Αγαπητοί φίλοι και φίλες

Είναι βέβαιο ότι από τον περασμένο μήνα το Κυπριακό έχει μπεί σε μια κρίσιμη και αποφασιστική καμπή.

Υπάρχουν πολλά σενάρια που παράγονται καθημερινά, άλλα αισιόδοξα και άλλα απαισιόδοξα για την έκβαση των διαδικασιών.

Τα αισιόδοξα σενάρια υπογραμμίζουν ότι για πρώτη φορά ίσως, η Τουρκία βρίσκεται στριμωγμένη, και ενόψει της βέβαιης κατ’ αυτούς ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., σπεύδουν σε διαπραγματεύσεις για κάποια επίλυση του Κυπριακού. Τα απαισιόδοξα σενάρια τονίζουν ότι η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, βρίσκεται κάτω από μια ιδιόμορφη ομηρία της διαδικασίας της ένταξης και στη διαδικασία της ένταξης θα ασκηθούν πιέσεις στη μεριά της Κύπρου για μια επίλυση του Κυπριακού πριν από την ένταξή της βάσει των ιδεών Γκάλι ή άλλων προτάσεων που θα βγούν από τα Ηνωμένα Εθνη με βασική αρχή, συγκεκαλυμμένη αρχή, την συνομοσπονδία.

Εγώ δεν θέλω να μιλήσω για αυτά τα σενάρια, ούτε για το ιστορικό πως φτάσαμε σήμερα στις συνομιλίες Κληρίδη Ντεγκτάς. Νομίζω ότι είναι έργο μας να δούμε τι μπορεί να γίνει από πλευράς μας και τι πρέπει να γίνει. Αν πράγματι αφήσαμε τα πράγματα έτσι να κυλήσουν με μια σχετική αδράνεια από την πλευρά του Ελληνισμού, πρέπει και εγώ να καταγραφώ στην ομάδα των απαισιόδοξων για την έκβαση του Κυπριακού. Δεν είναι όμως ανάγκη τα πράγματα να πάνε προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορούμε πράγματι να έχουμε μια συγκρατημένη αισιοδοξία ότι με κατάλληλους χειρισμούς θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτή τη φορά επιτυχώς το θέμα της Κύπρου, αλλά για να αντιμετωπίσουμε το θέμα αυτό επιτυχώς πρέπει να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, και αφού συνεννοηθούμε, θα πρέπει να εκπέμπουμε προς τα έξω καθαρά σήματα: πού στεκόμαστε και τι επιδιώκουμε.

Αρχίζω από ορισμένα αυτονόητα αλλά και ίσως παρεξηγημένα πράγματα: ποιοι είναι οι στόχοι μας ή τουλάχιστον ποιοι πρέπει να είναι.

Πρώτος στόχος είναι η επίλυση του Κυπριακού, αυτό που διπλωματικά λέγεται η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με βάση τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις του ΟΗΕ, του ευρωπαϊκού κεκτημένου, και τις αποφάσεις Διεθνών Οργανισμών για τα Ανθρώπινα δικαιώματα. Πρώτη προτεραιότητα αυτή.

Δεύτερη προτεραιότητα η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. μέσα στην πρώτη ομάδα των χωρών που θα ενταχθούν στην Ε.Ε. μετά το 2002, 3, 4. Μερικά σχόλια για αυτές τις προτεραιότητες.

Το ότι βάζουμε πρώτη προτεραιότητα τη δίκαιη επίλυση του Κυπριακού, σημαίνει ότι η τυχόν ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. με κακή λύση του Κυπριακού δεν είναι αποδεκτό αποτέλεσμα για εμάς. Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. είναι ένα ενισχυτικό στοιχείο για την προοπτική και το μέλλον της Κύπρου, ενισχυτικό στοιχείο πιστεύουμε εμείς και για την επίλυση του Κυπριακού. Ομως δεν μπορεί να υποκαταστήσει, μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του.

