Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, καταθέτω τη διαμαρτυρία μου στο Προεδρείο, ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει αξιοπρεπώς το Κοινοβούλιο με αυτές τις διαδικασίες. Πρέπει να δίνεται επαρκής χρόνος στους Βουλευτές για να μελετούν το νομοσχέδιο.
Τα σχόλιά μου για το νομοσχέδιο επιφυλάσσομαι να τα κάνω στην Ολομέλεια. Η εισήγηση του εισηγητού μας κάλυψε ως προς τα θέματα που ήθελα και εγώ να βάλω. Θέλω όμως να υποβάλω ένα ερώτημα στον κ. Υπουργό.
Εδώ μιλάμε ουσιαστικά για το μεγάλο θέμα της διαχείρισης της περιουσίας του ελληνικού Δημοσίου. Το Δημόσιο έχει και χρέος αλλά έχει και περιουσία. Πώς διαχειριζόμαστε αυτά τα δύο σκέλη είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό θέμα. Τι γίνεται με αυτό το νομοσχέδιο; Ο επενδυτής έχει δύο επιλογές. Η μία είναι να τοποθετήσει τα χρήματά του σε ομόλογα του Δημοσίου, από τα οποία θα κερδίσει, ας πούμε 4,5%, ή να επενδύσει τα χρήματά του στην αγορά ενός ακινήτου του Δημοσίου. Φυσικά, αυτό θα το κάνει μετά από ενδελεχή μελέτη και εφόσον η απόδοση της τοποθέτησης αυτής θα είναι πάνω από 4,5%, ας πούμε 6%. Αυτό έχει κάποιο νόημα από τη μεριά του επενδυτή.
Τώρα να δούμε και τη μεριά του κράτους. Το κράτος αποσβένει το χρέος του με αυτή την αγορά του ακινήτου, άρα δεν επιβαρύνεται με 4,5% τόκο αλλά, ταυτόχρονα, θα πληρώνει το νοίκι, το οποίο εμπεριέχει μια απόδοση 6%. Άρα, εξορισμού, με τη μέθοδο αυτή το κράτος χάνει. Μειώνεται η καθαρή περιουσία του. Μόνο δύο περιπτώσεις μπορώ να σκεφθώ που αυτό δεν συμβαίνει.
Η μια περίπτωση είναι τα χρήματα αυτά το κράτος να μην τα διαθέσει για την απόσβεση του δημόσιου χρέους αλλά για επενδύσεις που θα έχουν κοινωνική απόδοση πάνω από 6%. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να μας πείτε ότι αυτά τα χρήματα θα πάνε σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα επενδύσεων και να το ξέρουμε
Η δεύτερη περίπτωση είναι το κράτος να βρίσκεται κάτω από τέτοια ταμειακή ανάγκη όπου το κόστος αγοράς, το 4,5% δηλαδή, να μην αντικατροπτίζει την πραγματική οικονομική κατάστασή του. Και σπεύδει το κράτος να προλάβει τις αντιδράσεις της αγοράς γιατί στο μέλλον η κατάσταση θα είναι χειρότερη. Εάν είναι αυτό, και πάλι θα πρέπει να μας το πείτε.
Άρα, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, εξ΄ ορισμού η διαδικασία αυτή μειώνει την καθαρή περιουσία του Δημοσίου. Το μόνο που μπορώ να δω είναι ότι, κάτω από την πίεση του δημοσιοοικονομικού ελέγχου για τη μείωση του δημοσίου χρέους, σπεύδουμε να πουλήσουμε περιουσία του Δημοσίου, μειώνοντας μακροπρόθεσμα την περιουσία του Δημοσίου. Θα ήθελα ο κ. Υπουργός να μου απαντήσει σε αυτό το ερώτημα γιατί από την απάντηση που θα πάρω θα εξαρτηθούν και άλλες τοποθετήσεις που θέλω να κάνω.
ΠΕΤΡΟΣ ΔΟΥΚΑΣ, Υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών: Σύμφωνα με τη λογική που παραθέσατε κ. συνάδελφε, σε κανένα κράτος του κόσμου δεν θα ίσχυε οποιαδήποτε νομοθεσία πώλησης και επαναμίσθωσης. Δέχομαι αυτό που λέτε, 4.5% με 6,5%. Ο ιδιώτης θα προτιμήσει κάτι παραπάνω από τον ελάχιστο τόκο που πληρώνει το Δημόσιο. Αλλά υπάρχει η εξής διαφορά στα αρχικά ποσά. Μια δουλειά την οποία θα το Δημόσιο θα την έκανε σε μια α΄ ποιότητα με 250 εκατ. , ο ιδιώτης θα μπορέσει να την κάνει πιο γρήγορα και με λιγότερα χρήματα, εφόσον το βάρος πέφτει επάνω του να κάνει αυτή τη δουλειά. Δεν έχει υπάρξει δημόσιο έργο το οποίο να μην κόστισε – και το γνωρίζετε κύριοι συνάδελφοι – πάνω από 50% έως 100% της αρχικής πρόβλεψης. Επομένως, κύριε συνάδελφε, δέχομαι αυτό το οποίο λέτε για το 4,5% με 6,5%. Αλλά τα ποσά πάνω στα οποία θα συγκριθεί το 4,5% και το 6,5% δεν θα είναι τα ίδια. Το ένα θα είναι πολλά τοις εκατό παραπάνω από το άλλο.