Ιδιαίτερα για τα σενάρια αλλαγής ηγεσίας, ο κ. Αρσένης τόνισε ότι πρόκειται για ένα νοσηρό κλίμα που δημιουργείται από πρόσωπα φίλα προσκείμενα στον πρωθυπουργό, ότι μόνο αν επιτευχθεί αλλαγή πολιτικής, αντίληψης και στάσης θα έχει νόημα και η αξιολόγηση προσώπων. Όσον αφορά στις προσωπικές φιλοδοξίες, άφησε σαφώς να υπονοηθεί ότι είναι πάντα παρών και ότι απευθύνεται πάντοτε στον προβληματισμό, στη γόνιμη ανησυχία, στη δυναμική, τις υγιείς δυνάμεις και τις προσδοκίες των Ελλήνων.
«Ο πολίτης απαιτεί αναβάθμιση της ζωής του, αποφασιστικές τομές, σοβαρότητα και ουσία»
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ο πόλεμος είναι προ των πυλών της Βαγδάτης. Τι σημαίνει αυτό για τη χώρα μας και την ΕΕ;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Είμαι εναντίον αυτού του πολέμου. Αυτό είναι σαφές. Αλλά, ας μη γελιόμαστε. Ο πόλεμος έχει αποφασιστεί. Στην Αμερική, η συζήτηση δεν είναι αν θα γίνει ο πόλεμος, αλλά ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.
Θεωρώ ότι η προγραμματισμένη επίθεση κατά του Ιράκ αποτελεί μία στενά οικονομική και γεωστρατηγική επιδίωξη. Ο έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών του Ιράκ θα προσδώσει στους αμερικανούς το κλειδί της αγοράς πετρελαίου, ενώ θα τους εξασφαλίσει και μία γεωστρατηγική «εξέδρα» στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Το όλο εγχείρημα, ωστόσο, εμπεριέχει ένα ανυπολόγιστο ρίσκο.
Ακόμα και η μοναδική υπερδύναμη δεν μπορεί να ανατινάξει ανέξοδα τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Η ανατροπή ενός απεχθούς πράγματι καθεστώτος επιδιώκεται με βίαιη ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών. Κι αυτό, μπορεί να ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου
Η ΕΕ δεν μπόρεσε να κρατήσει μία ενιαία στάση απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις και μπορεί η ίδια η ενότητά της να είναι ΄να από τα θύματα της επίθεσης κατά του Ιράκ. Αυτό που πιστεύω ότι μπορεί να κάνει τώρα η Ευρώπη είναι να αναλάβει την πρωτοβουλία σύγκλισης ενός παγκόσμιου Συνεδρίου για την Ενέργεια, με στόχο την επίτευξη συμφωνιών σχετικά με την παραγωγή και διανομή ενέργειας, τις τιμές της ενέργειας, την προστασία περιβάλλοντος, καθώς και την προστασία των συμφερόντων των μελλοντικών γενεών. Πιστεύω ότι η πρωτοβουλία αυτή θα διευρύνει θεαματικά την αποδοχή της ΕΕ από τους λαούς της υφηλίου, γιατί η επίλυση των ενεργειακών θεμάτων θα επιτυγχάνεται όχι με πόλεμο, αλλά με διεθνώς αποδεκτούς κανόνες και διαπραγματεύσεις.
Σας υπενθυμίζω ότι υπάρχει επιτυχές προηγούμενο, το λεγόμενο Συνέριο CIEC, που συγκλήθηκε στο Παρίσι το 1977 από τον Πρόεδρο της Γαλλίας Ζισκάρ ντ” Εσταίν. Είχα συμμετάσχει σε αυτό το συνέδριο ως εμπειρογνώμων του ΟΗΕ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Οι περιπλοκές στο Κυπριακό φαίνεται ότι δικαιώνουν τις θέσεις σας απέναντι στο σχέδιο Ανάν. Ποιες είναι οι προοπτικές; Τι προτείνετε;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Είμαι, όπως ξέρετε, αντίθετος στο σχέδιο Ανάν, το οποίο είναι σαφώς αγγλοαμερικανικής έμπνευσης. Το σχέδιο είναι αντίθετο στην ευρωπαϊκή πολιτική αντίληψη, είναι άκρως επικίνδυνο για τον ελληνισμό της Κύπρου, δεν θα λειτουργήσει ούτε υπέρ των Τουρκοκυπρίων και θα δημιουργήσει μία συνεχή εστία τριβής στην ΕΕ. Άλλωστε, γι” αυτό το θέμα ο λαός της Ελεύθερης Κύπρου εκφράστηκε σαφέστατα στην πρόσφατη ετυμηγορία του.
Οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο σχέδιο Ανάν για να το καταστήσουν στοιχειωδώς λειτουργικό και βιώσιμο είναι τέτοιου μεγέθους που δεν νομίζω ότι μπορούν να συμφωνηθούν.
Έτσι που ήλθαν τα πράγματα, η καλύτερη έκβαση, βοηθούντος βεβαίως και του Ντενκτάς, θα ήταν η μη επίτευξη συμφωνίας προ της υπογραφής της ένταξης τον Απρίλιο. Μετά την υπογραφή, η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορέσει να απεγκλωβιστεί από το σχέδιο Ανάν και να επιδιώξει, μέσα σε ευρωπαϊκό κλίμα και σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, λύση του Κυπριακού με ευνοϊκούς όρους για τους ελληνοκύπριους, τους τουρκοκύπριους και την ΕΕ.
Η κινητικότητα όμως που παρατηρείται αυτές τις μέρες και οι εμφανείς πιέσεις των ΗΠΑ για επίλυση του κυπριακού έξω από το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ με ανησυχούν πάρα πολύ. Εάν,όπως σχεδιάζεται, απομακρυνθεί ο Ντενκτάς, η θέση του ελληνισμού θα καταστεί δυσχερής. Στον Πρόεδρο Παπαδόπουλο εναπόκειται κυρίως να επιδείξει καλή θέληση, χωρίς όμως να αποστεί από τις βασικές αρχές και θέσεις που θέτουν το αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο του ελληνισμού, καθώς και τα όρια για μία δίκαιη και βιώσιμη λύση. Σε αυτή την προσπάθεια, εμείς, στην Ελλάδα, οφείλουμε να στηρίξουμε τον κο. Παπαδόπουλο, σταθερά και ανεπιφύλακτα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δυσμενείς είναι οι εξελίξεις στην οικονομία με τις πρόσφατες ανατιμήσεις και την αύξηση των επιτοκίων. Ποιοι είναι οι παράγοντες που επιδεινώνουν την κρίση στην ελληνική οικονομία;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Χωρίς αμφιβολία, έχουμε μία ανησυχητική εμφάνιση νέων πληθωριστικών πιέσεων. Μερικές είναι εντελώς συγκυριακές και προσωρινές. Άλλες όμως υποδηλώνουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να προσέξουμε.
Με απασχολούν ιδιαίτερα οι τελευταίες εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα και πιο συγκεκριμένα η πίεση για αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το ιδιαίτερα υψηλό κόστος λειτουργίας των ελληνικών τραπεζών, η σύνθεση του πορτοφολίου χορηγήσεων τους και η μεγάλη συμμετοχή των κρατικών ομολόγων στις τοποθετήσεις τους, δεν αφήνουν περιθώρια μείωσης των επιτοκίων.
Αντίθετα, αμφιβάλλω πολύ αν οι τράπεζες, τελικά, θα μπορέσουν να συγκρατήσουν τα επιτόκια στα σημερινά επίπεδα. Καταλαβαίνετε, φυσικά, ότι μία τυχόν αύξηση των επιτοκίων εν μέσω μιας οικονομικής ύφεσης και εν όψει μείωσης των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), θα είναι μία άκρως δυσμενής εξέλιξη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είναι στραβό το κλίμα, θα το φάει και ο γάϊδαρος. Δηλαδή, ποιες είναι οι επιπτώσεις του πολέμου κατά του Ιράκ στην ελληνική οικονομία;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Δυστυχώς, ο πόλεμος στο Ιράκ θα γίνει και οι επιπτώσεις του στην παγκόσμια οικονομία θα είναι αρνητικές. Δεν εκτιμώ όμως ότι θα είναι μεγάλης διάρκειας. Αντίθετα, σε δεύτερη φάση, μπορεί να οδηγήσει σε προώθηση επενδύσεων και εξοπλισμών που θα αναθερμάνουν την παγκόσμια οικονομία.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, οφείλουμε να ακολουθήσουμε μία πολιτική που θα ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία μας και θα μας εξασφαλίσει ικανοποιητική συμμετοχή στην ανασυγκρότηση. Δεν είναι οι επιπτώσεις του πολέμου που με απασχολούν ιδιαίτερα. Με απασχολεί ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε κερδίσει τη μάχη της βιώσιμης ανάπτυξης. Αντίθετα, πιστεύω ότι, ακόμα κι αν δεν έχουμε τον πόλεμο στο Ιράκ και την παγκόσμια ύφεση, εμείς, αν εξακολουθήσουμε τη σημερινή πορεία, οδεύουμε σε ύφεση που θα εξελιχθεί σε κρίση μετά το 2004. Η κρίση αυτή δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε αναπόφευκτη, αρκεί να πάρουμε τώρα τα κατάλληλα μέτρα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτή η παρατήρηση αναιρείται από το γεγονός ότι το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς της ΕΕ;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Η αύξηση του ΑΕΠ είναι δείκτης της αύξησης της παραγωγής και του εισοδήματος. Δεν είναι όμως δείκτης βιώσιμης ανάπτυξης. Χρειάζεται να εξετάζουμε τη σύνθεση, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της αύξησης.
Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα: Η αύξηση προέρχεται από μεγάλα έργα υποδομής, από Ολυμπιακά έργα, κατασκευές και ιδιωτικές κατοικίες. Δεν μπορείς να καταναλώσεις ούτε να εξαγάγεις γήπεδα και δρόμους. Έτσι, η αύξηση του εισοδήματος στρέφεται κατ” ανάγκην σε εισαγωγές αγαθών. Η εισαγωγική διείσδυση, δηλαδή το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης που προέρχεται από εισαγωγές, αυξήθηκε από 31,5% το 1990 σε 45% σήμερα! Η διάβρωση της παραγωγικής μας βάσης φαίνεται δραματικά στην αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από 0,9% του ΑΕΠ το 1995 στο 7,1% το 2002.
Οι εξελίξεις αυτές πρέπει να μας απασχολούν, γιατί δείχνουν ότι η ανταγωνιστικότητα της χώρας χειροτέρευσε. Το πρόβλημα δεν είναι σήμερα ορατό, γιατί το παραγωγικό μας έλλειμμα καλύπτεται από μεταβιβάσεις μέσω του Γ” ΚΠΣ, αλλά αυτές έχουν ημερομηνία λήξης, όταν μάλιστα θα έχουμε να καλύψουμε τις υπερβάσεις των Ολυμπιακών έργων και όταν θα μειωθούν τα αγροτικά εισοδήματα, λόγω μείωσης των επιδοτήσεων που προσφέρονται από την ΚΑΠ.
Για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, πρέπει να γίνουν επενδύσεις, καθώς και παραγωγικές αναδιαρθρώσεις στον παραγωγικό ιστό και αναγκαίες ρυθμίσεις που θα επιτρέψουν είτε την αύξηση των εξαγωγών ή και την προσέλκυση νέων ξένων επενδύσεων (όπως έγινε στην Ιρλανδία).
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πώς θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι επενδύσεις;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Φοβάμαι ότι εδώ υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Με ανησυχεί πολύ το γεγονός ότι η καθαρή αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα (που είναι και η κύρια πηγή χρηματοδότησης) μειώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια: Από 12,5% του ΑΕΠ το 1985, στο 6,5% το 2002. Αυτό σημαίνει ότι χρηματοδοτούμε την κατανάλωσή μας από αποταμιεύσεις, υποθηκεύοντας το μέλλον μας. Δεν μπορούμε να στηρίξουμε την αναπτυξιακή μας πορεία με τόσο χαμηλές εσωτερικές αποταμιεύσεις. Για ανεκτούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι αποταμιεύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ πρέπει να επανέλθουν στα επίπεδα του 1985. Και αυτό θα είναι δύσκολο έργο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Με βάση αυτά που λέτε, πρέπει να είμαστε πολύ απαισιόδοξοι;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Εγώ σας παραθέτω αυτά τα στοιχεία, όχι για να απογοητεύσω, αλλά για να παρακινήσω να κινηθούμε προς μία άλλη κατεύθυνση. Δυστυχώς, οι πολιτικές ηγεσίες και οι οικονομικοί κύκλοι του τόπου δεν ασχολούνται με αυτό το ζήτημα. Πιστεύω όμως ότι υπάρχουν πολλές δυνάμεις και στον πολιτικό χώρο, καθώς και στο χώρο της παραγωγής, που πιστεύουν ότι μπορούμε να κινητοποιήσουμε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας σε μία συστράτευση, σε μία κοινή πορεία για την αναβάθμιση της παραγωγής, για μία βιώσιμη ανάπτυξη. Αν και οφείλω να παρατηρήσω ότι η κοινωνία μας δεν έχει εκπαιδευθεί γι” αυτό το άθλημα, ας ελπίσουμε ότι αυτές οι αναπτυξιακές δυνάμεις θα σμίξουν σε μία κοινή πορεία, πριν είναι αργά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τελευταία πυκνώνουν τα σενάρια για αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ. Ως στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, πώς βλέπετε όλα αυτά και πώς θα μπορούσατε να βοηθήσετε, ώστε να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσμενής συγκυρία ή κατάσταση στο κόμμα;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Παραδόξως, τα σενάρια αλλαγής ηγεσίας πυροδοτήθηκαν από άρθρα δημοσιογράφων, φίλα προσκείμενων στον Πρωθυπουργό. Προσωπικά, αρνούμαι να συμμετάσχω στην καλλιέργεια αυτού του νοσηρού κλίματος, όχι μόνον για λόγους δεοντολογίας, αλλά και γιατί σε καμία ιστορική στιγμή η αλλαγή ηγεσίας, αποκομμένη από θέματα πολιτικής κατεύθυνσης έλυσε προβλήματα.
Αναγνωρίζω ότι αντιμετωπίζουμε δύσκολη συγκυρία και θέλω να παλέψω για να δώσουμε στο κόμμα την ουσιαστική ενότητα και το δυναμισμό που θα του προσφέρει μία θετική προοπτική. Χρόνια τώρα επιμένω ότι αυτό θα επιτευχθεί με αλλαγή πολιτικής πλεύσης. Απαιτούνται αλλαγές. Αλλαγές δομικές και αποφασιστικές. Χρειάζεται αλλαγή πολιτικής, αντίληψης και στάσης. Μόνο αν ανταποκριθούμε σε αυτό το αίτημα της αλλαγής και μόνο σε αυτό το πλαίσιο, θα έχει νόημα να αξιολογήσουμε πρόσωπα και κομματικά όργανα και, αν χρειασθεί, να προχωρήσουμε σε αναγκαίες αλλαγές.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Λένε πολλοί: Ο κόσμος απλώς κουράστηκε από την πολύχρονη παραμονή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία…
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Αυτό είναι υπεκφυγή. Ένα άλλοθι για να μην παραδεχτούμε ότι εμείς κουράσαμε το λαό, και, βέβαια, για να μην αναζητήσουμε τις αιτίες αυτής της κόπωσης. Όσοι λένε ότι το βασικό πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ είναι η κόπωση της κοινής γνώμης από την πολύχρονη παραμονή του στην εξουσία, στην ουσία επιδεικνύουν ένα είδος αυτοϊκανοποιημένης παθητικότητας. Εγώ πιστεύω ότι ο πολίτης περιμένει από εμάς να ξαναβρεθούμε κοντά του. Δεν θέλει να καταντήσουμε κόμμα αξιωματούχων με στόχο μόνο τη διατήρηση της εξουσίας. Θέλει να ξαναβρούμε τη μεταρρυθμιστική μας δυναμική, να γίνουμε φορέας αλλαγής. Ο πολίτης σήμερα δεν διεκδικεί πελατειακές παροχές – μπαλώματα της συγκυρίας. Απαιτεί αναβάθμιση της ζωής του, αποφασιστικές τομές, σοβαρότητα και ουσία. Η κοινή γνώμη δεν είναι κουρασμένη, είναι διψασμένη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Από την περασμένη Παρασκευή, άρχισαν νέες κινητοποιήσεις στο χώρο της Παιδείας, οι οποίες κορυφώνονται σήμερα με κεντρικό σύνθημα «Η Παιδεία πάνω από τα κέρδη».
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Δεν βλέπω τη δυνατότητα διαμόρφωσης κοινής πολιτικής της ΕΕ στο χώρο της παιδείας, στο ορατό μέλλον. Τα βήματα που γίνονται είναι μικρά και διστακτικά. Γι” αυτό και η διαδήλωση διαμαρτυρίας αφορά κυρίως σε θέματα εθνικής μας πολιτικής, που, αντί να αποτελέσουν συνθήματα στο πεζοδρόμιο, πρέπει να ενταχθούν στον εθνικό διάλογο για την παιδεία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κι όμως, στο χώρο της εθνικής πολιτικής για την Παιδεία, προωθήσατε μία σημαντική μεταρρύθμιση, η οποία προσέκρουσε σε πολλά εμπόδια και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ποια είναι τα αίτια των αντιδράσεων αυτών και τι επέμεινε από τη μεταρρύθμιση αυτή;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Χωρίς αμφιβολία, ο λυσσώδης πόλεμος των συντεχνιών και των οικονομικών συμφερόντων του χώρου, με τη βοήθεια της μονόπλευρης κριτικής από μία μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, δημιούργησε προσκόμματα στην εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Πολλά και σημαντικά στοιχεία της όμως πέρασαν. Έτσι, η ελεύθερη πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έγινε πραγματικότητα.
Σας υπενθυμίζω ότι, πριν από το 1996, μόνον ένας στους τέσσερις έμπαινε στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και οι υποψήφιοι έπρεπε να δοκιμάσουν και δύο και τρεις φορές και, τελικά, οι περισσότεροι έπαιρναν το δρόμο της φοιτητικής μετανάστευσης σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Πριν από τη μεταρρύθμιση, οι εισακτέοι ήταν μόλις 45.000. Τώρα, είναι πάνω από 80.000, δηλαδή κάτι παραπάνω από τον αριθμό των αποφοιτώντων από τα Λύκεια.
Εξάλλου, τώρα λειτουργούν πάνω από 250 μεταπτυχιακά προγράμματα και η δια βίου εκπαίδευση (μέσω των προγραμμάτων σπουδών επιλογής (ΠΣΕ) και του Ανοικτού Πανεπιστημίου) αριθμεί πάνω από 20.000 φοιτητές.
Δυστυχώς, μετά τις εκλογές του 2000, το Υπουργείο έκανε πίσω στους θεσμούς της αξιολόγησης (αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των μαθητών) που είχα καθιερώσει. Αυτό μπορεί να ικανοποίησε τις ηγεσίες των συντεχνιών και μπορεί ίσως να ανταποκρίνεται στη λογική της άγρας ψήφων και σταυρών, αλλά δεν εκφράζει ούτε τη μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών. Εξάλλου, υποβαθμίζει την ποιότητα των σπουδών και επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στις προοπτικές των νέων που θα έχουν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των άλλων ευρωπαίων συνομηλίκων τους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ποιες είναι οι προσωπικές σας φιλοδοξίες;
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Φιλοδοξία μου στην πολιτική ήταν και παραμένει να συμβάλω στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου μέλλοντος για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, μέσα από τις συμπληγάδες της νέας εποχής. Εκφράζω αυτά που βλέπω και πασχίζω να πράξω τα όσα θεωρώ αναγκαία.
Αισθάνομαι δε ότι οι θέσεις στις οποίες χρόνια τώρα στάθηκα, προέβαλα, εξήγγειλα, δικαιώνονται τώρα μέσα στη νέα πραγματικότητα. Αρνήθηκα πάντοτε τη βολική διαχείριση του εφησυχασμού των πολιτών, επέλεξα να απευθύνομαι στον προβληματισμό και τη γόνιμη ανησυχία τους. Αυτή είναι η στάση ζωής μου. Δεν έχασα ποτέ την εμπιστοσύνη μου στη λαϊκή βούληση και σήμερα, στο κατώφλι μιας εξαιρετικά δύσκολης συγκυρίας, εξακολουθώ να στοιχηματίζω στη δυναμική και την υγεία των βαθύτερων αναγκών και προσδοκιών των ελλήνων.