Δεύτερο σχόλιο είναι ότι, όταν μιλάμε για επίλυση του Κυπριακού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Κυπριακό είναι ένα διεθνές θέμα, δεν είναι καυγάς ανάμεσα σε δυο κοινότητες που η διεθνής κοινότητα καλείται να λύσει, είναι ένα διεθνές θέμα, πρόκειται περί παράνομης στρατιωτικής κατοχής ενός τμήματος της Κύπρου, ενός Κράτους ανεξάρτητου, μέλους του ΟΗΕ και υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ε.Ε.

Και ένα άλλο σχόλιο όσον αφορά την ένταξη της Κύπρου. Πρέπει να ερμηνεύουμε μιλώντας προς τα έξω, ανεξάρτητα από τις θέσεις που παίρνουμε εμείς προσωπικά, ότι η απόφαση του Ελσίνκι αποσυνδέει το θέμα της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. από την πολιτική λύση του Κυπριακού. Τα δυο αυτά θέματα παραμένουν για μας αποσυνδεδεμένα και ακολουθούν το καθένα από αυτά το δικό του δρόμο.

Αυτά θα μου πείτε ότι είναι αυτονόητα πράγματα και ίσως σας καταπονώ με πράγματα τα οποία είναι γνωστά. Δεν είναι όμως συμφωνημένα και δεν είναι συνήθως αυτά τα σήματα που εκπέμπουμε στο εξωτερικό. Δεν έχουν πειστεί πολλοί στην Κοινότητα για τη σταθερότητα των στόχων που έχουμε βάλει, για την ιεράρχησή τους και το πλαίσιο μέσα στο οποίο συζητάμε τα θέματα αυτά.

Εχει πολύ μεγάλη σημασία λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας και για να γίνουμε πειστικοί προς τα έξω ότι πράγματι εννοούμε αυτά τα λίγα πράγματα που λέμε. Εάν το κάνουμε αυτό, τότε νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε στις συζητήσεις για την πολιτική λύση του Κυπριακού και παράλληλα να ακολουθήσουμε τις διαδικασίες ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.

Οσον αφορά τις συζητήσεις για την πολιτική επίλυση του Κυπριακού, νομίζω ότι τα πράγματα είναι ιδιαίτερα απλά. Επειδή δεν έχω χρόνο να επιχειρηματολογήσω για το καθένα από αυτά, θα τα παρουσιάσω πολύ σύντομα, και ίσως χοντροκομμένα. Θα ήθελα να αναφέρω δυο προϋποθέσεις και τρία βασικά στοιχεία που πρέπει να είναι στοιχεία της επίλυσης του Κυπριακού.

Πρώτη προϋπόθεση η απομάκρυνση των στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο.

Δεύτερη προϋπόθεση, η επιστροφή των εποίκων στις εστίες τους. Αυτά εγώ τουλάχιστον δεν τα βάζω ως θέματα διαπραγμάτευσης, ως ζητήματα που θα προκύψουν από τις διαπραγματεύσεις, αλλά ως προϋποθέσεις για την ένταξη ενός αξιόπιστου διαλόγου. Υπάρχουν αποφάσεις του ΟΗΕ που ζητούν την άμεση απομάκρυνση των στρατευμάτων της Τουρκίας από την Κύπρο, και κανείς στη Διεθνή Κοινότητα δεν θα υποστηρίξει ότι ο βιασμός που έγινε στην πληθυσμιακή σύνθεση ενός ανεξάρτητου κράτους, μπορεί να παραμείνει σε ισχύ.

Αυτά όσον αφορά τις προϋποθέσεις και σε αυτό πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι.

Οσον αφορά τα στοιχεία για την επίλυση του Κυπριακού θα ήθελα να αναφέρω τρία.

