Για την πιθανή συγχώνευση της ALPHA BANK με την ΕΘΝΙΚΗ, αλλά και για την εξωτερική μας πολιτική μίλησε ο κ. Γεράσιμος Αρσένης.
Ερ: Ποιά είναι η εκτίμηση σας για την πορεία της συγχώνευσης και ποιές θα είναι οι συνέπειες ενός πιθανού ναυαγίου;
Απ: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σ” ένα κρίσιμο σημείο αυτή τη στιγμή. Κανείς δεν μπορεί να κάνει προβλέψεις για το τί θα γίνει. Ελπίζω το θέμα θα ξεκαθαρίσει την επόμενη εβδομάδα. Προσωπικά έχω μια άποψη για τις εξελίξεις, αλλά δεν νομίζω ότι είναι χρήσιμο να την πω. Αυτό που έχει σημαία είναι ότι το θέμα αυτό επιτέλους και τελικά μπαίνει στις πραγματικές του διαστάσεις. Η χρηματαγορά έχει προεξοφλήσει τις εξελίξεις και ενώ η συγχώνευση είχε παρουσιαστεί εδώ και κάποιο καιρό σαν ένα πολύ μεγάλο οικονομικό θέμα που θα αλλάξει την οικονομική ζωή του τόπου, τώρα οι οικονομικοί παράγοντες κατανοούν ότι είναι ένα σημαντικό βήμα εκσυγχρονισμού του τραπεζικού συστήματος, αλλά δεν είναι και θέμα ζωής ή θανάτου για την ελληνική οικονομία. Το γεγονός ότι χθές οι μετοχές και των δύο τραπεζών ανέβηκαν και το χρηματιστήριο ανέβηκε κάτω από αυτό το δυσμενές κλίμα που έχει δημιουργηθεί τώρα για τη συγχώνευση σημαίνει ότι η αγορά έχει προεξοφλήσει αυτό το γεγονός.
Ερ: Κατηγορήθηκαν οι εμπλεκόμενοι σ” αυτή την ιστορία και κυρίως οι πολιτικοί παράγοντες ότι και βιάστηκαν να το πανηγυρίσουν και του έδωσαν ίσως μεγαλύτερες διαστάσεις απ” όσες είχε αυτό το εγχείρημα της συγχώνευσης. Αν κατάλαβα καλά, συμμερίζεστε εν μέρει αυτή την κριτική.
Απ: Νομίζω ότι η κριτική είναι γενικότερη, δεν πάει μόνο στην ανακοίνωση. Γιατί αν θυμάμαι καλά τις ανακοινώσεις και ιδιαίτερα ο κ. Κωστόπουλος είχε πει ότι γίνεται μια προσπάθεια συγχώνευσης, δεν έγινε η συγχώνευση. Νομίζω ότι το κοινό και ο πολιτικός κόσμος πήρε αυτό το γεγονός σαν μια σηματοδότηση μιας νέας εποχής στην ελληνική οικονομία. Επειδή οι συγχωνεύσεις αυτού του μεγέθους είναι πρωτόγνωρα φαινόμενα στην ελληνική οικονομία δημιουργήθηκαν πάρα πολύ υψηλές προσδοκίες και κακώς.
Ερ: Μία άλλη διάσταση αυτής της ιστορίας που την κάνει ενδιαφέρουσα είναι ότι αγγίζει την καρδιά του προβλήματος στις σχέσεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα την οικονομίας.
Απ: Το άκουσα και άκουσα και τον κ. Μητσοτάκη χθές στη Βουλή. Δεν συμμερίζομαι απολύτως αυτή την άποψη. Η Εθνική Τράπεζα λειτουργεί και αυτή κατ” ανάγκη με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Η εσωτερική της βέβαια συγκρότηση, αλλά και η συμπεριφορά της στην αγορά είναι η συμπεριφορά όχι μιας κρατικής τράπεζας, αλλά μιας τράπεζας που ιστορικά και ακόμα μέχρι σήμερα έχει μια ολιγοπωλιακή σχέση, ενώ η ALPHA, η οποία προέρχεται από μια συγχώνευση μιας σχεδόν κρατικής τράπεζας, της Ιονικής και της Πίστεως, είναι μια ανερχόμενη ιδιωτική τράπεζα. Εκεί συγκρούονται δύο διαφορετικές νοοτροπίες εσωτερικής δομής των τραπεζών και όχι η κρατική τράπεζα με την ιδιωτική τράπεζα. Και μια καθαρά ιδιωτική Εθνική τράπεζα, η οποία όμως είχε ολιγοπωλιακή σχέση στην εσωτερική αγορά, θα είχε την ίδια συμπεριφορά.
