«Να εγκαταλείψουμε το φοβικό σύνδρομο»
Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ προτείνει αλλαγή πλεύσης για να βγούμε από τα αδιέξοδα

Υποστηρίζεται συχνά ότι ο χρόνος εργάζεται εναντίον μας. Πόσο αυτό ευσταθεί σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο και πόσο έχουν γίνει χειρότερα τα πράγματα από το 2004 όταν απορρίψαμε το σχέδιο Ανάν;
Αν δούμε αντικειμενικά το ζήτημα, θα πρέπει να πούμε ότι σήμερα η Κύπρος βρίσκεται σε καλύτερη διαπραγματευτική θέση απ” ότι το 2004, για δυο λόγους. Πρώτον, με την ετυμηγορία του λαού κατάλαβαν και οι Ευρωπαίοι και οι ΗΠΑ ότι οι Ελληνοκύπριοι τράβηξαν μια κόκκινη γραμμή και δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν κακή λύση. Δεύτερον μετά το 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ισότιμο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν συνειδητοποιήσουμε αυτά τα γεγονότα πρέπει να αντιληφθούμε ότι βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση σήμερα. Δεν νομίζω όμως ότι το έχουμε κάνει και εκτιμώ ότι λειτουργούμε κάτω από ένα φοβικό σύνδρομο ότι ο χρόνος εργάζεται σε βάρος μας κι ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε συνομιλίες και σ” ένα νέο οδυνηρό συμβιβασμό.
Εγώ διαφωνώ με την άποψη αυτή και καλώ όλους να προβληματιστούμε, όχι μέσα στο παλαιό πλαίσιο που γινόντουσαν οι συνομιλίες, αλλά το νέο πλαίσιο που δημιούργησε η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Να επανατοποθετήσουμε το Κυπριακό σε άλλη βάση. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι η συμφωνία που θα μπορεί να γίνει μέσα στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη συμβίωση και συνεργασία των δύο κοινοτήτων. Είναι κι αυτό ένα σοβαρό θέμα, αλλά είναι εσωτερικό ζήτημα που δεν μπορεί να λυθεί αν πρώτα δεν προτάξουμε την ουσία του προβλήματος που είναι η ρίζα του κακού.
Τη διεθνή διάσταση του Κυπριακού, δηλαδή το θέμα εισβολής, παράνομης κατοχής εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παράνομου εποικισμού, πολιτικής εθνοκάθαρσης και αρπαγής περιουσιών ιδιωτών. Αυτά τα θέματα τα είχαμε θέσει και στο παρελθόν στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Οι αποφάσεις των Ην. Εθνών όμως, δεν έχουν κυρωτικές συνέπειες. Σήμερα όμως στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ξαναβάζοντας αυτά τα θέματα ως προϋπόθεση λύσης κι όχι ως συνέπεια της λύσης, μπορούμε να πάρουμε αποφάσεις και από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, αλλά και από πολιτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία θα προωθήσουν τη θέση της Κύπρου, θα στριμώξουν την Τουρκία και θα ανοίξουν διάπλατα τις προοπτικές μιας λύσης όχι στο παλαιό πλαίσιο, αλλά στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κεκτημένου και των ευρωπαϊκών θεσμών.

Μα ήδη κάποιες αποφάσεις στο επίπεδο αυτό, έχουν εξασφαλιστεί από ιδιωτικές προσφυγές στο ΕΔΑΔ.
Αλλά βλέπετε στο σχέδιο Ανάν υπήρχε πρόνοια να τερματιστούν οι προσφυγές αυτές. Αυτό που τώρα λέω είναι ότι μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αδιανόητο να υιοθετηθεί μια λύση που παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα και ευρωπαϊκό κεκτημένο. Άρα, θα πούμε ότι αυτά ισχύουν και η λύση που επιδιώκουμε στο εσωτερικό πρόβλημα, στο θέμα της συμβίωσης των δυο κοινοτήτων, πρέπει να υπηρετεί αυτές τις αρχές.