Πρώτον, ότι η Κύπρος είναι ένα ανεξάρτητο, ενιαίο κράτος μέλος του ΟΗΕ και τίποτα στις διαπραγματεύσεις δεν μπορεί να αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του ανεξάρτητου ενιαίου κράτους. Το καθεστώς που έχει δημιουργηθεί στον χώρο της στρατιωτικής κατοχής της Κύπρου, είναι ένα καθεστώς που δεν έχει αναγνωριστεί ως πολιτική οντότητα από κανένα κράτος εκτός από την Τουρκία. Αρα η Κύπρος είναι και παραμένει ενιαίο, ανεξάρτητο κράτος, που ένα τμήμα της βρίσκεται υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή.

Δεύτερο στοιχείο είναι ότι η συμφωνία κορυφής Μακαρίου – Ντεγκτάς το 1977 είναι η εσχάτη παραχώρηση που μπορεί να κάνει ο Ελληνισμός προς την Τουρκική πλευρά. Η ιδέα, η πρόταση, η συμφωνία αν θέλετε, ενός ανεξάρτητου ομοσπονδιακού κράτους ήταν μια παραχώρηση από την ελληνική μεριά. Δεν είμασταν και δεν είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς από αυτή τη συμφωνία, αλλά δεχόμαστε να την αποδεχτούμε ως έσχατο όριο των συζητήσεων για την πολιτική λύση. Από κει και πέρα δεν μπορούμε να συζητήσουμε καθόλου οτιδήποτε παραπάνω στοιχείο που πηγαίνει προς την κατεύθυνση μιας διζωνικής έννοιας που ουσιαστικά οδηγεί σε δυο πολιτικές οντότητες δεν μπορεί να είναι αποδεκτές από εμάς.

Τρίτο στοιχείο είναι ότι το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, καθώς και οι αποφάσεις των Διεθνών Οργανισμών για τα Ατομικά Δικαιώματα πρέπει να εμπεριέχονται στην πολιτική συμφωνία. Και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα πρόσβασης του πολίτη στην Κύπρο, στην περιουσία του καθώς και το δικαίωμα να εγκαθίσταται εκεί που επιθυμεί και να εργάζεται εκεί που επιθυμεί.

Εάν βάλουμε αυτά τα στοιχεία ξεκάθαρα ως αμετακίνητη θέση μας και επάνω σε αυτές τις θέσεις θα είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε, έχει καλώς. Τώρα ο Ντεγκτάς από τη μεριά του μπορεί να βάλει πολλά θέματα, αλλά αυτά πρέπει να απορριφθούν ασυζητητί.

Οι θέσεις οι οποίες προτείνω ως θέσεις ελληνικές, θέσεις της Κυβέρνησης της Κύπρου, είναι θέσεις που έχουν μαζί τους τη διεθνή νομιμότητα, τις αποφάσεις του ΟΗΕ, αποφάσεις Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων και νομίζω και την κοινή γνώμη. Αρκεί εμείς να το αναφέρουμε αυτό ως τέτοιο θέμα. Νομίζω λοιπόν ότι πέφτει ένα μεγάλο βάρος σε εμάς, στην Κυβέρνηση της Ελλάδας, στην Κυβέρνηση της Κύπρου, αλλά και στον Ελληνισμό, να περάσει το μήνυμα προς τα έξω, περί τίνος ακριβώς πρόκειται και γιατί αυτές οι θέσεις είναι θέσεις πάνω στις οποίες μπορεί να υπάρξει μια δίκαιη και βιώσιμη λύση. Είναι πολύ πιθανόν, εγώ θα έλεγα σχεδόν βέβαιο, ότι η Τουρκία δεν θα δεχθεί να συζητήσει πάνω σε αυτή τη βάση. Η δική μου η προσωπική πρόταση είναι ότι οι συζητήσεις μπορούν και πρέπει να διακοπούν εκεί. Δεν υπάρχει έδαφος για περαιτέρω συζήτηση. Το βάρος της μη λύσης του ζητήματος της Κύπρου πρέπει να πέσει στην Τουρκία και είναι και θέμα διαφώτισης της κοινής γνώμης τι ακριβώς συμβαίνει και που πάνε τα πράγματα. Αναγνωρίζω ότι έχουμε φθάσει σε ένα επικίνδυνο σημείο που η Διεθνής Κοινότητα βλέπει το θέμα αυτό ως ένα θέμα έριδας μεταξύ δυο Κοινοτήτων και διάβαζα στον, όχι φιλελληνικό άλλωστε Economist, την 1η Δεκεμβρίου, ότι η καλύτερη λύση θα είναι μια συνομοσπονδία, διότι με αυτόν τον τρόπο οι δυο διαφορετικές κοινότητες μπορεί κατά κάποιον τρόπο να ζήσουν παράλληλα και χωριστά ξεχνώντας το ιστορικό της Κύπρου και τις δεσμεύσεις της διεθνούς κοινότητας. Παρά το αρνητικό κλίμα σήμερα, εγώ πιστεύω ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε ιδιαίτερα, αρκεί όμως το αδιέξοδο των συζητήσεων αυτών να προκύψει γρήγορα και να είναι σαφές.

Ο κίνδυνος θα είναι αν συνεχίσουμε να συζητάμε και μάλιστα να συζητάμε επάνω σε κάποιες άλλες βάσεις με πρωτοβουλίες του Ντε Σόττο, ή κάποιου άλλου των Ηνωμένων Εθνών και να φθάσουμε σε συζητήσεις χωρίς κατάληξη πολύ κοντά στην ημερομηνία απόφασης για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.. Αυτό θα περιπλέξει το δίλημμα. Συζητήσεις λοιπόν ναι, πάνω σ’ αυτή τη βάση, ορθά κοφτά αν είναι αποδεκτές, αν δεν είναι αποδεκτές, δεν υπάρχει συμφωνία, δεν υπάρχει λύση.

Και να προχωρήσουμε τότε στον άλλον άξονα, στη διαδικασία ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε..

Η Κύπρος το ξέρουμε ότι καλύπτει όλα τα κριτήρια για την ένταξή της. Το Ελσίνκι λέει ότι αποσυνδέεται η λύση του Κυπριακού από την ένταξή της και εμείς θα επιμείνουμε σε αυτό, και πρέπει, όχι τότε, αλλά από τώρα η Ελληνική Κυβέρνηση να πει ότι σε περίπτωση που η ένταξη της Κύπρου χωρίς λύση του Κυπριακού θα προσκόψει σε αντιρρήσεις από τις άλλες χώρες, η Ελλάδα θα προτάξει veto στη διεύρυνση της Ε.Ε. με αποδοχή ένταξης των άλλων χωρών. Αυτό δεν πρέπει να γίνει την τελευταία στιγμή θα πρέπει να εξηγηθεί στους εταίρους μας στην Ε.Ε. από τώρα τι ακριβώς προτιθέμεθα να κάνουμε. Τώρα υπάρχουν και οι απειλές της Τουρκίας το τι θα γίνει αν γίνει έτσι ή αλλιώς. Αυτό νομίζω ότι δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα, η εξωτερική πολιτική πάντα λειτουργεί με κάποιο ποσοστό ρίσκου, αλλά το ρίσκο αυτό θα πρέπει να είναι διατεθειμένος ο ελληνικός λαός να το αναλάβει. Νομίζω ότι οι απειλές αυτές δεν μπορούν να υλοποιηθούν, στο κάτω-κάτω η Κύπρος είναι ένα μέλος της Ε.Ε. και η Τουρκία θα πρέπει πολύ σοβαρά να σκεφτεί αν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει αυτές τις απειλές. Εμείς μπορούμε να προχωρήσουμε λοιπόν. Τι χρειάζεται σ’ όλη αυτή την υπόθεση; Χρειάζεται μια ανόρθωση του φρονήματός μας. Υπάρχει ένα κλίμα ηττοπάθειας και στην Ελλάδα και στη Κύπρο και γενικά στον Ελληνισμό ότι βρισκόμαστε κάτω από πίεση, τι να κάνουμε, είμαστε αναγκασμένοι να υποχωρήσουμε. Εάν πάρουμε αυτό ως βάση άσκησης εξωτερικής πολιτικής, φυσικά η υποκειμενική μας αδυναμία θα μας οδηγήσει αναγκαστικά να υποχωρήσουμε μέχρι το σημείο που η δική μας αδυναμία επιτρέπει στον αντίπαλό μας να επιβάλει τις θέσεις του. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να ανατραπεί αυτό το κλίμα ηττοπάθειας, να μπεί ένα σταθερό και ξεκάθαρο πρόγραμμα στον Ελληνισμό για την προώθηση του Κυπριακού και αυτό το πρόγραμμα να στηριχθεί από τις Κυβερνήσεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αλλά πάνω απ’ όλα να στηριχθεί από τον ελληνικό λαό.

