Κυρίες και κύριοι σύνεδροι, φίλες και φίλοι,
Κύριε Πρόεδρε, θέλω να σας ευχαριστήσω θερμότατα για την πρόσκλησή σας και να σας συγχαρώ για την επιλογή του θέματος του σημερινού Συνεδρίου. Το θέμα αυτό είναι και σημαντικό και διαχρονικό. Κάθε χρόνο, το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί θέμα αιχμής στην εκπαιδευτική, την πανεπιστημιακή κοινότητα και σε κάθε οικογένεια. Και νομίζω ότι, αυτή τη φορά, θα πρέπει να το προσεγγίσουμε με βάση τις εμπειρίες που έχουμε αποκομίσει από τις διάφορες προσεγγίσεις στο παρελθόν. Υπάρχει ένας κίνδυνος: να συζητήσουμε το θέμα αυτό σε ένα στενό πλαίσιο και να περιοριστούμε απλώς σε τεχνικές αναλύσεις μεθόδων πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Προτείνω να συζητήσουμε το θέμα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σχετικά με το ρόλο της σύγχρονης παιδείας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου, το ρόλο της παιδείας στην έρευνα και την τεχνολογία, αλλά και τη σχέση της ανώτατης εκπαίδευσης με την οργάνωση της παραγωγής και την αγορά εργασίας.
Θα πρέπει να εξετάσουμε αυτά τα θέματα, να πάρουμε θέσεις πάνω σε αυτά, για να αποφασίσουμε ακριβώς πώς θα οργανώσουμε το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι συζητήσεις που διεξήχθησαν στο παρελθόν έγιναν μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Θέλω να αναφέρω δύο βασικές αλλαγές που έγιναν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και έχουν αλλάξει το περιεχόμενο του προβληματισμού. Η μία αφορά στον αριθμό εισακτέων και η δεύτερη στη σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού. Θέλω να σας δώσω ορισμένα στοιχεία για τις αλλαγές αυτές.
Παλαιότερα η αγωνία του τελειόφοιτου λυκείου ήταν: «θα μπω σε ανώτατη σχολή»; Σήμερα το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι: «θα μπω σε ένα τμήμα της προτίμησής μου»; Και παραπέρα, «θα έχει ουσιαστικό περιεχόμενο το πτυχίο αυτό, όταν θα αποφοιτήσω από το πανεπιστήμιο ή από το ΤΕΙ;» Θα πρέπει λοιπόν να μελετήσουμε με σύγχρονους όρους τον προβληματισμό αυτό.
Πρώτα απ” όλα, για τον αριθμό των εισακτέων. Θα μου επιτρέψετε να σας δώσω μερικά στοιχεία που πιστεύω ότι θα είναι χρήσιμα στις συζητήσεις των επομένων ημερών.
Πριν μερικά χρόνια, πριν από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1996 – 2000, περίπου 20.000-22.000 απόφοιτοι λυκείου έμπαιναν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ υπέβαλαν αιτήσεις για εισαγωγή περίπου 85.000 – 90.000. Δηλαδή, ένας στους τέσσερις έμπαινε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι υπόλοιποι έδιναν για δεύτερη και τρίτη φορά εξετάσεις για να μπουν στο πανεπιστήμιο, άλλοι έφευγαν στο εξωτερικό (φοιτητική μετανάστευση) και, τέλος, κάποιοι επέλεγαν σχολές σε ιδιωτικά ή σε δημόσια ΙΕΚ ή έμπαιναν κατευθείαν στην αγορά εργασίας.
Αυτή η κατάσταση άλλαξε άρδην την περίοδο 1996 – 2000. Από 49.638 εισακτέους που είχαμε το 1996, φθάσαμε το 2000 στους 85.051 εισακτέους, δηλαδή σχεδόν όσοι ήταν και οι απόφοιτοι του ενιαίου λυκείου. Σήμερα, το 2007, ο αριθμός των εισακτέων έχει καθοριστεί στις 83.268 και οι απόφοιτοι του ενιαίου λυκείου που υπέβαλαν αιτήσεις για να μπουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν 70.000 και 13.000 από τα ΤΕΕ. Δηλαδή, το σύνολο των αποφοίτων ήταν περίπου ο αριθμός των εισακτέων. Αυτοί που επιχείρησαν να μπουν στα πανεπιστήμια ήταν περισσότεροι, περίπου 100.000, γιατί υπήρχαν και απόφοιτοι άλλων ετών που προσπάθησαν για μία ακόμη φορά να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο. Αλλά ο αριθμός των εισακτέων έχει αλλάξει τώρα δραματικά την κατάσταση και το θέμα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση παίρνει ένα τελείως διαφορετικό νόημα. Και αυτό θα ήθελα να το τονίσω.
Το δεύτερο είναι ότι έχει αλλάξει δραματικά η σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού. Είχαμε συνηθίσει φοιτητές ηλικίας 18 – 24 ετών να αποτελούν το βασικό κορμό της φοιτητικής κοινότητας. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, αλλά έχουν γίνει πολλές αλλαγές. Πριν από το 1996, ουσιαστικά δεν υπήρχαν μεταπτυχιακά προγράμματα στην Ελλάδα. Τα μεταπτυχιακά προγράμματα αυξήθηκαν από το 1996 με ραγδαίους ρυθμούς. Σήμερα έχουμε στην Ελλάδα 349 μεταπτυχιακά προγράμματα με 35.000 μεταπτυχιακούς φοιτητές. Άρα, όταν μιλάμε για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν μιλάμε μόνο για πρόσβαση σε προπτυχιακά προγράμματα σπουδών, αλλά και για ζητήματα πρόσβασης στα μεταπτυχιακά προγράμματα. Και αυτό είναι ένα ακόμα θέμα που θα ήθελα να εξετασθεί σ΄ αυτό το συνέδριο.
Ακόμα, έχουμε μία έκρηξη στο χώρο της δια βίου εκπαίδευσης. Η σύγχρονη τεχνολογία αλλάζει και το άτομο αισθάνεται την ανάγκη να έχει μία συνεχή επαφή με την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να πάει για μετεκπαίδευση ή να πάρει ένα άλλο πτυχίο και πολλοί, που δεν μπήκαν στο πανεπιστήμιο στα 18 ή στα 20 τους χρόνια – είτε γιατί δεν μπόρεσαν τότε, είτε γιατί δεν ήθελαν, είτε γιατί είχαν άλλα σχέδια – άλλαξαν γνώμη αργότερα και επιθυμούν στην ηλικία των 35 ή και 40 χρόνων να έχουν πρόσβαση σε πανεπιστημιακή γνώση. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που έκαναν οικογένεια και δεν είχαν πάει στο πανεπιστήμιο, που στα 35 ή στα 40 τους χρόνια έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο και θέλουν να έχουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η δια βίου εκπαίδευση είναι πάρα πολύ σημαντική στις σύγχρονες κοινωνίες. Και στην Ελλάδα είναι ένας σημαντικός τομέας. Σήμερα, με το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, υπάρχει πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όχι μόνο για τους αποφοίτους λυκείου αυτής της χρονιάς, αλλά και για ενήλικες. Οι αιτήσεις φέτος για το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο ήταν 72.000 για 7.000 θέσεις. Υπάρχει τεράστια πίεση και τεράστια ζήτηση εκεί.
Το θέμα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για ενήλικες, για τη δια βίου μάθηση, είναι μία άλλη διάσταση, που δεν την είχαμε συζητήσει στο παρελθόν και πρέπει να τη συζητήσουμε τώρα. Εδώ θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της περιόδου 1996 – 2000, είχαμε καθιερώσει και τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ), όπου για τους ενήλικες που είχαν τα απαιτούμενα προσόντα, υπήρχε η δυνατότητα παράλληλης φοίτησης σε προγράμματα που οδηγούσαν σε πανεπιστημιακό δίπλωμα, δίπλα από τα συμβατικά προγράμματα? αυτή ήταν η δια βίου εκπαίδευση. Πέρασαν από αυτά τα Προγράμματα 7.000 ενήλικες και τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενθαρρυντικά. Αυτοί που πήραν δίπλωμα από τα ΠΣΕ είχαν καλύτερη καριέρα στην αγορά, γιατί ακριβώς έκαναν μία επιλογή με ώριμη σκέψη, αφού ήξεραν πού θέλουν να πάνε.
Το πρόβλημα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι δύσκολο, γιατί υπάρχουν βαθύτατες ιδεολογικές διαφορές σχετικά με αυτό το ζήτημα. Έχω συμφωνήσει πολλές φορές με τη φίλη μου, την κα. Γιαννάκου, αλλά διαφωνώ πολύ με την προσέγγιση που υιοθετεί στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Υπάρχουν δύο θεωρίες. Η μία θεωρία είναι ότι ο πολίτης ο οποίος έχει τα απαραίτητα προσόντα και θέλει να έχει πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή στο χώρο της γνώσης που λέγεται πανεπιστήμιο ή ΤΕΙ, πρέπει να έχει ελεύθερη πρόσβαση. Και θα έρθω σε αυτό το θέμα στη συνέχεια.
Υπάρχει και μία άλλη προσέγγιση, εκείνη του κλειστού αριθμού πρόσβασης, ότι δηλαδή, ουσιαστικά το πανεπιστήμιο κάνει εκ των πραγμάτων επαγγελματικό προγραμματισμό. Χρειαζόμαστε τόσους γιατρούς, θα περιορίσουμε τον αριθμό των εισακτέων. Χρειαζόμαστε τόσους δικηγόρους, θα περιορίσουμε τον αριθμό των εισακτέων στη Νομική Σχολή. Χρειαζόμαστε τόσους μηχανικούς, θα περιορίσουμε τον αριθμό των εισακτέων στο Πολυτεχνείο με βάση το ποια πιστεύουμε ότι θα είναι η ζήτηση στην αγορά εργασίας για μηχανικούς αργότερα. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, μία στενή θεώρηση, η οποία είναι και ανέφικτη και αναποτελεσματική. Πρώτα απ” όλα, το άτομο το οποίο θέλει να σπουδάσει ένα συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο, εάν δεν του δοθεί η δυνατότητα στην Ελλάδα, εφ΄ όσον έχει τα προσόντα, θα σπουδάσει στο εξωτερικό. Πολλοί ήθελαν πρόσβαση στην Ιατρική Σχολή στην Ελλάδα, δεν μπήκαν και πήγαν στο εξωτερικό, όπου και σπούδασαν γιατροί. Σήμερα, 40% των αποφοίτων των γιατρών είναι από σχολές του εξωτερικού. Επομένως, δεν μπορείς να κάνεις επαγγελματικό προγραμματισμό?- και να θέλεις να κάνεις επαγγελματικό προγραμματισμό με βάση το σχεδιασμό που έχεις υπόψη σου για την οικονομία του μέλλοντος – επειδή τα πανεπιστήμια και οι ορίζοντες είναι ανοιχτοί.
Αλλά πέρα από αυτό, δεν νομίζω ότι πρέπει να αρνηθούμε το δικαίωμα σε όποιον έχει τα αναγκαία προσόντα να έχει πρόσβαση στο χώρο της γνώσης. Και εδώ μπαίνει μία βαθιά φιλοσοφική ερώτηση. Τι είναι το πανεπιστήμιο και για ποιους είναι; Το πανεπιστήμιο είναι γι” αυτούς που έχουν τα προσόντα για να παρακολουθήσουν ένα Πρόγραμμα Σπουδών. Θα πρέπει να πούμε και το εξής: Το πανεπιστήμιο δεν κάνει επαγγελματικό προγραμματισμό και δεν έχει σχέση με τα επαγγελματικά δικαιώματα. Το αν θα γίνεις γιατρός, το αν θα γίνεις δικηγόρος ή αν θα γίνεις καθηγητής μαθηματικών, αυτό δεν θα το αποφασίσει το πανεπιστήμιο. Αυτό θα αποφασιστεί μέσα στις διαδικασίες της παραγωγής. Βέβαια, το πανεπιστήμιο, δίνοντας σου τις βάσεις και τις υποδομές, σε βοηθάει να αποκτήσεις επαγγελματικές δεξιότητες, για να μπορέσεις να ανταποκριθείς στις επαγγελματικές απαιτήσεις. Το πανεπιστήμιο, όμως, δεν κλείνει τις πόρτες με βάση κάποιον επαγγελματικό προγραμματισμό, ούτε με βάση κάποιες υποκειμενικές υποθέσεις, πόσους γιατρούς, πόσους μηχανικούς, πόσους καθηγητές κλπ. χρειαζόμαστε. Είναι χώρος της γνώσης.
Το θέμα λοιπόν κατ” εμέ δεν είναι αν θα υπάρξει ανοιχτή ή όχι πρόσβαση. Το θέμα είναι τι γίνεται μέσα στο πανεπιστήμιο και πώς γίνονται αυτές οι επιλογές. Μα θα μου πείτε: Ναι, πράγματι, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που αυτοί που αποφοιτούν από το Λύκειο, μπορούν να πάνε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αλλά μπορεί να πάει ο καθένας στο τμήμα που θέλει; Μπορεί όλοι να γίνουν γιατροί; Μπορεί όλοι όσοι θέλουν να γίνουν φαρμακοποιοί; Μπορεί όλοι να γίνουν μηχανικοί; Εδώ το θέμα της ανοιχτής πρόσβασης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά.
Το πρώτο που θέλω να αναφέρω είναι ότι κανένα σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν θα πετύχει, εάν δεν λύσουμε το θέμα των ικανοποιητικών σπουδών σε επίπεδο λυκείου. Στο λύκειο ή θα μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα ή δεν θα μαθαίνουν. Εάν το απολυτήριο λυκείου έχει αξία, εάν πιστοποιούμε δηλαδή ότι στο λύκειο το παιδί έχει μάθει τα γράμματα που χρειάζονται και έχει την υποδομή για να παρακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές, γιατί όχι; Δεν μπορούν λοιπόν οι μαθητές να τελειώνουν ένα λύκειο στο οποίο δεν μαθαίνουν γράμματα και μετά να κόβονται στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Είναι καλύτερα να πούμε ότι τα παιδιά θα τα βοηθήσουμε, αναβαθμίζοντας τις σπουδές στο λύκειο και δίνοντάς τους, εφ΄ όσον πάρουν το απολυτήριο λυκείου και έχουν την ικανότητα να παρακολουθήσουν σπουδές σε ΑΕΙ – ΤΕΙ, το δικαίωμα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η μεγάλη σύγκρουση που αντιμετώπισα εγώ στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1996-2000 ήταν ακριβώς αυτή. Επιχειρήσαμε – και σε μεγάλο βαθμό επιτύχαμε – να κάνουμε το λύκειο μια σοβαρή υπόθεση. Στο λύκειο έπρεπε να γίνει ουσιαστική αναβάθμιση των σπουδών, έπρεπε να υπάρξει αντικειμενική αξιολόγηση της σχολικής επίδοσης των μαθητών και τα παιδιά που έπαιρναν το απολυτήριο του ενιαίου λυκείου να έχουν, με αντικειμενικά κριτήρια, αποδείξει ότι έχουν περάσει τη δοκιμασία, ότι έχουν τη γνώση την οποία χρειάζεται ο πολίτης για να διεκδικήσει πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς άλλες εξετάσεις.
Εάν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα των ικανοποιητικών σπουδών στο λύκειο και πιστέψουμε ότι η πρόσβαση πρέπει να είναι ανοιχτή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τότε δεν θα υπάρχει θέμα γενικών εξετάσεων, δεν θα υπάρχει θέμα επιλογής πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Υπάρχει, ωστόσο, θέμα επιλογής συγκεκριμένων τμημάτων. Στην περίπτωση αυτή, πιστεύω ότι πρέπει να γίνει είναι το εξής: Η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να γίνεται σε μεγάλους, πέντε κατά τη γνώμη μου, εισαγωγικούς κύκλους, στα πέντε βασικά γνωστικά πεδία που έχουμε και σήμερα. Δεν θα μπαίνεις δηλαδή στο Τμήμα Πληροφορικής, στο Τμήμα Φυσικής, στο Τμήμα Μαθηματικών, αλλά θα μπαίνεις σε ένα μεγάλο γνωστικό πεδίο και, μετά από πανεπιστημιακές σπουδές 1ου κύκλου, ενός ή δύο ετών, η επιλογή του τμήματος φοίτησης, αν δηλαδή θα πας στην Ιατρική, στη Φαρμακευτική ή σε Υγειονομική Σχολή ή αν θα πας στα Μαθηματικά ή στην Πληροφορική ή αλλού, θα γίνεται μέσα στο πανεπιστήμιο, μετά από αξιολόγηση από πανεπιστημιακές σχολές, εάν πράγματι ο φοιτητής κάνει για εκείνη ή για την άλλη σχολή. Έτσι, θα έχει και ο ίδιος ο φοιτητής μία καλύτερη γνώση και για τις σπουδές και για τις δικές του ικανότητες. Επομένως, στο πρώτο στάδιο θα έχουμε μία ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε αυτούς τους μεγάλους εισαγωγικούς κύκλους και τα μεγάλα γνωστικά πεδία. Η εξειδίκευση ή η επιλογή θα γίνεται αργότερα, κατά τμήματα, με πανεπιστημιακά κριτήρια και με βάση την πανεπιστημιακή επίδοση των φοιτητών μέσα στο πανεπιστήμιο, ας πούμε, στο δεύτερο έτος.
Προχωρώ και σε κάτι άλλο. Έτσι, όπως έχει προχωρήσει η γνώση, σε ελάχιστα επαγγέλματα το πρώτο πτυχίο είναι ουσιαστικά και επαγγελματικό πτυχίο. Χρειάζεται και το μεταπτυχιακό. Άρα η εξειδίκευση έρχεται αργότερα. Πρέπει να δούμε το πρώτο πτυχίο ως πτυχίο περισσότερο ευρύτερης γνώσης και λιγότερο συγκεκριμένης επαγγελματικής εξειδίκευσης.
Αυτά είναι δύσκολα θέματα για να γίνουν αποδεκτά. Πρέπει όμως να τα συζητήσουμε. Πρώτα απ” όλα πρέπει να πείσουμε και την ελληνική οικογένεια ότι δεν είναι ανάγκη κάθε παιδί να πηγαίνει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα παιδιά θα πάνε – διευκρινίζω ότι η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να είναι ανοιχτή – εάν το θέλουν, εάν το επιθυμούν και εάν το μπορούν. Θα πρέπει παράλληλα να αναπτυχθεί ικανοποιητικά και η τεχνική εκπαίδευση. Υπάρχουν μαθητές που δεν έχουν κλίση σε πανεπιστημιακές σπουδές αλλά μπορούν θαυμάσια να γίνουν τεχνικοί και να έχουν μία επιτυχημένη επαγγελματική ζωή και καριέρα. Αυτή η εμμονή της οικογένειας, να πάει το παιδί της οπωσδήποτε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καταστρέφει τις επαγγελματικές προοπτικές του ίδιου του παιδιού.
Αυτό που πρέπει να κατανοήσει η ελληνική οικογένεια είναι ότι το πτυχίο του πανεπιστημίου δεν κατοχυρώνει επαγγελματικό δικαίωμα. Το πανεπιστήμιο είναι πρόσβαση στο χώρο της γνώσης γι” αυτούς που μπορούν και θέλουν.
Εάν αυτά γίνουν κατανοητά, θα μπορέσουμε ίσως να προχωρήσουμε προς τη σωστή κατεύθυνση. Τελειώνω με αυτήν την παρατήρηση: στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης 1996 – 2000, είχαμε προχωρήσει στο ένα σκέλος. Είχαμε προχωρήσει, δηλαδή, σε μία ουσιαστική, αντικειμενική και ίσως πιο αυστηρή αντιμετώπιση των σπουδών στο ενιαίο λύκειο. Δεν ήταν εύκολο να πάρει κανείς τότε απολυτήριο ενιαίου λυκείου. Αλλά αν έπαιρνε το απολυτήριο του ενιαίου λυκείου, η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τουλάχιστον για το έτος 2000, ήταν ανοιχτή. Αυτό που δεν είχαμε ολοκληρώσει είναι το δεύτερο σκέλος, δηλαδή της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε εισαγωγικούς κύκλους και την κατάταξη στ τμήματα μετά από σπουδές δύο ετών μέσα στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ. Αυτό δεν το είχαμε προχωρήσει γιατί απαιτούνταν ριζικές αλλαγές μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ, όπου δεν είχαμε το χρόνο να πραγματοποιήσουμε γιατί έφτασε το 2000 και η μεταρρύθμιση σταμάτησε εκεί. Αυτά όμως είναι χρήσιμες εμπειρίες. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, που ξανασυζητάμε το θέμα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, νομίζω ότι θα πρέπει να αρχίσουμε μελετώντας τις επιτυχημένες και μη επιτυχημένες εμπειρίες, για να δώσουμε επιτέλους μία κατεύθυνση στο πού θα πάει το πανεπιστήμιο.
Κλείνοντας, επαναλαμβάνω και επισημαίνω ότι η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αφορά μόνο τις προπτυχιακές σπουδές των φοιτητών των 18 ετών, αλλά και τα μεταπτυχιακά προγράμματα? αφορά, επίσης και τους ενήλικες που ζητούν και αυτοί αργότερα, στην ηλικία των 30 ή 40 χρόνων, να έχουν πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και στη γνώση.
Τα παραπάνω είναι κάποιες σκέψεις που ήθελα να καταθέσω για προβληματισμό. Θα παρακολουθήσω τις εργασίες σας με μεγάλο ενδιαφέρον και ελπίζω να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα. Όπως είπε η κα Γιαννάκου, η συναίνεση δεν είναι εύκολη αλλά, τουλάχιστον, να υπάρχει μία συνεννόηση ανάμεσά μας για ποιο πράγμα μιλάμε και προς ποια κατεύθυνση θέλουμε να πορευθούμε.
Σας ευχαριστώ.