Είναι θέμα πολιτικής βούλησης να αλλάξουμε πορεία. Εκτιμάτε ότι μπορεί να γίνει αυτό από τις Κυβερνήσεις Λευκωσίας και Αθήνας;
Η αισιοδοξία μου πηγάζει όχι από αυτά που κάνουν οι ηγεσίες στην Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά από την κινητοποίηση της κοινής γνώμης στις δυο χώρες. Ας μη ξεχνούμε ότι στην ετυμηγορία του λαού το 2004, δεν ήταν τα πολιτικά κόμματα που ηγήθηκαν για να φτάσουμε στο αποτέλεσμα εκείνο. Ήταν ο λαός που προχώρησε, έκανε συλλαλητήρια. Τα κόμματα παρασύρθηκαν από τον λαό.
Θυμάμαι ότι στα δυο συλλαλητήρια που ήμουν παρών εδώ στην Κύπρο, εκτός από τον Βάσο Λυσσαρίδη, ελάχιστοι είχαν πάρει θέση. Τα κόμματα ακολούθησαν τη λαϊκή κινητοποίηση. Το ίδιο και στην Ελλάδα. Η αισιοδοξία μου λοιπόν πηγάζει από την ιστορική εμπειρία που θέλει τους λαούς να παίρνουν πρωτοβουλίες, να παίρνουν την τύχη στα χέρια τους και δημιουργούν πιέσεις στις πολιτικές ηγεσίες να αλλάζουν πολιτική.

Το ερώτημα είναι αν είναι φρόνιμο να περιμένουμε να φτάσουμε πάλι σε οριακό σημείο, όπως το 2004, για να υπάρξει η όποια κινητοποίηση για να αποτρέψουμε επερχόμενο κίνδυνο.
Έχετε δίκιο. Έχουμε αργήσει. Το συλλαλητήριο που έγινε στη Λευκωσία στην επέτειο του όχι στο δημοψήφισμα, είχε αυτή την έννοια. Της κινητοποίησης έξω από πολιτικούς θεσμούς. Το γεγονός ότι παραβρέθηκαν αντιπροσωπείες κομμάτων, εκτός από το ΑΚΕΛ και τον ΔΗΣΥ, ήταν σημαντικό. Νομίζω ότι αυτές οι προσπάθειες πρέπει να προχωρήσουν, γιατί ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, ίνονται συστηματικές προσπάθειες να περάσει ή να μονογραφηθεί ένα σχέδιο Ανάν με κάποια μεταμφίεση, με κάποιες αλλαγές. Αυτό το νέο σχέδιο που τεκταίνεται θα είναι χειρότερο από εκείνο του 2004. Θα προνοεί σχεδόν ανοικτή, χαλαρή συνομοσπονδία με δυο κράτη. Ετσι ουσιαστικά θα υπάρχει απόλυτος έλεγχος της Τουρκίας στα σημερινά κατεχόμενα εδάφη και έλεγχος της οικονομικής και πολιτικής ζωής στο υπόλοιπο.
Πρέπει όμως να βρουν κάποια δολώματα για να πείσουν τους Κυπρίους ότι μπορεί να είναι οδυνηρός ο συμβιβασμός, αλλά επιτέλους κάτι παίρνουν και αυτοί. Νομίζω ότι αυτό το κάτι, πάει προς μερικές αποζημιώσεις, των κατεχομένων περιουσιών. Αλλά υπάρχει δυσκολία και σε αυτό. Πρώτα-πρώτα δεν υπάρχουν χρήματα για αποζημιώσεις, όταν το 83% της ιδιωτικής γης στα κατεχόμενα ανήκουν σε Ελληνοκύπριους. Όπως και να υπολογίσει κανείς την αξία αυτής της περιουσίας, το κόστος είναι τεράστιο και κανείς δεν είναι διατεθειμένος εν μέσω της οικονομικής κρίσης που ζούμε, να δαπανήσει τέτοια ποσά.
Αλλά πέρα από αυτό, ούτε συνταγματικά μπορεί να υλοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο. Υπάρχει απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου που λέει ότι η υποχρεωτική ανταλλαγή περιουσιών είναι παράνομη. Εγώ λοιπόν βλέπω δυσκολίες να προωθηθεί αυτό το σχέδιο, αν και μεθοδεύεται με πολύ πιο έξυπνο τρόπο παρά το 2004. Κι αν μέχρι τον Δεκέμβριο δεν θα υπάρξει κατάληξη, με μια ικανοποιητική επικοινωνιακά παρουσίαση αυτού του θέματος, φοβάμαι ότι η αξιολόγηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας θα αναβληθεί. Θα έχουμε δηλαδή διαιώνιση αυτού του προβλήματος με ατέρμονες συνομιλίες.

Τι μπορεί να κάνει η πλευρά μας για να ανατρέψει αυτούς τους σχεδιασμούς;
Έναντι αυτής της κατάστασης, εγώ λέω ότι πρέπει να αλλάξουμε ρότα. Να θέσουμε το Κυπριακό σε άλλη βάση. Να ενημερώσουμε τον Ευρωπαίο πολίτη, αλλά και τον πολίτη του υπόλοιπου κόσμου για το ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα στην Κύπρο. Εγώ μιλώ συχνά με ξένους και ξέρετε τι διαπιστώνω; Ότι έχει ξεχαστεί ότι το Κυπριακό είναι θέμα εισβολής και κατοχής. Ακούω να μου λένε συχνά για τους φτωχούς Τούρκους που έχουν απομονωθεί. Και εξηγώ ότι αυτοί που έχουν απομονωθεί είναι οι Ελληνοκύπριοι που έχασαν τις περιουσίες τους που δεν μπορούν να πάνε στα χωριά τους. Χρειάζεται διαφώτιση, ουσιαστική ενημέρωση.

Αν κρίνουμε από δημοσιεύματα και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, υπάρχει η εντύπωση ότι η Αθήνα είναι απούσα από τις διεργασίες για το Κυπριακό. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση;
Δεν θα ήμουν ειλικρινής αν έλεγα ότι δεν υπάρχει μια αλλαγή στάση της Αθήνας, απέναντι στο Κυπριακό και λυπάμαι που το λέω. Εγώ θυμάμαι με περηφάνια την εποχή που στο πλαίσιο του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου, λέγαμε ότι Αθήνα και Λευκωσία συναποφασίζαμε. Αυτό άλλαξε στη συνέχεια και είπαμε η Λευκωσία αποφασίζει και εμείς στηρίζουμε. Διαπιστώνω ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια ψυχική απόσταση ανάμεσα σε Λευκωσία και Αθήνα. Αυτό πρέπει να τερματιστεί γιατί είναι ολέθριο. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Κύπρος χωρίς τη σταθερή στήριξη της Ελλάδος, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Αλλά και η Ελλάδα με χαμένη την Κύπρο θα είναι ακρωτηριασμένη πολιτική οντότητα. Η μοίρα μας είναι κοινή. Κι από κοινού πρέπει να παλέψουμε και να επαναφέρουμε αυτό το κλίμα της συναπόφασης, διότι ο τουρκικός επεκτατισμός, που είναι πάγιος, που δεν αλλάζει ούτε με τα χρόνια, ούτε με τις Κυβερνήσεις, απειλεί όχι μόνο την Κύπρο, αλλά και την Ελλάδα, στη Θράκη και στο Αιγαίο.

Η απόσταση Αθηνών-Λευκωσίας, για την οποία έχετε μιλήσει, είναι θέμα Κυβερνήσεων και άρα να περιμένει κανείς ότι με ενδεχόμενη ανάληψη της διακυβέρνησης στην Ελλάδα από το ΠΑΣΟΚ, θα δούμε αλλαγή;
Η αλλαγή στάσης έγινε εδώ και πολλά χρόνια. Μεγάλη ευθύνη πέφτει στη σημερινή Κυβέρνηση του κ. Καραμανλή, αλλά πρέπει να σας πω και το λέω με λύπη μου, ότι και το δικό μου κόμμα, μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου έχει κι αυτό ευθύνες.
Πολλοί από μας και ανάμεσα σε αυτούς και εγώ, παλέψαμε για μια άλλη θέση και εξακολουθούμε να παλεύουμε. Εχουμε χάσει πολλές μάχες όχι όμως τον πόλεμο. Ελπίζω ότι το ΠΑΣΟΚ που έχει βαθιές πατριωτικές ρίζες, κληρονομιά από τον Ανδρέα Παπανδρέου, θα βρει τον δρόμο του και θα σταθεί στις πάγιες πατριωτικές θέσεις της Ελλάδος και του ελληνισμού.

Κάνατε αναφορά στο δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου για το οποίο και πάλι λέχθηκαν πολλά. Θα μπορέσει να λειτουργήσει σε μια απευκταία στιγμή κρίσης;
Για να λειτουργήσει πρέπει να υπάρχει και σήμερα υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Δυστυχώς. Με βάση τα σχέδια που είχαμε για τον ενιαίο αμυντικό χώρο, είχαμε δημιουργήσει μια σοβαρή αποτρεπτική δύναμη η οποία ήταν υπολογίσιμη. Το γεγονός ότι είχαμε κοινές αεροναυτικές ασκήσεις, πέρα από τη θετική ψυχολογική επίδραση που προκαλούσαν, θεμελίωνε μια κοινή αμυντική δράση του ελληνισμού, από τη Θράκη ως την Κύπρο.
Εγιναν κι έργα. Το αεροδρόμιο «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο, ναυτική βάση, μεγάλος εξοπλισμός της Εθνικής Φρουράς, προχωρήσαμε στην αντιαεροπορική κάλυψη της Κύπρου που ήταν σημαντική εξέλιξη. Αλλά ήταν γύρω στο 1999 που το πράγμα άρχισε να γυρίζει. Οι Ες 300 δεν ήρθαν ποτέ.

