Τον Γεράσιμο Αρσένη τον πρωτοείδα το 1980 στο περίφημο συνέδριο στο Πάντειο. Η ομιλία του ήταν πολύ διαφορετική από την τότε τρέχουσα ρητορική των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Με είχε εντυπωσιάσει, όπως και όσους την άκουσαν.
Έχοντας πλήρη εικόνα από τα μέσα των διεθνών οικονομικών μηχανισμών, προειδοποιούσε για τα εμπόδια και τις παγίδες που θα αντιμετώπιζε η μελλοντική κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Το γεγονός ότι μετά το 1981 η Ελλάδα απέφυγε να βρεθεί σε μία θέση ανάλογη με αυτή του 2010 δεν ήταν αυτονόητο. Ο ρόλος του Γεράσιμου σ’ εκείνη την πρώτη φάση της “πράσινης” διακυβέρνησης ήταν αποφασιστικός.
Οι πολίτες έχουν την τάση να μην πιστώνουν όσους με τους κατάλληλους χειρισμούς αποτρέπουν μία κρίση. Το νόημα της Πολιτικής με Π κεφαλαίο, όμως, είναι ακριβώς αυτό: να μην αφήνει ένα πρόβλημα να μετεξελιχθεί σε κρίση.
Εκείνη την εποχή, ως τσάρος της οικονομίας, ο Γεράσιμος Αρσένης έβαλε τη σφραγίδα του σε δύο κρίσιμες μεταρρυθμίσεις:
Η πρώτη είναι η δημιουργία του περίφημου Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Η εντύπωση που δυστυχώς έχει απομείνει είναι ότι επρόκειτο για πρωτοβουλία που απέπνεε κρατισμό. Η αλήθεια είναι ακριβώς αντίθετη.
Το σήριαλ των προβληματικών επιχειρήσεων είναι γνωστό από τη δεκαετία του 1970. Η διαπλοκή της εποχής είχε επιτρέψει τον υπερδανεισμό μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες από ένα σημείο και πέρα δεν εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους. Εκβίαζαν, μάλιστα, με λουκέτο για να εξασφαλίζουν πρόσθετα.
Ο Οργανισμός ήταν ένα είδος πρώιμης bad bank, κακής τράπεζας. Ήταν μία πολιτική που είχε διπλό σκοπό:
- Πρώτον, να διασώσει την Εθνική Τράπεζα, η οποία είχε τεράστια έκθεση στις προβληματικές. Εάν έπεφτε η Εθνική θα έπεφτε αι το τραπεζικό σύστημα, λόγω της τότε δεσπόζουσας θέσης της.
- Δεύτερον, να αποτρέψει την καταστροφή του βιώσιμου παραγωγικού δυναμικού.
Δεδηλωμένος στόχος του Γεράσιμου Αρσένη ήταν να εξυγιάνει τις προβληματικές επιχειρήσεις και να τις πουλήσει καθαρές σε ιδιώτες. Είναι η πολιτική που 25 χρόνια αργότερα εφαρμόσθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ας σημειωθεί ότι τότε ο Γεράσιμος είχε προτείνει στον ΣΕΒ να αναλάβει και αυτός τον ρόλο της ανασυγκρότησης, αλλά είχε προσκρούσει σε άρνηση.
Είναι αληθές ότι στην πορεία το εγχείρημα στράβωσε. Το υπονόμευσαν δύο αντίθετες, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκλίνουσες δυνάμεις:
- Η πρώτη ήταν το εγχώριο οικονομικό κατεστημένο. Βαθιά επαρχιώτικο και κρατικοδίαιτο είχε σημαία του τον κλεπτοκρατικό κανόνα «οι επιχειρηματίες να πλουτίζουν σε βάρος των επιχειρήσεών τους». Δεν είχε αντιληφθεί επαρκώς ότι η ελληνική οικονομία είχε λόγω ΕΟΚ εισέλθει σε νέα εποχή. Για να επιβιώσει όφειλε να αλλάξει και να καταστεί διεθνώς ανταγωνιστική.
- Η δεύτερη δύναμη που υπονόμευσε την αποστολή του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων ήταν ο διαβρωτικός ρόλος των ιδεολογημάτων και της ιδιοτέλειας που χαρακτήριζαν στελέχη τα οποία κλήθηκαν να διαχειρισθούν επιχειρήσεις στη μεταβατική περίοδο.
Έχοντας ζήσει στο εξωτερικό και έχοντας μία μάλλον ρομαντική εικόνα για την πατρίδα, αλλά και για το ΠΑΣΟΚ, ο Γεράσιμος είχε υποτιμήσει αυτού του τύπου τα προβλήματα, τα οποία ήταν συνυφασμένα με το κλίμα της εποχής.
Η άλλη μεγάλη αλλά αθόρυβη μεταρρύθμιση του Αρσένη ήταν οι σημαντικές αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Κατάργησε τη Νομισματική Επιτροπή, η οποία ρύθμιζε με διοικητικό τρόπο τις μεγάλες δανειοδοτήσεις και τα επιτόκια. Επί των ημερών του ο κρίσιμος αυτός τομέας έκανε βήματα προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Εάν πρέπει με μία φράση να περιγράψουμε το οικονομικό δόγμα του Γεράσιμου, η φράση αυτή είναι «παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη». Πίστευε βαθιά ότι για να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα το κράτος όφειλε να παίξει τον δικό του κρίσιμο επιτελικό ρόλο, ο οποίος θα άνοιγε τον δρόμο και θα διευκόλυνε τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό ήταν η ουσία του δημοκρατικού προγραμματισμού που πρέσβευε.
Για τον Γεράσιμο Αρσένη τα δημόσια οικονομικά ναι μεν έπρεπε να είναι βιώσιμα, αλλά σκοπός τους ήταν να υπηρετούν την ανάπτυξη της οικονομίας και όχι το αντίστροφο.
Η ρήξη του 1985 δεν προέκυψε μόνο λόγω διαφωνίας για το περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής. Προέκυψε και ως αποτέλεσμα της πολεμικής που είχε δεχθεί από το εγχώριο οικονομικό και μιντιακό κατεστημένο.
Στις δύσκολες ημέρες του 1989-90, ο Αρσένης επέστρεψε για να βάλει πλάτη. Ήταν τότε που ο Ανδρέας του είχε πει το περίφημο «Μάκη γιατί τσακωθήκαμε;» Η μεταξύ τους εκλεκτική συγγένεια είχε παραμείνει ζωντανή.
Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Ανδρέας και ο Γεράσιμος αντιμετώπισαν με εξαιρετική επιφύλαξη τη συνθήκη του Μάαστριχτ που έθεσε τα θεμέλια της Ευρωζώνης. Την ψήφισαν για να προχωρήσει το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα και με την ελπίδα ότι ήταν το πρώτο βήμα. Τότε, ο Αρσένης είχε πει προφητικά στη Βουλή πως εάν δεν πάμε γρήγορα σε πολιτική ένωση, σε μερικά χρόνια θα νοιώσουμε στην πλάτη μας το βαρύ χέρι του Γερμανού τραπεζίτη!
Μία δεκαετία αργότερα, είχε με ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ προειδοποιήσει ότι αν δεν αναληφθούν δραστικές πρωτοβουλίες για την παραγωγική ανασυγκρότηση, η Ελλάδα αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσει μεγάλη κρίση. Επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα με τον πιο δραματικό τρόπο.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στη δεκαετία του 1990.
Ως υπουργός Άμυνας, ο Γεράσιμος Αρσένης δρομολόγησε το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα για την αμυντική θωράκιση της Κύπρου. Για να του προσδώσει στρατηγικό βάθος, μάλιστα, ανέπτυξε την αμυντική διπλωματία και συνήψε συμφωνίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Συρία. Στόχος του ήταν να διαμορφώσει ένα πλέγμα ικανό να λειτουργήσει αποτρεπτικά στον τουρκικό επεκτατισμό. Τους καρπούς εκείνης της πολιτικής τους βλέπουμε σήμερα.
Ως υπουργός Άμυνας έλαβε και κρίσιμες πρωτοβουλίες για την ενσωμάτωση των Πομάκων στη Θράκη, αποδεικνύοντας ότι η πατριωτική πολιτική είναι κάτι διαφορετικό από τη στείρα φοβική περιχαράκωση.
Όταν το 1996 ήλθε η ώρα της διαδοχής του Ανδρέα, επιβεβαιώθηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι το “βαθύ ΠΑΣΟΚ” ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί τον Αρσένη, αν όχι ξένο σώμα, τουλάχιστον όχι τόσο δικό του για να αναλάβει το τιμόνι.
Αν και ο Γεράσιμος είχε στρατευθεί στο ΠΑΚ, αν και είχε εγκαταλείψει μία λαμπρή διεθνή καριέρα για να βοηθήσει, στη συνείδηση της Χαριλάου Τρικούπη παρέμενε “αλεξιπτωτιστής”. Και αυτό παγιώθηκε με τη διαγραφή του το 1985.
Η εξήγηση είναι απλή. Μπορεί να στρατεύτηκε πολιτικά, αλλά δεν υιοθέτησε ποτέ τους κώδικες του κόμματος-φυλή. Το ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής, όπως όλοι οι κομματικοί μηχανισμοί, άλλωστε, ήταν ένα είδος φυλής.
Γι’ αυτό και στην κρίσιμη ψηφοφορία για την εκλογή πρωθυπουργού έγιναν όσα έπρεπε για να μην περάσει στον δεύτερο γύρο. Αποδέχθηκε με κεφαλλονίτικο αυτοσαρκαστικό χιούμορ την ήττα του και κοίταξε μπροστά.
Όταν τοποθετήθηκε υπουργός Παιδείας, γιατί έπρεπε να του δώσουν ένα χαρτοφυλάκιο, σχεδίασε και εφάρμοσε μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία έμεινε στην ιστορία, λόγω του κύματος των μαθητικών κινητοποιήσεων. Θα έπρεπε, ωστόσο, να είχε μείνει για το τολμηρό περιεχόμενό της. Μας το υπενθύμισε με το τελευταίο βιβλίο του.
Ο Γεράσιμος δεν είχε μπει στην πολιτική για να κάτσει καλά. Ούτε για να ανελιχθεί κοινωνικά. Γι’ αυτό και δεν υπέκυψε στην κρυφή γοητεία της εγχώριας μπουρζουαζίας και δεν οικοδόμησε σχέσεις διαπλοκής μαζί της. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα είχε ήδη κατακτήσει και εργασιακά ένσημα και αναμφισβήτητο διεθνές κύρος.
Ήταν ευπατρίδης και εμβληματικά ανιδιοτελής. Ίσως ήταν και αυτός ένας λόγος, που αν και έδρασε μέσα στο πολιτικό πλήθος, ουσιαστικά παρέμεινε πάντα μοναχικός καβαλάρης.