Κύριε Πρόεδρε, η εισοδηματική πολιτική για το δημόσιο τομέα έχει ήδη κλείσει με την ψήφιση του προϋπολογισμού. Συνεπώς, το νομοσχέδιο αυτό που τακτοποιεί ειδικά θέματα που αφορούν την εισοδηματική πολιτική, δεν μας δίνει την ευελιξία να κάνουμε παρατηρήσεις για βελτιώσεις σε συγκεκριμένα θέματα. Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση γι” αυτό.
Με βάση αυτά που λέγονται σ΄ αυτή την αίθουσα, νομίζω, ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να ξαναδούμε το θεωρητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίζεται αυτή η εισοδηματική πολιτική. Τώρα, έχουμε μια κατάσταση όπου το εθνικό εισόδημα, σε πραγματικές τιμές, θα ανέβει κατά 4% και τα πραγματικά εισοδήματα θα ανέβουν περίπου 3 ή κάτω από 3%. Το 3,5% αύξηση των βασικών μισθών δεν συμπαρασύρει και τις άλλες αποδοχές. Άρα, οι καθαρές αποδοχές των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα θα είναι περίπου 3 ή κάτω από 3%. Άρα, έχουμε μια αύξηση του εισοδήματος μεγαλύτερη της αύξησης των μισθωτών.
Γιατί γίνεται αυτό; Η θέση που παίρνει η κυβέρνηση, μια θέση που γενικώς επικρατεί όχι μόνο σε αυτή τη χώρα αλλά και σε άλλες χώρες, είναι ότι αντιμετωπίζουμε μία υπερβάλλουσα ζήτηση, ότι υπάρχει δηλαδή ένα λεγόμενο «παραγωγικό κενό», ότι δηλαδή η αύξηση του εισοδήματος τρέχει πιο γρήγορα από την δυνητική αύξηση του ΑΕΠ. Αυτός είναι ο ορισμός του παραγωγικού κενού. Υπάρχουν πολλές αμφισβητήσεις εάν το πράγμα είναι έτσι, αλλά η άποψη είναι ότι επειδή υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση θα πρέπει να υπάρξει μία δημοσιονομική πειθαρχία περιορισμού των δαπανών και του κόστους εργασίας. Η άποψη αυτή επίσης συνοδεύεται από μία τοποθέτηση ότι, επειδή το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από την ευρωζώνη, θα πρέπει να υπάρχει μία συμπίεση του κόστους εργασίας για να είμαστε πιο ανταγωνιστικοί. Είναι έτσι τα πράγματα; Εφαρμόζουμε μία σωστή πολιτική στην ελληνική πραγματικότητα; Η ακρίβεια, ο πληθωρισμός, τον οποίο υποθέτω θέλουμε να καταπολεμήσουμε με την περιοριστική πολιτική ζήτησης, δεν οφείλεται σε υπερβάλλουσα ζήτηση. Οφείλεται σε διαρθρωτικά προβλήματα ελλιπούς και πλημμελούς λειτουργίας της αγοράς.
Είναι σαφές, και έχει γίνει μάθημα από την εμπειρία πολλών δεκαετιών από τις άλλες χώρες, ότι όταν το πρόβλημα της αγοράς είναι διαρθρωτικό, μακροοικονομική πολιτική και χειρισμοί δημοσιοικονομικής φύσεως με περιορισμό της ζήτησης όχι μόνο δεν μειώνουν τον πληθωρισμό, αλλά αντίθετα οδηγούν σε περαιτέρω διαστρεβλώσεις και σε στασιμότητα της παραγωγής. Οδηγούν στον στασιμοπληθωρισμό. Αυτό το πράγμα δεν πρέπει να μας προβληματίσει; Δεν πρέπει να πούμε τώρα μήπως, μέσα στα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας, η προσέγγιση της μακροοικονομικής μας πολιτικής δεν είναι η κατάλληλη; Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στις διαρθρωτικές αλλαγές, στην καλύτερη λειτουργία της αγοράς και όχι στη μείωση του επιπέδου της ζήτησης.
Η πολιτική που είναι και κοινωνικά άδικη γιατί η διανομή του εισοδήματος και είναι σε βάρος των μισθωτών και είναι ακατάλληλη για να βγούμε από μία στασιμοπληθωριστική κατάσταση. Αυτό πρέπει να μας προβληματίσει. Θα μου πείτε ότι δεν συμβαίνει αυτό, διότι παρά το γεγονός ότι έχουμε υψηλό πληθωρισμό η αύξηση του εισοδήματος είναι υψηλή, είναι όπως αναφέραμε σε πραγματικές τιμές 4%. Αλλά προσέξτε γιατί γίνεται αυτό. Γίνεται διότι η περιοριστική πολιτική που ασκεί το δημόσιο αντισταθμίζεται με μία χαλαρή νομισματική πολιτική. Η ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα είναι μεγάλη και το έλλειμμα στα νοικοκυριά αντισταθμίζεται με δανεισμό. Έτσι, λοιπόν, έχουμε μία υψηλή σχετικά ιδιωτική κατανάλωση, πάνω από τις ικανότητες των νοικοκυριών, ακριβώς λόγω του ιδιωτικού δανεισμού. Τι γίνεται λοιπόν; Μεταφέρουμε, το έλλειμμα του δημόσιου τομέα σε έλλειμμα του ιδιωτικού τομέα. Εδώ υπάρχει ο εξής κίνδυνος: Όχι μόνο μπορεί κάποια στιγμή να αντιμετωπίσουμε προβλήματα έξαρσης του πληθωρισμού και του στασιμοπληθωρισμού, αλλά μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε σημεία ανεξέλεγκτης τραπεζικής κρίσης, τη στιγμή μάλιστα που τα διεθνή Χρηματιστήρια βρίσκονται σε μια πάρα πολύ επικίνδυνη καμπή.
Άρα, λοιπόν, πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα μήπως η πολιτική που βασίζεται στη θεωρία της συναίνεσης της Ουάσιγκτον είναι μία πολιτική που δεν είναι η ενδεδειγμένη για τη χώρα μας αυτή τη στιγμή και μήπως πρέπει να ξαναδούμε το θέμα της μακροοικονομικής πολιτικής από μία άλλη πλευρά, από την διαρθρωτική πλευρά. Εάν το κάνουμε αυτό, τότε αυτό το οποίο θα προέχει, δεν είναι τόσο μία σκληρή εισοδηματική πολιτική, που όπως ανέφερα μπορεί να είναι και αντίθετη στην έννοια της σταθερότητας, αλλά μία παρέμβαση στην οικονομία, στο χώρο της διάρθρωσης της παραγωγής, της λειτουργίας των αγορών και στη μείωση του πληθωρισμού μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές.
Εδώ δηλαδή κινδυνεύουμε να ακολουθήσουμε μία πολιτική η οποία ενέχει θυσίες για τους εργαζόμενους και όχι μόνο δεν θα αποδώσει, αλλά μπορεί να εντείνει φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού και στο μέλλον. Εγώ θα ήθελα να ανοίξει αυτή η συζήτηση και δεν ξέρω άλλο πιο κατάλληλο μέρος, παρά αυτή την Επιτροπή. Θα ήθελα και ο κ. Υπουργός να τοποθετηθεί και να έχουμε και εισηγήσεις από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Δεν αρκεί η κατάθεση μόνο του διοικητή της ΤτΕ. Κατ΄ ανάγκη και εξ ορισμού, ο διοικητής της ΤτΕ θα κοιτάξει αυτό το θέμα από τη νομισματική πλευρά, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες πλευρές στην οικονομία, πραγματικές και ουσιαστικές, οι οποίες δεν εμπεριέχονται σε αυτό το πακέτο της μακροοικονομικής πολιτικής.
Θέλω να σας υπενθυμίσω ότι αυτή η πολιτική που εφαρμόστηκε σε πολλές χώρες με διαρθρωτικά προβλήματα, οδήγησε σε καταστρεπτικές καταστάσεις τις οικονομίες. Σήμερα, η «Συναίνεση Ουάσιγκτον», όπως λέμε, αυτό το πακέτο το οποίο είχε προβληθεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο με μεγάλη χρονική στέρηση το δέχθηκε και η Ευρώπη με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έχει απαξιωθεί. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η μόνη χώρα, η οποία δεν ακολούθησε το σύμφωνο της Ουάσιγκτον, ήταν οι ίδιες οι ΗΠΑ, οι οποίες ακολούθησαν σοφά μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Για αυτό το λόγο έχουν και χαμηλή ανεργία και χαμηλό πληθωρισμό με εξωτερικό δανεισμό. Αυτά δεν πρέπει να μας προβληματίσουν; Διότι εάν είναι έτσι, εάν αυτά τα οποία λέω έχουν κάποια βάση, έχει έρθει η στιγμή να δούμε πώς να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο. Με το να έχουμε κάθε χρόνο μία ατελέσφορη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, που δεν μας οδηγεί σε μείωση του πληθωρισμού και σε καταπολέμηση των διαρθρωτικών προβλημάτων της χώρας, απλά, από τον ένα χρόνο στον άλλο, διαιωνίζουμε ένα αδιέξοδο. Μήπως πρέπει να δούμε το πράγμα αλλιώς; Εγώ νομίζω και προτείνω, κύριε Πρόεδρε, να ανοίξει αυτή η συζήτηση για να μελετήσουμε την προοπτική για τα επόμενα χρόνια.
Τώρα, παρά τα πολύ στενά περιθώρια της δημοσιονομικής πολιτικής που έχουμε και που έχει καθιερώσει ο προϋπολογισμός, αλλά εν΄ όψει του γεγονότος ότι η κυβέρνηση πιστεύει ότι το έλλειμμά της θα είναι κάτω από 3% αυτό το χρόνο, μπορεί να υπάρξει κάποια ελαστικότητα και, τουλάχιστον, η τμηματική καταβολή σε τέσσερις δόσεις για τους εκπαιδευτικούς και για τους νοσοκομειακούς να συντμηθεί σε δύο δόσεις. Αυτό θα είναι τουλάχιστον μία μικρή ανακούφιση και μία ένδειξη ευαισθησίας στις τάξεις των μισθωτών που αδικούνται με αυτή την εισοδηματική πολιτική και φοβάμαι ότι αδικούνται για λάθος λόγους.