Το θέμα που θα ήθελα να αναπτύξω σήμερα αφορά στη σχέση αλληλεξάρτησης οικονομικής ανάπτυξης και ασφάλειας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο της ανταγωνιστικότητας για την εμπέδωση της περιφερειακής ισχύος μιας χώρας.
Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατή η οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, εάν δεν έχει διασφαλισθεί η σταθερότητα και ασφάλεια της. Αντίστροφα, αν δεν διασφαλισθούν η οικονομική πρόοδος, η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε για αποτελεσματική άμυνα. Θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, επομένως, να διερευνήσουμε τη σημασία αυτής της αλληλεξάρτησης στην εποχή μας.
Τα σημερινά δεδομένα έχουν αλλάξει άρδην σε σχέση με αυτά που κυριαρχούσαν στο παρελθόν. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, στα πλαίσια του διπολικού συστήματος, είχε επικρατήσει ένα σταθερό σύστημα ασφάλειας, το οποίο στηριζόταν στην ισορροπία του τρόμου ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Ήταν ένα σύστημα με σταθερές παραμέτρους, καθώς γνωρίζαμε επακριβώς, ποιές ήταν οι συμμαχίες, ποιές οι αμυντικές συμφωνίες και ποιό το αμυντικό δόγμα. Μέσα σ” αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκε το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της μεταπολεμικής περιόδου. Όταν το σύστημα αυτό βρισκόταν σε ισορροπία, ήταν γενικά δυνατή η διάκριση των δύο υποσυστημάτων: του οικονομικού υποσυστήματος και του υποσυστήματος ασφάλειας. Σ” αυτό το πλαίσιο, οι στρατιωτικοί ασχολούνταν με στρατιωτικά θέματα, οι διπλωμάτες με θέματα διπλωματίας, οι επιχειρηματίες και οι οικονομολόγοι με οικονομικά και αναπτυξιακά ζητήματα. Οι δραστηριότητες των επιμέρους υποσυστημάτων ακολουθούσαν, συνεπώς, βίους παράλληλους.
Αυτό το σύστημα αποτελεί πλέον παρελθόν. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και αβεβαιότητα. Η διεθνοποίηση της οικονομίας και η συνεπακόλουθη κατάργηση των οικονομικών συνόρων έχει αλλάξει ριζικά τις παραμέτρους της αμυντικής πολιτικής και των προβλημάτων ασφάλειας μιας χώρας ή μιας περιοχής. Σήμερα, δε γίνεται πλέον λόγος τόσο για στρατιωτικές συμμαχίες, όσο για οικονομικές συνεργασίες και οικονομικά συγκροτήματα.
Στην παγκόσμια κοινωνία, την κοινωνία των εθνών, μπορούμε να διακρίνουμε τρία οικονομικά συγκροτήματα: την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη NAFTA, που καλύπτει τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό, και την APEC (Asian Pacific and Economic Cooperation), που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την Ιαπωνία, τη Νοτιοανατολική Ασία, τις ΗΠΑ, την Κίνα κ.ά.
Γύρω από αυτούς τους οικονομικούς οργανισμούς περιστρέφεται η παγκόσμια ζωή και διαμορφώνονται τα στοιχεία της διεθνούς διπλωματίας και άμυνας. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της εποχής μας διαμορφώνονται με βάση τον ανταγωνισμό, ο οποίος υπήρξε ανέκαθεν ζωτικό στοιχείο της κοινωνίας. Τρία στοιχεία του ανταγωνισμού αυτού έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς σχετίζονται άμεσα με την οικονομία αλλά και την ασφάλεια μιας περιοχής.
Τα δικαιώματα εκμετάλλευσης και ο έλεγχος στη μεταφορά πετρελαίου και άλλων πηγών ενέργειας.
Η καινοτομία, ο τεχνολογικός ηγεμονισμός και η πρόσβαση σε πηγές τεχνολογίας.
Τα δίκτυα επικοινωνιών, πληροφόρησης, μεταφορών και εμπορίας.
Οι συνέπειες του έντονου ανταγωνισμού που διεξάγεται στους βασικούς τομείς της ενέργειας, της τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών, σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ευρύτερη περιοχή μας. Eιναι, όμως, παράδοξο πώς ένα τόσο φλέγον ζήτημα, όπως αυτό της ενέργειας και του πετρελαίου, δεν έχει τύχει ανάλογης προσοχής.
Για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο ο ανταγωνισμός μεταξύ οικονομικών συγκροτημάτων διαμορφώνει συνθήκες αβεβαιότητας και ανασφάλειας, καθώς και προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση περιφερειακής αμυντικής πολιτικής, αρκεί να αναφερθούμε στο παράδειγμα του Περσικού Κόλπου. Μια συνολικότερη και λεπτομερέστερη εκτίμηση θα αποκαλύψει τη στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ ορισμένων στρατιωτικών και άλλων επεμβάσεων στην περιοχή και συγκεκριμένων επιχειρηματικών σχεδίων.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ ιταλικών, γαλλικών και αμερικανικών εταιρειών για τον έλεγχο των πετρελαίων στο Ιράκ είναι οξύτατος και επηρεάζει άμεσα την εξωτερική πολιτική των χωρών αυτών. Ο ανταγωνισμός μεταξύ αμερικανικών εταιρειών -που δυσκολεύονται να παρακάμψουν το εμπάργκο -και ευρωπαϊκών εταιρειών -που κερδίζουν προνομιακές θέσεις, παρακάμπτοντας το εμπάργκο -διαμορφώνει ιδιαίτερες συνθήκες, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής. Η γαλλική εταιρεία Elf Aquitaine έχει υπογράψει συμφωνία για την εκμετάλλευση του κοιτάσματος του Μαζνού, η γαλλική Total διαπραγματεύεται τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των στα κοιτασμάτα του Ναρ Ουμάρ, η ρωσσική LUK OIL συζητά για τα κοιτάσματα της Δυτικής Κούρνα και η ιταλική Agip διερευνά εναλλακτικές λύσεις, όπως τα κοιτάσματα πετρελαίου στη Νασιριγία.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι λεγόμενες ζώνες στρατιωτικού αποκλεισμού αποτελούν τις κατ εξοχήν πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές του Iράκ. Η παράταση του εμπάργκο από τις ΗΠΑ μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί ως μέσον εξοικονόμησης χρόνου με στόχο την αδρανοποίηση της εκμετάλλευσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων.
Παρόμοιο σκηνικό παρατηρείται και στην Κασπία, ερμηνεύοντας, σ” ένα μεγάλο βαθμό την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας στην περιοχή και των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας, Δικαιολογεί επίσης, την άρνηση της Ρωσίας να εφαρμοσθούν οι αρχές του Δικαίου της Θάλασσας στις Παρακάσπιες περιοχές και τη χαλαρή διεθνή στάση απέναντι στην Τουρκική εισβολή στο Ιράκ.
Από τα παραπάνω καθίσταται προφανές ότι:
Η διεθνής ασφάλεια και η εξωτερική πολιτική επηρεάζονται ολοένα και περισσότερο από τον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό.
Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός διεξάγεται πλέον περισσότερο σε επίπεδο ομίλων επιχειρήσεων και λιγότερο σε επίπεδο κρατών. Αυτό σημαίνει, ότι οι μεγάλες εταιρείες ασκούν πλέον σημαντική επιρροή στην εξωτερική πολιτική μιας χώρας.
Η ανταγωνιστικότητα των μεγάλων επιχειρήσεων έχει αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα εθνικού δυναμισμού άλλο και διαπραγματευτικής δύναμης στις διεθνείς σχέσεις. Ο Στάλιν, παλαιότερα, αναρωτιόταν πόσα τάνκς έχει η κάθε χώρα και πόσα έχει το Βατικανό. Σήμερα, ο σύγχρονος στρατιωτικός αναρωτιέται πόσες πολυεθνικές εταιρείες έχει μία χώρα προκειμένου να συμπεράνει τη διαπραγματευτική της ισχύ.
Αυτά τα στοιχεία διαμορφώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα, σε πολιτικό, διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή ούτε η εξέταση της οικονομίας χωρίς τη στρατιωτική ή την αμυντική διάσταση, ούτε βέβαια, η αναφορά σε διεθνείς σχέσεις ή στρατιωτικές συμμαχίες, χωρίς τη βαθύτερη κατανόηση του ανταγωνισμού που διεξάγεται σήμερα σε επίπεδο μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίοι και διαμορφώνουν τις συνθήκες ζωής και ανταγωνισμού κάθε χώρας.
Αποδεχόμενοι τα νέα αυτό δεδομένα, αξίζει να αναλύσουμε τις επιπτώσεις τους στην περιφερειακή συνεργασία. Από την άποψη αυτή, τα χαρακτηριστικά των περισσοτέρων χωρών της αναδυόμενης περιφερειακής αγοράς των Βαλκανίων, της Παρευξείνιας ζώνης και της Μέσης Ανατολής, μπορούν να συνοψιστούν σε πέντε σημεία:
1. Η περιοχή αυτή είναι ένας σημαντικός στρατηγικός κόμβος στο διεθνές δίκτυο εκμετάλλευσης και μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Είναι εντυπωσιακό το πόσο λίγο έχει ληφθεί αυτό υπόψη στις πολιτικές αναλύσεις, στις συζητήσεις που διεξάγονται στα Κοινοβούλια των χωρών και στις αναλύσεις των οικονομικών και διπλωματικών συντακτών, παρόλο που πρόκειται για έναν παράγοντα – κλειδί για την κατανόηση των τεκταινομένων σήμερα στην περιοχή μας.
2. Η περιοχή αυτή είναι πύλη εισόδου στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Είναι κόμβος συγκοινωνιών, μεταφοράς εμπορευμάτων, υπηρεσιών και επικοινωνιών από το Βορρά προς το Νότο και από την Ανατολή προς τη Δύση. Διαδραματίζει, έτσι, ένα ολοένα σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση της νέας παγκόσμιας οικονομίας.
3. Παρά την τεράστια προσπάθεια προσαρμογής των οικονομιών των χωρών της περιοχής, οι χώρες αυτές παρουσιάζουν ακόμα ανεπαρκή αναπτυξιακά αποτελέσματα. Υψηλή ανεργία, ανισότητα στην κατανομή του κόστους προσαρμογής και των οικονομικών ωφελειών και σοβαρότατα προβλήματα ρευστότητας είναι μερικά από τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν .
4. Παρατηρείται εντεινόμενη εξάρτηση της περιοχής από τη Δύση, τόσο στον εμπορικό, όσο και στο χρηματοοικονομικό τομέα, η οποία μεταξύ άλλων χαρακτηρίζεται και από μεγάλο έλλειμμα χρήματος, καθώς και από την ισχυρή της εξάρτηση από την εισροή δυτικών πόρων .
5. Η πολιτειακή συγκρότηση των χωρών είναι ακόμα εύθραυστη και ατελής, κυρίως ως προς τη λειτουργία των κομμάτων, των δημοκρατικών θεσμών, όσο και των συλλογικών οργανώσεων.
Λαμβάνοντας πλέον σοβαρά υπόψη τα νέα αυτά δεδομένα είναι δυνατό να καθορίσουμε τους στόχους μας για μια εποικοδομητική περιφερειακή συνεργασία:
1. θα πρέπει να αποφευχθεί, με κάθε τρόπο, η μεταφορά στο εσωτερικό των Βαλκανίων του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των εκτός περιοχής μεγάλων δυνάμεων, διότι κάτι τέτοιο θα τραυμάτιζε καίρια την πολιτική και κοινωνική συνοχή τους. Τα Βαλκάνια, λόγω του εσωτερικών αδυναμιών τους, μετατράπηκαν επανειλημμένα στο παρελθόν σε πεδίο άσκησης εξωβαλκανικών επιρροών , με άμεσο στόχο τη δημιουργία ζωνών επιρροής.
2. θα πρέπει να αποτραπούν αποτελεσματικά ενέργειες αποσταθεροποίησης, που συχνά επιχειρούνται από τρίτους, μέσα από την υποκίνηση κοινωνικών ή θρησκευτικών ομάδων. Η εμπειρία της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας πρέπει να μας γίνει μάθημα. Σε ένα μεγάλο βαθμό, η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας οφείλεται στην επέμβαση δυνάμεων έξω από τη Βαλκανική. Και το χειρότερο είναι ότι στην αποσταθεροποίηση και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συνέβαλε η υποκίνηση κοινωνικών, εθνικιστικών και θρησκευτικών ομάδων στην περιοχή. Σκοπός και προϋπόθεση για μια περιφερειακή συνεργασία είναι η αποτροπή τέτοιων παρεμβάσεων .
3. Είναι αναγκαίο να επιχειρήσουμε την αύξηση της εθνικής και περιφερειακής ισχύος μέσα από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των οικονομιών, καθώς και μέσα από τη δημιουργία ολοκληρωμένων περιφερειακών συμπλεγμάτων οικονομικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα σε στρατηγικούς τομείς. Η καλύτερη εγγύηση για συλλογική ασφάλεια είναι η δημιουργία ενός δυναμικού ενιαίου οικονομικού χώρου στα Βαλκάνια και στην Παρευξείνια ζώνη, καθώς και μια αναπτυσσόμενη Ευρωμεσογειακή ζώνη συναλλαγών.
4. Θα πρέπει να προβούμε στη σταδιακή και προσεκτική ενσωμάτωση της περιοχής σε διεθνείς πολιτικούς και οικονομικούς μηχανισμούς και να προωθήσουμε διεθνείς συνεργασίες, στη βάση της ισοτιμίας και της ισοπολιτείας.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό, ότι απώτερος στόχος μας είναι η συγκρότηση μιας ευρύτερης Ευρώπης των λαών, που η δύναμη της θα στηρίζεται στην πολυμορφία και στη διαφορετικότητά της, και όχι στην ηγεμονία και την επικυριαρχία των λίγων. Σ” αυτήν την ευρύτερη Ευρώπη μπορεί και πρέπει σταδιακά να ενσωματωθεί πολιτικά και οικονομικά η ευρύτερη περιοχή στην οποία αναφερόμαστε. Αυτοί πρέπει να είναι οι στόχοι μιας περιφερειακής συνεργασίας, η οποία θα δημιουργήσει το απαραίτητο υπόβαθρο για την οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή, μέσα από μια ενιαία αγορά. Μιας συνεργασίας η οποία, παράλληλα, θα δημιουργήσει και το υπόβαθρο για αμυντική συνεργασία και για τη διαμόρφωση συνθηκών ασφάλειας στην περιοχή.
Σ” αυτό το πλαίσιο, είναι ανάγκη να καθορισθούν και οι προτεραιότητες δράσης σε εθνικό, σε περιφερειακό και σε διεθνές επίπεδο.
1. Σε εθνικό επίπεδο, οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να διαμορφωθούν με βάση τις εθνικές προτεραιότητες κάθε χώρας. Κοινός στόχος όλων των χωρών πρέπει να είναι η οικονομική και κοινωνική πρόοδος, αλλά και μια πτυχή που λησμονείται συχνά: η ανάπτυξη.
Πρώτα απ” όλα, είναι ανάγκη να επικοινωνούμε με το μέσο πολίτη με όρους αναπτυξιακούς. Οικονομικοί δείκτες και έννοιες, όπως πληθωρισμός, ελλείματα του δημοσίου τομέα, δημόσιο χρέος, απέχουν πολύ από την πραγματικότητα που βιώνει καθημερινά ο μέσος πολίτης. Στη συνέχεια, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, κατά την κατάρτιση εθνικών προγραμμάτων, στις υποδομές και, κυρίως, στην ανάδειξη και στήριξη μεγάλων εταιρειών που θα είναι διεθνώς ανταγωνιστικές. Εκτός των «εθνικών πρωταθλητών», σημαντικές είναι ακόμη οι επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό και η διασύνδεση με παραγωγικές μεταλλαγές. Τέλος, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην ανάπτυξη ευέλικτων και αποτελεσματικών μορφών διοίκησης και επιχειρησιακής οργάνωσης.
Όλα αυτά τα εθνικά σχέδια, τα οποία βασίζονται στην έννοια της ανάπτυξης, της κοινωνικής προόδου και της βελτίωσης των υποδομών, μέσα από ευέλικτους μηχανισμούς και αποτελεσματικούς θεσμούς οργάνωσης της παραγωγής, αποτελούν στέρεα θεμέλια για μια ευρύτερη συνεργασία μεταξύ των χωρών της ευρύτερης περιοχής μας.
2. Σε περιφερειακό επίπεδο, είναι εμφανής η ανάγκη συγκρότησης ενός οργανισμού, ενός συμβουλίου που θα ασχολείται με το συντονισμό και την προώθηση συνεργασιών και πολιτικών, με την ενημέρωση αλλά και με την άμβλυνση των διαφορών. Υπάρχουν, ήδη, πετυχημένα πειράματα σε περιφερειακό επίπεδο, απ” όπου μπορεί να αντληθεί πολύτιμη εμπειρία.
Στη Βαλτική λειτουργεί με επιτυχία το Συμβούλιο των Βαλτικών χωρών, το οποίο συνδέει τις χώρες της Βαλτικής -Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία -με την Πολωνία και τρία κράτη-μέλη της Ε. Ε., τη Γερμανία, τη Δανία και τη Φινλανδία. Οι χώρες αυτές συνεργάζονται σε θέματα που αφορούν στο συντονισμό της οικονομικής τους πολιτικής, ιδιαίτερα μάλιστα στον τομέα της οικονομικής και τεχνολογικής συνεργασίας. Ακόμη, επεξεργάζονται προγράμματα για την προστασία του περιβάλλοντος και το συντονισμό των υποδομών, κυρίως, στις μεταφορές και επικοινωνίες. Αντικείμενο του Συμβουλίου είναι ακόμα η συνεργασία στον πολιτιστικό και τουριστικό χώρο.
Ο θεσμός ενός περιφερειακού συμβουλίου Βαλκανικών χωρών ή ενός συμβουλίου που θα περιλαμβάνει και άλλες χώρες της Παρευξείνιας περιοχής και της Μέσης Ανατολής θα μπορούσε να συμβάλει τα μέγιστα στη μεταξύ τους συνεργασία. Θα βοηθούσε, πρωτίστως, στο συντονισμό των εθνικών δράσεων και προτεραιοτήτων. Θα βελτίωνε σημαντικά τη διαπραγματευτική ικανότητα της ευρύτερης περιοχής στην προώθηση των οικονομικών της θέσεων προς τη διεθνή κοινότητα και, ειδικότερα, προς την ΕΕ, αφού τουλάχιστον μία χώρα, η Ελλάδα, ως πλήρες μέλος της ΕΕ του ΝΑΤΟ και της ΔΕΕ, θα μπορούσε να συμμετέχει σε αυτό το περιφερειακό συμβούλιο.
Η πρόταση αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση για την περιφερειακή συνεργασία στην ευρύτερη περιοχή. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να προωθηθεί και ένας μηχανισμός υποστήριξης της αναπτυξιακής διαδικασίας σε περιφερειακό επίπεδο. Καταλυτικό ρόλο καλείται να παίξει η Τράπεζα Εμπορίας και Aνάπτυξης Ευξείνου Πόντου, που έχει ήδη συσταθεί με έδρα την Θεσ/νίκη. Κάτι αντίστοιχο έχει γίνει στη Μέση Ανατολή, με την ίδρυση της Aναπτυξιακής Τράπεζας της Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής. Έργο της Τράπεζας θα είναι:
Να παρέχει υπηρεσίες προετοιμασίας και κατάρτισης περιφερειακών επενδυτικών προγραμμάτων, αλλά και εξασφάλισης χρηματοδοτικών πόρων .
Να κινητοποιήσει επιχειρηματικούς φορείς της περιοχής και να δώσει κίνητρα για την προώθηση των επιχειρηματικών συνεργασιών .
Να διασυνδέσει τις τοπικές χρηματοοικονομικές αγορές με τη διεθνή κεφαλαιαγορά. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στους ευαίσθητους και κρίσιμους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, των δικτύων, των μεταφορών, του περιβάλλοντος αλλά και των επιχειρηματικών υπηρεσιών και συνεργασιών στο χώρο της υγείας και εκπαίδευσης στελεχών.
Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος εξαρτάται από την άμεση διεύρυνση του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας, από τη συμμετοχή όχι μόνο των χωρών της περιοχής, αλλά και άλλων βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών και Διεθνών οργανισμών .
Θα έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα για την κάλυψη των αναγκών μας σε περιφερειακό επίπεδο, εάν κινηθούμε προς τη συγκρότηση ενός άτυπου, ίσως, στην αρχή, περιφερειακού συμβουλίου συνεργασίας και συντονισμού, δημιουργώντας την αναγκαία υποδομή για τη στήριξη αναπτυξιακών έργων στην περιοχή.
3. Σε διεθνές επίπεδο, πρωταρχικός είναι ο ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν η ΕΕ, το ΝΑΤΟ και η ΔΕΕ στην περιοχή. Βασικό σφάλμα αυτών των οργανισμών είναι το γεγονός ότι θεωρούν τα Βαλκάνια και τις Παρευξείνιες χώρες ως μια περιοχή που, ναι μεν συνορεύει με την ΕΕ, αλλά δεν αποτελεί ευρωπαϊκό χώρο. Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι, στο βαθμό που υπάρχει αστάθεια και αβεβαιότητα σ” αυτόν τον ευαίσθητο γεωπολιτικά χώρο, δεν είναι δυνατό να υπάρξει ασφάλεια και ειρήνη στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η ανάπτυξη της Ευρώπης δεν θα είναι ποτέ αυτοδύναμη, εάν δεν δημιουργήσει τους όρους αφομοίωσης αυτής της περιοχής, κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Όσο θα υπάρχουν διεθνείς ανταγωνισμοί στην περιοχή ανάμεσα στην Ευρώπη και σε άλλες οικονομικές υπερδυνάμεις, η περιοχή αυτή θα χαρακτηρίζεται από αστάθεια, εξαγώγιμη προς την ίδια την Ευρώπη.
Εκτός αυτού, όσο δεν υπάρχει πολιτική ενσωμάτωσης των Βαλκανίων στον ευρωπαϊκό χώρο, θα καθίσταται αδύνατη η ανάπτυξη Eνιαίας Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής της ΕΕ, και θα συνεχίσει να υφίσταται η γερμανική, η αγγλική ή η γαλλική πολιτική. Η λύση για το πρόβλημα της διάσπασης της εξωτερικής πολιτικής της Ευρώπης εναπόκειται, σε ένα μεγάλο βαθμό, στην απόφαση της Ευρώπης να ενσωματώσει αυτήν την περιοχή στη διαδικασία του οράματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ανάγκη να γίνει παραδεκτό, ότι τα Βαλκάνια δεν είναι ένας χώρος, με τον οποίο η Ευρώπη απλώς συνορεύει, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης, τόσο πολιτικά, όσο οικονομικά και πολιτιστικά. Κάτι τέτοιο θα έχει άμεσες συνέπειες στην εξέλιξη των αμυντικών οργανισμών και τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, της ΔΕΕ και της ΕΕ.
Εγκυμονεί ο κίνδυνος οι εξελίξεις στο εσωτερικό της ΕΕ να δρομολογηθούν από τις κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, κυρίως τη Γερμανία, και η διεύρυνση των οργανισμών ασφάλειας, αλλά και της ΕΕ, να περιορισθεί στο χώρο της Κεντρικής Ευρώπης και των χωρών του VlSEGRAD. Η επικράτηση του χώρου αυτού, ως προνομιακού, θα παρέπεμπε το ζήτημα των Βαλκανίων και της Παρευξείνιας ζώνης σε ένα επόμενο στάδιο διαβουλεύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε στρατηγικό λάθος από πλευράς ΕΕ, διότι η οικονομική ανάπτυξή της εξαρτάται από το πώς θα αντιμετωπίσει ανταγωνιστικά τα άλλα οικονομικά συγκροτήματα. Οι εξελίξεις στους τομείς της οικονομίας και της ενέργειας θα διαμορφωθούν με βάση την οικονομική επιρροή που θα έχει στην περιοχή. Επίσης, η ασφάλεια της Ευρώπης θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, από τη σφυρηλάτηση μιας πολιτικής ασφάλειας στα Βαλκάνια.
Σ” αυτή τη μετατόπιση της προσοχής της διεθνούς κοινότητας προς τα Βαλκάνια, τις Παρευξείνιες χώρες και τη Μέση Ανατολή, η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει ένα συγκεκριμένο και δυναμικό ρόλο. Η γεωγραφική και ιστορική της εγγύτητα με τα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή είναι καθοριστικής σημασίας. Ο Ελληνισμός έχει παίξει έναν ιστορικό ρόλο στην πολιτιστική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη της ΝΑ. Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, ένα ρόλο τον οποίο μπορεί και πρέπει να επαναλάβει, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως μέλος της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και της ΔΕΕ. Κατ” αυτόν τον τρόπο μπορεί να γίνει ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ευρωπαϊκή πολιτική και τις περιφερειακές πρωτοβουλίες συνεργασίας, σε οικονομικό και αμυντικό επίπεδο.
Έχουν ήδη γίνει σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Πιο συγκεκριμένα, έχουν ήδη υπογραφεί μια σειρά από αμυντικές συμφωνίες με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Αλβανία, δημιουργώντας μια ευρύτατη δικτύωση αμυντικών συνεργασιών. Πρόκειται ακόμα να υπογραφούν αμυντικές συμφωνίες με τις χώρες που θα προκύψουν από τη διάσπαση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όταν διαμορφωθούν οι συνθήκες διαρκούς ειρήνης στην περιοχή. Επίσης, έχουν υπογραφεί συμφωνίες με τη Συρία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Αυτή η αμυντική δικτύωση δημιουργεί τη βάση για τη διαμόρφωση μιας πολυμερούς αμυντικής συνεργασίας, ενός υποσυστήματος ασφάλειας, που μπορεί να διασυνδεθεί με τους οργανισμούς της ΔΕΕ και του ΝΑΤΟ, διαμέσου της Ελλάδας, η οποία είναι πλήρες μέλος αυτών των οργανισμών. Βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός τέτοιου υποσυστήματος είναι η αξιοποίηση του θεσμού. ¨Σύμπραξη για την Ειρήνη.¨ (Partnership for peace).
Η περιφερειακή συνεργασία σε οικονομικό και αμυντικό επίπεδο μπορεί
να ανοίξει το δρόμο για μια βαθμιαία ενσωμάτωση ολόκληρης της περιφέρειας στο όραμα της ΕΕ. Αυτή η πολιτική, της περιφερειακής προσέγγισης προς την Ενωμένη Ευρώπη, είναι σαφώς αποτελεσματικότερη από τις μονομερείς κινήσεις κάθε χώρας. Η οποιαδήποτε κίνηση στα πλαίσια της περιφερειακής συνεργασίας αυξάνει τη διαπραγματευτική δύναμη κάθε χώρας, καθώς οδηγεί στην αποφυγή αποδοχής πιέσεων και μη ευνοϊκών συμφωνιών και όρων, που εύκολα μπορούν να επιβληθούν σε ένα μικρό κράτος.
Όλα αυτό τα στοιχεία είναι φρόνιμο να λαμβάνονται υπόψη όταν γίνεται αναφορά σε ζητήματα συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων Βαλκανικών χωρών, των Παρευξείνιων χωρών και της Μέσης Ανατολής.
H συνεργασία αυτή θα ωφελήσει σημαντικά την Ελλάδα, παρόλο που δεν εξαρτάται η επιβίωσή της απ” αυτήν. Η Ελλάδα, ως μέλος της Ενωμένης Ευρώπης προχωρεί με γοργούς ρυθμούς σύμφωνα με το πρόγραμμα σύγκλισης. Η χώρα μας θα είναι στην πρώτη ταχύτητα των χωρών της Ευρώπης στα τέλη αυτής της δεκαετίας. Για τα μη κράτη-μέλη της “Ενωσης, η διασύνδεσή τους με την Ελλάδα και η συνεργασία τους σε περιφερειακό επίπεδο θα βελτιώσει την διαπραγματευτική τους ισχύ έναντι της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και της ΔΕΕ, ενώ ταυτόχρονα θα ενδυναμώσει το όραμα της περιφερειακής συνεργασίας.