Γι’ αυτό και κλείνω με αυτή την πρόταση. Εγώ θα πρότεινα, μέσα στον Ιανουάριο, αν είναι δυνατόν, να γίνει μια μεγάλη συγκέντρωση μέσα στην Αθήνα με παρουσία πολιτικών προσώπων από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα και στην Κύπρο και μια άλλη μεγάλη συγκέντρωση πάλι στη Λευκωσία για να αρχίσει να μπαίνει μέσα στην κοινή γνώμη, μέσα στο λαό το θέμα της Κύπρου και εκεί να προτάξουμε όχι τόσο τα απαισιόδοξα σενάρια για το τι μπορεί να γίνει εάν εμείς δεν κινηθούμε, αλλά ποια είναι η στρατηγική μας, τι πρέπει να κάνουμε για να προχωρήσουμε.

Αν το καταφέρουμε αυτό, αν αντιστρέψουμε το κλίμα της ηττοπάθειας που είναι μέσα μας, νομίζω ότι μπορούμε να είμαστε όχι απόλυτα αισιόδοξοι, αλλά συγκρατημένα αισιόδοξοι ότι κάτι καλό θα βγει σ’ αυτή τη φάση του Κυπριακού.

Δευτερολογία

Θα είμαι κατ’ ανάγκην πολύ σύντομος.

Στη δική μου παρέμβαση, άφησα το παρελθόν απ’ έξω και προσπάθησα να δείξω το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε από δω και πέρα. Το έκανα αυτό γιατί θα πήγαινε πολύ μακριά η συζήτηση, αν ανοίγαμε το θέμα πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.

Από τη συζήτηση νομίζω πως υπάρχει μια σύγκλιση απόψεων που λέει ως συμπέρασμα ότι έχουμε μπλέξει άσχημα. Θέλω να σας πω τώρα πιο ανοιχτά, η διαδικασία των συνομιλιών που έχει ανοίξει είναι μια μεγάλη παγίδα. Εχει προγραμματιστεί το αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών και είναι ευθύνη δική μας να ανατρέψουμε αυτήν την πορεία.

Όταν πρότεινα μια πλατφόρμα για το διάλογο για την επίλυση του Κυπριακού, δεν ήμουν και τόσο αφελής για να πιστεύω ότι αυτή η πλατφόρμα μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλευρά της Τουρκίας και να καταλήξουμε σε συμφωνία. Αλλά στην απίθανη περίπτωση που μπορεί να καταλήξουμε σε συμφωνία πάνω σ’ αυτήν τη βάση έχει καλώς.

Αν δεν καταλήξουμε σε συμφωνία, τότε πιστεύω ότι εμείς έχουμε το πάνω χέρι, είμαστε εμείς που μπορούμε να πούμε προς την Διεθνή Κοινότητα, ότι η Τουρκία δεν δέχεται στοιχεία τα οποία πρέπει να είναι αποδεκτά για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση. Γι’ αυτό το λόγο προσέφερα αυτή την πλατφόρμα. Είναι όχι μια πρόταση για διάλογο επίλυσης του Κυπριακού παρά μια πρόταση απεμπλοκής της Κύπρου από μια παγίδα που έχει στηθεί και θέλω να ξανατονίσω, ότι ο διάλογος αυτός πρέπει να λήξει ταχύτατα και, αν χρειασθεί, να φτάσουμε σε μια διέξοδο.

Αν φτάσουμε εκεί, τότε η ένταξη της Κύπρου μπορεί να προωθηθεί με την απειλή veto από τη μεριά της Ελλάδας. Και μέσα στην Ε.Ε. αργότερα, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, νομίζω ότι μπορούμε να έχουμε μια πολιτική λύση του Κυπριακού που θα είναι πολύ πιο ικανοποιητική ακόμα και από το πλαίσιο του 1977.

Αυτά ήταν τα στοιχεία που νομίζω ότι πρέπει να ακολουθήσουμε. Όπως και να το κάνουμε όμως το πράγμα, τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει, τίποτα δεν θα σταματήσει μια πορεία προς τον κατήφορο, αν δεν αλλάξει το φρόνημα του Ελληνα πολίτη στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Και επειδή γνωρίζω τις πιέσεις και τις αδυναμίες των πολιτικών συστημάτων και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, γι’αυτό κάνω πάλι μια έκκληση κινητοποίησης πολιτών μιας μεγάλης συνάντησης των πολιτών που πρέπει να πάρουνε στα χέρια τους το Εθνικό θέμα και να πιέσουν τις Κυβερνήσεις τους να σταθούν στα πόδια τους, να αντισταθούν σ’ αυτά τα οποία γίνονται. Μια κινητοποίηση στην Ελλάδα και στην Κύπρο νομίζω ότι μπορεί να μας ξαναγυρίσει πίσω.

Και μου φαίνεται πράγματι παράδοξο: Πολλοί από εμάς τους παλαιότερους μπήκαμε στην πολιτική με ερέθισμα τα εθνικά θέματα και τώρα, αν μιλάμε για εθνικά θέματα, κινδυνεύουμε εμείς να χαρακτηριστούμε τουλάχιστον γραφικοί.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι ήρθε η στιγμή να μιλήσει ο λαός, να μιλήσουν οι πολίτες ότι αυτά τα πράγματα είναι σοβαρότατα, και νομίζω, ότι μέσα από αυτήν την κινητοποίηση θα έχουμε την πολιτική δύναμη και τις πολιτικές εξελίξεις να πιέσουμε. Χρησιμοποιώ τη λέξη πιέσουμε τις κυβερνήσεις να σταθούν στα πόδια τους στις διαπραγματεύσεις που έρχονται.

Και ένα τελευταίο σημείο. Εκανε ζημιά στην υπόθεση του Κυπριακού η βαθμιαία υποβάθμιση του δόγματος ενιαίου αμυντικού χώρου. Δεν μπορείς να διαπραγματεύεσαι με έναν αντίπαλο, ο οποίος μάλιστα δεν έχει διστάσει στο παρελθόν να χρησιμοποιήσει βία, όταν δεν έχεις αποτρεπτική δύναμη. Το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Θράκη-Αιγαίο –Κύπρος ήταν ακριβώς για να αναπτύξει την αποτρεπτική δύναμη που θα αποθάρρυνε την Τουρκία σε άλλη καινούρια τυχοδιωκτική περιπέτεια.

Το θέμα του ευρωστρατού που δεν το ανέφερα είναι συνδεδεμένο με την πορεία της λεγόμενης επίλυσης του Κυπριακού γι’ αυτό και σ’ αυτό το θέμα η Ελλάδα πρέπει να είναι σταθερή και να προβάλει veto σε κάθε ανάπτυξη του ευρωστρατού, η οποία θα δημιουργήσει μια περιοχή αμφισβητούμενης ευρωπαϊκής άμυνας που θα είναι το Αιγαίο και η Κύπρος. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που ίσως το συζητήσουμε μια άλλη φορά.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn