγική επιθετικής εξαγωγικής πολιτικής που περιλαμβάνει:
τη συμμετοχή των εξαγωγών μας σε τεχνολογικά δυναμικούς χώρους στις αγορές της ΕΟΚ.
την ενίσχυση διακρατικών εμπορικών σχέσεων κυρίως με τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ανατολική Ευρώπη.
τη δημιουργία κατάλληλης υποδομής που θα ενισχύει δυναμικά την όλη εξαγωγική μας προσπάθεια.
Γι” αυτόν τον σκοπό, χρειάζονται θεσμικές αλλαγές, δηλαδή ίδρυση και ενίσχυση πιστωτικών και ασφαλιστικών μηχανισμ΄ν και οργάνωση συστήματος πληροφοριών που θα επιτρέψουν τη διείσδυση ελληνικών προϊόντων σε νέες διεθνείς αγορές.
Στην υποκατάσταση εισαγωγών, ένα σημαντικό μέσο αναπτυξιακής πολιτικής είναι η ορθολογιστική διαχείριση των κρατικών προμηθειών. Οι αγορές βιομηχανικών προϊόντων που υπάγονται στο Ενιαίο Πρόγραμμα Κρατικών Προμηθειών, τα επενδυτικά προγράμματα των δημοσίων επιχειρήσεων και του δημόσιου φορά γενικότερα, καθώς επίσης και οι δαπάνες των Ενόπλων Δυνάμεων αντιπροσωπεύουν κάθε χρόνο ένα πολύ σημαντικό ποσοστό της αξίας της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής. Συγχρόνως, το κράτος αποτελεί τον κύριο αγοραστή της χώρας από το εξωτερικό.
Η κατάλληλη αξιοποίηση της αγοραστικής αυτής δύναμης του δημόσιου φορέα μπορεί να αποτελέσει έναν κεντρικό άξονα για την προώθηση της βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης της οικονομίας. Μπορεί επίσης να συμβάλει ουσιαστικά στην ορθολογικότερη διαχείριση του εξωτερικού μας εμπορίου και των συναλλαγματικών του επιπτώσεων.
Η πολιτική της χώρας που είχε ακολουθηθεί στον τομέα αυτό περιέχει μία σωρεία αντικινήτρων και διακρίσεων σε βάρος της ελληνικής βιομηχανίας. Επίσης, επέτρεψε την ανάπτυξη μιας σημαντικής παραοικονομίας μεσαζόντων που επηρεάζουν αρνητικά τα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας.
Για την αξιοποίηση του τεράστιου αναπτυξιακού δυναμικού που περιέχει η κατάλληλη χρήση της αγοραστικής δύναμης του κράτους η κυβέρνηση θα εισάγει νομοθετικά, διοικητικά και οργανωτικά μέτρα που θα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
τη σωστή και συστηματική χρήση της δραχμοποίησης των προσφορών και τη μερική δραχμοποίηση των τύπων αναπροσαρμογής για τις κρατικές προμήθειες.
την προώθηση προγραμματικών διαδικασιών στο ελληνικό δημόσιο και μακροχρόνιων αγοραστικών συμβάσεων που θα επιτρέψουν στην ελληνική βιομηχανία να αναλάβει επενδυτικές πρωτοβουλίες για σοβαρές και σταθεροποιημένες αγορές από το δημόσιο.
την οργάνωση κατάλληλων τύπων δημόσιων διαγωνισμών που θα ενισχύουν την ελληνική παραγωγή.
το άνοιγμα του πακέτου των σύνθετων έργων, ώστε να γίνουν μερικά μέρη τους άμεσα προσιτά σε εγχώριους κατασκευαστές και να βελτιωθεί γενικότερα η διαπραγματευτική τους θέση απέναντι στους ξένους.
την προώθηση οργανωτικών χρηματοδοτικών και άλλων μέσων που θα ενισχύουν το παραγωγικό δυναμικό και την παραγωγικότητα της ελληνικής βιομηχανίας σε σχέση με την αγοραστική δύναμη του κράτους.
Το επενδυτικό πρόγραμμα περιλαμβάνει και την προώθηση του κατασκευαστικού τομέα τόσο σε έργα υποδομής, όσο και στην οικοδομική δραστηριότητα. Το επενδυτικό αυτό πρόγραμμα, που εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο προγραμματισμού της οικονομίας, περιλαμβάνει έργα συγκοινωνιών και μέσων μεταφοράς, καθώς επίσης και έργα υποδομής για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πόλεων. Η ενίσχυση του κατασκευαστικού τομέα εξυπηρετεί τη βιομηχανική και περιφερειακή ανάπτυξη, την απασχόληση, κοινωνικές ανάγκες και βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η αποκέντρωση στο θέμα αυτό παίζει ρόλο καθοριστικό. Η εμπειρία και η τεχνολογική εξέλιξη ελλήνων κατασκευαστών είχε και μπορεί να έχει στο μέλλον μεγάλη σημασία για τις δυνατότητες εξαγωγικών δραστηριοτήτων.
ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Είναι φανερό από τις σκέψεις που αναφέρθηκαν για τις επενδυτικές κατευθύνσεις ότι η αναπτυξιακή μας πολιτική έχει ία σημαντική κοινωνική διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι η ανάμειξη του δημοσίου τομέα – ως φορέα επενδύσεων – θα είναι πολύ πιο αισθητή από ό,τι ήταν στο παρελθόν, πράγμα που άλλωστε συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην Ελλάδα, το επίπεδο συμμετοχής του δημόσιου τομέα στη συνολική παραγωγή είναι σήμερα από τα χαμηλότερα του κόσμου, αν εξαιρέσει κανείς τους οργανισμούς κοινής ωφελείας, οι εταιρείες όπου το κράτος συμμετέχει με πλέον των 50% του μετοχικού κεφαλαίου αντιπροσωπεύουν γύρω στο 10% του συνολικού ενεργητικού των βιομηχανικών ανωνύμων επιχειρήσεων και ΕΠΕ.
Τρίτο, σε άλλους τομείς, η ιδιωτική πρωτοβουλία παίζει έναν πρωτεύοντα ρόλο. Με την εξαίρεση της πολεμικής βιομηχανίας που θα περάσει στη διαχείριση του δημόσιου τομέα και της φαρμακοβιομηχανίας που ο τρόπος της λειτουργίας και εξέλιξης θα ρυθμισθούν από ειδικό νόμο, ο ιδιωτικός τομέας μπορεί τώρα να προχωρήσει, χωρίς καμία αβεβαιότητα, στην υλοποίηση των επιχειρηματικών του πρωτοβουλιών μέσα στο πλαίσιο των αναπτυξιακών στόχων που εκφράζει το πενταετές πρόγραμμα και η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Ένας από τους βασικούς μηχανισμούς που εξασφαλίζουν την ένταξη της λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε στρατηγικούς τομείς μέσα στα αναπτυξιακά πλαίσια της κυβέρνησης είναι τα Εποπτικά Συμβούλια. Αυτά τα συμβούλια θα ασχολούνται με θέματα εναρμόνισης του κοινωνικού – οικονομικού – χωροταξικού προγράμματος ανάπτυξης της κυβέρνησης, με αποφάσεις των επιχειρήσεων σχετικά με τα προγράμματα επενδύσεων και παραγωγής με μεταβολές που έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στην απασχόληση, στις συνθήκες εργασίας και την ποιότητα ζωής στην περιοχή και άλλα.
Τα Εποπτικά Συμβούλια θα αποτελούνται από εκλεγμένους εργαζόμενους αυτοδιοίκησης και μέλη του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης. Αυτά τα Συμβούλια θα μπορούν να συγκροτούνται είτε για μια ορισμένη επιχείρηση σχετικά μεγάλου μεγέθους είτε για ομάδα επιχειρήσεων ορισμένων κλάδων σε περιφερειακή ή και εθνική κλίμακα. Η επεξεργασία αυτού του θεσμού βρίσκεται σε προχωρημένο σημείο και η εφαρμογή του θα ανακοινωθεί μετά από συζητήσεις με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Ένας άλλος φορέας επενδυτικών δραστηριοτήτων είναι η συμμετοχή ξένων επιχειρήσεων. Στο σημείο ατό και το νομοθετικό πλαίσιο και η πολιτική μας είναι δεδομένα. Ξένες επενδύσεις είναι ευπρόσδεκτες, όταν εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα και λειτουργούν μέσα σε ορισμένο πλαίσιο. Κύρια σημεία αυτού του πλαισίου είναι η πραγματική μεταφορά τεχνολογίας, η διαφάνεια στις εμπορικές και χρηματικές συναλλαγές των θυγατρικών εταιρειών και η συμβολή στην αναπτυξιακή μας πολιτική.
Είναι γνωστό ότι για να αναλάβει επενδυτικές πρωτοβουλίες ο ιδιωτικός τομέας χρειάζεται σταθερότητα και κίνητρα. Η σταθερότητα πηγάζει από τη διατύπωση και εφαρμογή μιας πολιτικής με σαφήνεια και συνέπεια. Ο διαρκής διάλογος που έχει αρχίσει η κυβέρνηση με τις παραγωγικές τάξεις και τα πλαίσια κανόνων που αναγγέλλονται συμβάλλουν στη δημιουργία σταθερού κλίματος για επενδύσεις. Επί πλέον, συγκεκριμένα μέτρα υποβοήθησης των επενδυτικών πρωτοβουλιών έχουν ήδη εισαχθεί με τον Νόμο 1262 για τα κίνητρα επενδύσεων.
Αλλά για να γίνουν παραγωγικές επενδύσεις δεν αρκούν μόνο τα κίνητρα. Χρειάζεται να υπάρχει ο μηχανισμός σωστής αξιολόγησης των επενδυτικών προτάσεων και χρειάζεται απλούστευση και σύντμηση των διαδικασιών. Και ενώ ο μηχανισμός που προβλέπεται από τον Ν.1262 είναι σε θέση να αξιολογήσει όλες τις σημαντικές πτυχές μιας επενδυτικής πρότασης, οι διαδικασίες υπάρχει κίνδυνος να γίνουν χρονοβόρες.
Δε διστάζω να παρατηρήσω ότι έχουμε ευθύνη για καθυστέρηση στο σημείο αυτό. Θα ήθελα να ανακοινώσω ότι ξεκινάμε τώρα και με σαφήνεια και με ταχύ ρυθμό. Οι επενδυτές θα μπορούν να υποβάλλουν τις αιτήσεις τους στις υπηρεσίες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στο κέντρο και στη περιφέρεια και ταυτόχρονα στις Τράπεζες της επιλογής τους, αν ζητούν δανειοδότηση. Με αυτόν τον τρόπο, θα κινηθούν παράλληλα οι δύο διαδικασίες για αξιολόγηση κινήτρων και δανείων και έτσι θα είναι δυνατόν να διεκπεραιώνονται οι αιτήσεις για υπαγωγή στο νόμο σε χρονικά περιθώρια 2 έως 5 μηνών ανάλογα με την περίπτωση. Η Κεντρική Γνωμοδοτική Επιτροπή θα αρχίσει να λειτουργεί στις 30 Αυγούστου.
Μέσα στο πλαίσιο της ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερη σημασία έχει το πρόβλημα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Πρόκειται για τομέα που έχει μεγάλες αναπτυξιακές δυνατότητες, αλλά συγχρόνως αντιμετωπίζει και σοβαρά προβλήματα. Η κυβέρνηση έχει επισημάνει τις δυνατότητες του κλάδου και έχει κάνει σημαντικά βήματα – κατά κύριο λόγο στον χρηματοδοτικό τομέα – για την ενίσχυσή του. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όμως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν είναι μόνο χρηματοδοτικά. Η κρατική συμπαράσταση και ενίσχυση δεν αρκεί, επομένως, να περιοριστεί στην τραπεζική χρηματοδότηση, αν και υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσον οι μέθοδοι και διαδικασίες της τραπεζικής χρηματοδότησης με το σύστημα των κρατικών εγγυήσεων είναι τα προσφορότερα. Βασικό θέμα είναι ότι η τραπεζική χρηματοδότηση δεν συνδυάζεται με τεχνική βοήθεια.
Για την επίλυση των προβλημάτων σε αυτόν τον τομέα, έχω ζητήσει από το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, σε συνεργασία με τον ΕΟΜΜΕΧ, να εξετάσει την καταλληλότητα ίδρυσης ειδικού ασφαλιστικού – πιστωτικού φορέα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Ο ρόλος των εργαζομένων σε ένα σύστημα που η παραγωγή βρίσκεται κάτω από κοινωνικό έλεγχο συνεπάγεται ιδιαίτερες ευθύνες συμμετοχής και συμπαράταξης στην κοινή προσπάθεια. Ο εργατικός νόμος που ψηφίσθηκε πρόσφατα εισάγει θεσμούς που αποτελούν μεγάλες κατακτήσεις για την εργατική τάξη. Οι θεσμοί όμως καταξιώνονται στην πράξη και δεν μπορούμε να ανεχθούμε υπονόμευση αυτών των θεσμών και κατάχρηση δικαιωμάτων από ενέργειες που αντιστρατεύονται στους εθνικούς αναπτυξιακούς μας στόχους.
Έτσι θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα όπου μικρές μειοψηφίες – κινούμενες από άλλες σκοπιμότητες – επιβάλλουν τη δική τους πρακτική που δεν εκφράζει το σύνολο των εργαζομένων. Για την καταξίωση των εργατικών θεσμών, πρέπει να ανοίξουμε τον δημοκρατικό διάλογο στο εργοστάσιο και να εξασφαλίσουμε ότι οι αποφάσεις – και μάλιστα αποφάσεις που έχουν αντίκτυπο στην παραγωγή – στηρίζονται σε δημοκρατικές διαδικασίες.
ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Οι δομικές αλλαγές που θα ακολουθήσουν το επενδυτικό πρόγραμμα θα οδηγήσουν με τη σειρά τους στην επίλυση του προβλήματος του πληθωρισμού και του ισοζυγίου πληρωμών. Μέχρις ότου όμως πραγματοποιηθούν αυτές οι δομικές αλλαγές, τόσο το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών όσο και ο μηχανισμός του σχηματισμού των τιμών θα δρουν σαν περιοριστικοί παράγοντες στο επιτρεπτό ύψος των επενδύσεων.
Σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών, πιστεύουμε ότι πρόσθετες προσπάθειες από τους εξαγωγείς, με την κατάλληλη κρατική υποστήριξη, θα μπορέσουν να βελτιώσουν αισθητά την απόδοση των παραδοσιακών μας εξαγωγών στο άμεσο μέλλον. Όσον αφορά στις εισαγωγές, θα χρειασθεί διαρκής παρακολούθηση για να εξασφαλισθεί ότι δεν γίνεται διασπάθιση των περιορισμένων συναλλαγματικών πόρων.
Όπως τόνισα στην αρχή της ομιλίας μου, το αναπτυξιακό πρόγραμμα που ακολουθούμε επιτρέπει την επιδίωξη μιας εισοδηματικής πολιτικής που προστατεύει τα πραγματικά εισοδήματα και αφήνει κάποια περιθώρια αύξησης. Προσπάθειες για να επιτευχθούν υψηλότερα εισοδήματα όχι μόνο δεν θα αποδώσουν, αλλά θα οδηγήσουν σε νέες πληθωριστικές πιέσεις και διακινδυνεύουν το πρόγραμμα των επενδύσεων. Σχετική με αυτό το πρόβλημα είναι η ανάγκη να τοποθετήσουμε την εισοδηματική πολιτική του αγροτικού τομέα μέσα στο πλαίσιο ενός εθνικού προγράμματος καλλιεργειών και παραγωγής.
ΠΑΝΣΤΡΑΤΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η διεθνής οικονομία έχει βυθιστεί σε μία βαθειά και επικίνδυνη κρίση. Οι χώρες που θα εξασφαλίσουν την οικονομική του ευημερία και θα προωθήσουν την κοινωνική του εξέλιξη είναι εκείνες που έχουν πάρει την τύχη στα χέρια τους και προχωρούν στις αναγκαίες δομικές αλλαγές.
Η χώρα μας δεν έχει περιθώρια να μείνει έξω από αυτή την προσπάθεια. Έχουμε ήδη αργήσει. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι από το αδιέξοδο που βρίσκεται η χώρα μας, εδώ και πολλά χρόνια, δεν θα μπορέσει να βγει, χωρίς έναν συντονισμένο και φιλόδοξο πρόγραμμα επενδύσεων και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού. Είμαστε σε θέση να κινητοποιήσουμε τους απαιτούμενους πόρους, χωρίς να μειώσουμε το βιοτικό μας επίπεδο.
Έχουμε επίσης στη διάθεσή μας τους μηχανισμούς για να κινήσουμε τη διαδικασία των επενδύσεων και για να επιλέξουμε τους στρατηγικούς τομείς που είναι οι πιο κατάλληλοι στη δική μας περίπτωση. Ο κοινωνικός έλεγχος εξασφαλίζει τον καλύτερο δυνατό συντονισμό και συνεργασία μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων που θα κινηθούν σε αυτόν τον χώρο. Εκείνο που χρειάζεται είναι μία πανεθνική προσπάθεια. Όπως είπε και ο Πρωθυπουργός είναι η στιγμή για πανστρατιά για την οικονομική μας ανάπτυξη.