Ερ: Εάν τυχόν η συγχώνευση δεν επιτευχθεί οι συνέπειες θα είναι τραγικές;
Απ: Δεν θα είναι οι σοβαρές συνέπειες που φοβόνταν η αγορά εδώ και μερικές μέρες. Αντίθετα νομίζω ότι θα αρχίσουν να μπαίνουν επί τάπητος συζητήσεις για άλλου είδους συμμαχίες και συγχωνεύσεις. Η συγχώνευση αυτή είχε μια ιδιαιτερότητα, δεν ήταν συγχώνευση δύο ομίλων που ήταν συμπληρωματικοί ο ένας στον άλλον. Ήταν συγχώνευση δύο τραπεζών που ανταγωνίζεται η μία την άλλη και αυτό δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στη συγκρότηση της νέας τράπεζας, στην αντιμετώπιση του προσωπικού και των υποκαταστημάτων.
Ερ: Χθες στο υπουργικό συμβούλιο συζητήθηκε η εξωτερική πολιτική και δόθηκε η έμφαση πως το 2002 δεν είναι πια χρόνος της σταθεροποίησης ή της ΟΝΕ, είναι χρόνος εξωτερικής πολιτικής και δη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού. Πως βλέπετε να πηγαίνουν αυτά τα δυο θέματα;
«Ελπίζω να μην ηχεί πικρόχολο το σχόλιο που θα κάνω, ότι τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής ήταν στο προσκήνιο εδώ και πολύ καιρό και κάπως τα είχαμε παραμελήσει. Νομίζω τώρα όμως ότι τα γεγονότα φτάνουν σε μας και είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε τις εξελίξεις και στο Κυπριακό και στα ελληνοτουρκικά και χωρίς αμφιβολία το 2002 θα είναι το έτος των εξελίξεων στα εξωτερικά μας θέματα. Το ζήτημα είναι αν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε αυτές τις εξελίξεις, αν εμείς θα έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων και αν έχουμε καταστρώσει τα κατάλληλα στρατηγικά σχέδια και σχέδια τακτικής για να αντιμετωπίσουμε όλες τις ενδεχόμενες αντιδράσεις απ” όλες τις πλευρές.»
Ερ: Η διαδικασία που ξεκίνησε ιδίως στην Κύπρο, αυτές οι εντατικές, για πρώτη φορά τα τελευταία 10 χρόνια, επαφές του προέδρου Κληρίδη με τον Ραούφ Ντενκτάς δημιουργούν ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει και από την πλευρά της Τουρκίας ή μια τέτοια ελπίδα είναι πρόωρη;
«Το ότι συζητούν 3 φορές την εβδομάδα σημαίνει ότι έχουν θέματα να συζητήσουν κι αυτό πράγματι μου έχει κάνει εντύπωση. Αυτό στη διπλωματική γλώσσα σημαίνει ότι κατά κάποιο τρόπο υπάρχει μια προσέγγιση σ” ένα ευρύτερο πλαίσιο. Όταν στις συζητήσεις τα δύο μέρη είναι μακριά το ένα από το άλλο δεν το συζητάς αυτό 3 φορές την εβδομάδα, συζητάς μια φορά, δυο φορές κάθε 2 ή 3 μήνες. Σημαίνει λοιπόν ότι έχουμε μπει σ” ένα στάδιο εντατικών εργασιών. Το γεγονός ότι υπάρχουν και ειδικοί από τα Ηνωμένα Έθνη για να δουν διάφορα θέματα σημαίνει ότι τουλάχιστον υπάρχει διάθεση να δούνε και ουσιαστικά ορισμένα ζητήματα. Προσωπικά όμως εγώ διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για τη θετική έκβαση αυτών των συζητήσεων, γιατί δεν βλέπω ουσιαστικά την Τουρκία να έχει μετακινηθεί από τις θέσεις της και δεν βλέπω πώς το μεγάλο χάσμα που χωρίζει τις τουρκικές θέσεις από τις πάγιες θέσεις της Ελλάδας θα γεφυρωθεί και δεν νομίζω ότι έχει τη δυνατότητα ο Κληρίδης να υποχωρήσει περαιτέρω στις θέσεις που έχει ο ελληνισμός στο παρελθόν. Δεν είμαι λοιπόν πολύ αισιόδοξος.»
Ερ: Ο απολογισμός, κατά τη γνώμη σας, από το τελευταίο ταξίδι του πρωθυπουργού κ. Σημίτη στις ΗΠΑ είναι θετικός, αρνητικός ή ουδέτερος;
«Είναι ουδέτερος, αλλά πάλι για μια ακόμα φορά λειτουργούμε με υπερβολικές προσδοκίες ή υπερβολικούς φόβους. Ήταν ένα ταξίδι το οποίο δεν είχε ιδιαίτερα σημαντικό περιεχόμενο για την Ελλάδα. Φοβάμαι ότι έγινε αυτό στο πλαίσιο της ανάπτυξης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και εφόσον υπήρχε η επίσκεψη του Ετσεβίτ, έπρεπε να γίνει και μια συζήτηση με την Ελλάδα και νομίζω ότι ο χειρισμός των θεμάτων ήταν ο ενδεδειγμένος χειρισμός, ούτε προωθήθηκαν θέματα, ούτε όμως αναγκαστήκαμε να δεχθούμε πιέσεις.»