Ποια είναι η ιστορική αλήθεια για τους πυραύλους;
Όταν εξελίχθη αυτή η ιστορία, εγώ δεν ήμουν στο Υπουργείο Άμυνας και μπορεί να μη γνωρίζω στο βάθος τα γεγονότα. Λέγω όμως ότι καλώς έπραξαν με την αντιαεροπορική άμυνα και την αγορά των Ες 300. Θα έπρεπε όμως αυτό να μην είχε γίνει αντικείμενο δημοσιότητας τέτοιας που να προκαλέσει και την αντίδραση άλλων δυνάμεων.
Όταν ήρθαν τα ρωσικά άρματα και ήμουνα τότε στο Υπουργείο Άμυνας, αυτά ήρθαν με κάθε μυστικότητα και όλοι οι στρατιωτικοί ακόλουθοι εδώ στην Κύπρο, εξεπλάγησαν που τα είδαν στην παρέλαση. Θα έπρεπε λοιπόν να ακολουθηθεί μια διαφορετική επικοινωνιακή πολιτική και στο θέμα των πυραύλων.

Ίσως η ιστορία με τους Ες 300 να είχε σχέση με τις προεδρικές εκλογές του 1998.
Ναι, αλλά άλλο πολιτική, άλλο εκλογές και άλλο εθνική στρατηγική. Και για την κρίση γύρω από τους πυραύλους, να πω ότι στις πιέσεις που ασκήθηκαν, και η Αθήνα υποχώρησε κι έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης.

Για την εκτίμηση που διατυπώνεται ότι η Τουρκία αναλαμβάνει συνεχώς αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή μας, ποιο σχόλιο έχετε;
Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα όπως είναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αμερικανικό συμφέρον είναι να στηρίζει ένα αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας. Δεν μπορώ να ξέρω αν αυτό θα πετύχει. Έχω τις αμφιβολίες μου. Αλλά έτσι το βλέπουν οι Αμερικάνοι και έτσι το κάνουν. Το ερώτημα δεν είναι αυτό, αλλά τι κάνουμε εμείς, ο ελληνισμός.
Έχουμε διαπραγματευτική δύναμη που δεν χρησιμοποιούμε. Πρώτα απ” όλα υπάρχει ένα τεράστιο πολιτικό δυναμικό λόμπι στις ΗΠΑ. Δεύτερο, είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει να παίξουμε και αυτό το χαρτί. Τρίτο αλλάζει ο χάρτης με τα συμφέροντα, με τα ενεργειακά δίκτυα. Σ” αυτό δεν είναι μόνο η Τουρκία που μπορεί να έχει ρόλο. Είναι και η Ελλάδα. Αλλά και η Κύπρος. Ούτε αυτό το χαρτί το έχουμε παίξει.
Κι εδώ υπάρχουν παίκτες, υπάρχουν ρήγματα, υπάρχουν αντιδράσεις. Και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι και η Γαλλία, αλλά και μέσα στη Ρωσία και τον Αραβικό Κόσμο. Ας μη ξεχνούμε ότι η μεγάλη Ελλάδα επί Βενιζέλου έγινε ακριβώς έτσι. Εκμεταλλευόμενη τα ρήματα που υπήρχαν στις μεγάλες δυνάμεις.
Αυτό πρέπει να γίνει και τώρα για να περάσουμε τις δικές μας θέσεις. Δεν έχουμε λοιπόν ενιαία εθνική στρατηγική να εκμεταλλευτούμε αυτά τα ρήγματα για να κατοχυρώσουμε τις θέσεις μας. Γι” αυτό εγώ επέμεινα και επιμένω ότι χρειάζεται να γίνει μια υψηλού επιπέδου επαφή αρχηγών κομμάτων της Κύπρου και της Ελλάδος, για μια κεκλεισμένων των θυρών συζήτηση για την προώθηση μιας εθνικής στρατηγικής.

Κείμενο.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn