Για μια ακόμη φορά, ανοίγει η αυλαία του διαχρονικού έργου «διάλογος για την Παιδεία». Επ΄ αυτού, δύο παρατηρήσεις:
Πρώτον: ο διάλογος ανοίγει, με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, σε μια προεκλογική περίοδο. Συνεπώς, οι πιθανότητες ενός υπεύθυνου διαλόγου με προοπτικές σύγκλισης απόψεων είναι μηδενικές. Πρωτοβουλίες αυτού του είδους, για να έχουν κάποια πιθανότητα επιτυχίας, αναλαμβάνονται στην αρχή του πολιτικού κύκλου μιας κυβέρνησης. Ο κατάλληλος χρόνος ήταν αμέσως μετά τις εκλογές του 2004. Τότε, στη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της Κυβέρνησης, ο κ. Καραμανλής, ορθώς, έθεσε ως προτεραιότητα την αναβάθμιση της Παιδείας, ενώ ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Γ. Παπανδρέου προέβη στην ασυνήθη και τολμηρή δήλωση ότι για την αναβάθμιση της Παιδείας ήταν και ο ίδιος πρόθυμος «να βάλει πλάτες». Το πολιτικό σκηνικό της εποχής ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό για ένα τέτοιο εγχείρημα. Δυστυχώς, η Κυβέρνηση δεν αξιοποίησε αυτήν τη σπάνια ευκαιρία και έτσι, πέντε χρόνια μετά, παριστάμεθα μάρτυρες μιας Παιδείας που κινδυνεύει να καταρρεύσει.
Δεύτερον: η κυβέρνηση έχει συνταγματικά την ευθύνη της Παιδείας και συνεπώς οφείλει να παρουσιάσει το πλαίσιο εντός του οποίου θα διεξαχθεί ο διάλογος. Πράγματι, διάλογος χωρίς πυξίδα – tabula rasa, όπως προτείνεται – δεν πρόκειται να έχει αίσιον πέρας ενώ κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί προσχηματικός.
Ίσως, μετά τις βουλευτικές εκλογές, να διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για ένα διάλογο με θετική προοπτική. Απόψεις και προτάσεις που κατατίθενται σ΄ αυτήν τη συγκυρία, ελπίζω να αποτελέσουν χρήσιμο υλικό στο διάλογο που κάποτε θα γίνει.
Σ΄ αυτό το πνεύμα, παραθέτω πιο κάτω μερικές σκέψεις.
Το πρώτο ερώτημα που περιέργως δεν έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης και που πρέπει να απαντηθεί είναι το εξής: Γιατί ρυθμίσεις στο χώρο της Παιδείας χαρακτηρίζονται από παλινωδία; Γιατί μεταρρυθμίσεις τελικά υποκύπτουν στις αντιμεταρρυθμιστικές δυνάμεις;
Μερικά μόνον παραδείγματα: Η μεταρρύθμιση Γεωργίου Παπανδρέου – Παπανούτσου 1964-65, ανατράπηκε πριν καλά – καλά εφαρμοσθεί. Η μεταρρύθμιση στη δική μου θητεία 1996-2000, που είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη του 1964-65, παρά τις έντονες αντιδράσεις, «πέρασε» και άρχισε να εφαρμόζεται αλλά αποδομήθηκε σταδιακά μετά τις εκλογές του 2000 από την ίδια κυβέρνηση και ουσιαστικά καταργήθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. που προέκυψε από τις εκλογές του 2004. Οι ρυθμίσεις της Υπουργού Παιδείας κας Γιαννάκου, παρά τις αντιδράσεις στον πανεπιστημιακό χώρο, νομοθετήθηκαν αλλά στη συνέχεια αδρανοποιήθηκαν μετά τις εκλογές του 2007 από την ίδια κυβέρνηση.
Αν οι παλινωδίες μπορούσαν να αποδοθούν πειστικά σε προχειρότητα, έλλειψη σχεδιασμού ή λανθασμένων πολιτικών χειρισμών, θα αρκούσε να συστήσουμε καλύτερη προετοιμασία και πιο αποτελεσματικούς χειρισμούς στο μέλλον. Αλλά, δυστυχώς, ο πυρήνας του προβλήματος βρίσκεται αλλού και αφορά στη δυσλειτουργία των δημοκρατικών μας θεσμών. Για να εκτιμήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χώρου της παιδείας: την οικουμενικότητά της και τον βραδύ ρυθμό αφομοίωσης αλλαγών στο σύστημα.
Η Παιδεία δεν είναι ένας απλός τομέας του οργανωμένου κοινωνικού συνόλου. Αγκαλιάζει όλα τα κύτταρα της κοινωνίας. Άμεσα ή έμμεσα, η Παιδεία εμπλέκει όλους μας: τους μαθητές, τους φοιτητές, τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, τους συγγενείς, τους δασκάλους, τους καθηγητές, τους πανεπιστημιακούς, τα φροντιστήρια, οικονομικά συμφέροντα (είναι πολλά τα λεφτά στην Παιδεία) τους εργοδότες κ.α. Κάθε κοινωνική ομάδα βλέπει ρυθμίσεις που αφορούν στην Παιδεία από τη δική της οπτική γωνία. Μερικές απ΄ αυτές τις ομάδες (π.χ. εκπαιδευτικοί) έχουν οργανωθεί συνδικαλιστικά και υπερασπίζονται δυναμικά τις θέσεις τους, που πολλές φορές βρίσκονται σε αντίθεση με τις θέσεις άλλων ομάδων.
Εξ΄ άλλου, θεσμοί και λειτουργίες στο χώρο της Παιδείας δεν μπορούν να αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη. Αλλαγές απαιτούν βάθος χρόνου και σταδιακή εφαρμογή. Κατά κανόνα, ο μέσος χρόνος εφαρμογής ενός μεταρρυθμιστικού έργου (εκτιμώ 5-7 έτη) υπερβαίνει σημαντικά το μέσο χρόνο του πολιτικού βίου μιας κοινοβουλευτικής κυβέρνησης (3.5 έτη).
Ας δούμε λοιπόν πως αυτά τα χαρακτηριστικά επηρεάζουν τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Το σύστημα διακυβέρνησης που έχει επικρατήσει μετά τη μεταπολίτευση, στηρίζεται στο δικομματισμό. Κατ΄ ανάγκη λοιπόν, τόσο το κυβερνών κόμμα όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση αποτελούν μεγάλους πολυσυλλεκτικούς μηχανισμούς, με χαλαρή εσωτερική συνοχή. Μια τομή στο χώρο της Παιδείας σίγουρα θα ξεβολέψει κάποιες κοινωνικές ομάδες ενώ θα ωφελήσει άλλους ή ακόμα και όλες αλλά μόνον μακροχρόνια. Εάν η θιγόμενη ομάδα είναι συντεχνιακά οργανωμένη και λειτουργεί με βάση τα στενά και βραχυπρόθεσμα συμφέροντά της, τότε οι εύθραυστες εσωτερικές ισορροπίες του κόμματος διαταράσσονται. Εάν στη συνέχεια οι δημοσκοπήσεις δείξουν ότι είναι υπαρκτή η απειλή μεταπήδησης δυσαρεστημένων ψηφοφόρων (έστω και της τάξης του 3 – 4%) στο άλλο κόμμα, είναι πλέον ή βέβαιο ότι το κυβερνών κόμμα, που σε πρώτη φάση τόλμησε ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, θα ανακρούσει πρύμνα και θα θυσιάσει το εγχείρημά του στο βωμό της εκλογικής σκοπιμότητας. Ο λαός αναγνωρίζει αυτό το νοσηρό φαινόμενο ως κατίσχυση της θεωρίας του «πολιτικού κόστους». Στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι πιο σοβαρό. Πρόκειται για κατάλυση του δημοκρατικού θεσμού διακυβέρνησης μέσω της πλειοψηφίας και αναγόρευση της οργανωμένης μειοψηφίας σε καταλυτική δύναμη αρνησικυρίας. Με αυτόν τον τρόπο, η διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, δηλαδή η διακυβέρνηση της χώρας, εκχωρείται σε οργανωμένες μειοψηφίες. Έτσι εξηγείται το ράβε-ξήλωνε στον ταλαίπωρο χώρο της Παιδείας.
Το αγωνιώδες ερώτημα που τίθεται είναι πως αποκαθίστανται οι δημοκρατικοί όροι για τη διακυβέρνηση και την επίλυση διαφορών. Η ιδανική λύση θα ήταν να διασφαλισθεί υψηλός βαθμός εσωτερικής συνοχής στο κυβερνών κόμμα. Θεωρητικά, αυτό μπορεί να επιτευχθεί από μια δυνατή και εμπνευσμένη πολιτική ηγεσία που διαθέτει το χάρισμα να ενώνει τις αντιτιθέμενες κοινωνικές ομάδες σ΄ ένα κοινό, μεγάλο και μακρόπνοο όραμα, υποβιβάζοντας σε δεύτερη μοίρα το πρόσκαιρο και συντεχνιακό συμφέρον. Μετά από 28 χρόνια στην πολιτική ζωή του τόπου δεν επιτρέπεται να τρέφω αυταπάτες ότι, σήμερα τουλάχιστον, υπάρχουν οι υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια τέτοια λύση.
Πιστεύω ότι υπάρχει μια ικανοποιητική εναλλακτική (second best): Διακομματική συμφωνία. Εάν τα κόμματα της Βουλής, ή έστω τα δύο μεγάλα κόμματα, συμφωνήσουν σ΄ ένα σαφές πλαίσιο αλλαγών και χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους, θα μηδενισθεί ο ζωτικός χώρος όπου παίζουν το εκβιαστικό παιχνίδι τους οι οργανωμένες μειοψηφίες και θα επιτραπεί να εφαρμοσθεί με συνέπεια και συνέχεια ένα πρόγραμμα που στηρίζει η δημοκρατική πλειοψηφία.
Σ΄ αυτήν την περίπτωση, θα μπορούσε να υπερψηφισθεί ένας νόμος πλαίσιο, περιορισμένης διάρκειας – π.χ. 10 ετών – του οποίου η τροποποίηση ή κατάργηση θα απαιτούσε ενισχυμένη πλειοψηφία ούτως ώστε να διασφαλισθεί η διαχρονική σταθερότητα εφαρμογής, ανεξάρτητα από τον πολιτικό κύκλο αλλαγών και εναλλαγών. Η εποπτεία της εφαρμογής του προγράμματος, η αξιολόγηση της πορείας καθώς και προτάσεις για λήψη βελτιωτικών μέτρων, αν τέτοια ανάγκη τυχόν προκύψει, μπορούν να ανατεθούν σε μια ad hoc Ανεξάρτητη Αρχή προσωπικοτήτων που θα αναφέρεται στο Κοινοβούλιο.
Πιστεύω ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει και εύχομαι, μετά τις εκλογές, να προχωρήσουμε στη βάση μιας διακομματικής συμφωνίας και να θέσουμε τέρμα στο σισύφειο μαρτύριο της Παιδείας.
Οι απαισιόδοξοι θα αντιτείνουν ότι, ακόμα κι αν υπάρξει πολιτική βούληση, θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί κοινός τόπος για το ποια Παιδεία θέλουμε και πως θα αλλάξουμε το υπάρχον σύστημα. Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη.
Η δική μου εμπειρία με καθιστά αισιόδοξο γιατί οι αντιδράσεις που ανέκυψαν εκκινούσαν κυρίως από πολιτικές σκοπιμότητες και συντεχνιακές πρωτοβουλίες. Σε θέματα καθαρά παιδαγωγικού περιεχομένου, δεν διαφάνηκαν μεγάλες διαφορές.
Αντλώντας από αυτή την εμπειρία, αναφέρω τρία κεντρικά θέματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον κορμό συζήτησης για τη διαμόρφωση ενός αποδεκτού πλαισίου δράσης για μια νέα Παιδεία, για μια Παιδεία Ανοικτών Οριζόντων: Προγράμματα Σπουδών, ίσες ευκαιρίες και ελεύθερες επιλογές.
Προγράμματα Σπουδών: Είναι πια κοινός τόπος ότι, στη νέα εποχή, η παραδοσιακή μορφή διδασκαλίας που εστιάζεται στη μεταφορά γνώσης από το βιβλίο και το δάσκαλο στο μαθητή με εργαλείο την αποστήθιση και απομνημόνευση, πρέπει να αντικατασταθεί με πρόγραμμα σπουδών που διαμορφώνει μια παιδευτικά ολοκληρωμένη προσωπικότητα του μαθητή, αναπτύσσει την κριτική του ικανότητα και τον μαθαίνει πώς να μαθαίνει.
Στη νέα Παιδεία αλλάζει ριζικά η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο, τον μαθητή και τις πηγές γνώσης που δεν μπορεί να είναι το ένα βιβλίο αλλά η βιβλιοθήκη και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Ο δάσκαλος παύει να είναι ο μεταφορέας γνώσεων αλλά είναι ο συντελεστής που βοηθάει το μαθητή, τον καθοδηγεί πώς να μαθαίνει.
Διαμόρφωση ολοκληρωμένης προσωπικότητας σημαίνει ουμανιστική Παιδεία. Όμως, τα 14 ή και περισσότερα μαθήματα που προσφέρονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποκομμένα το ένα από το άλλο (χωριστά Φυσική, Χημεία, Βιολογία, Γεωγραφία, χωριστά Ιστορία, Κοινωνιολογία, Οικονομικά κ.α.) δεν αθροίζουν σε σύγχρονη ουμανιστική Παιδεία. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι βέβαια η μείωση των γνωστικών αντικειμένων αλλά η συμπύκνωσή τους σε 7 – 8 δια-θεματικούς κύκλους όπου ο μαθητής που θέλει να εμβαθύνει στις θετικές επιστήμες θα διδαχθεί επίσης στοιχεία από κοινωνικές επιστήμες όπως και ο μαθητής που έχει κλίση στις θεωρητικές επιστήμες, θα διδαχθεί στοιχεία από θετικές επιστήμες σε αντίστοιχα δια-θεματικά μαθήματα.
Η μετάβαση από ένα πρόγραμμα απομνημόνευσης 14 μαθημάτων σε ένα πρόγραμμα που καλύπτει το ίδιο εύρος των γνωστικών αντικειμένων με μικρότερο αριθμό δια-θεματικών κύκλων, είναι η μεγάλη πρόκληση. Η διαμόρφωση ενός τέτοιου προγράμματος είναι σχετικά ευχερής, υπάρχει άλλωστε πλούσια εμπειρία από άλλες χώρες που θα διευκολύνει το έργο. Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι τα προγράμματα σπουδών στα πανεπιστήμια δεν παρέχουν στους εκπαιδευτικούς τα απαραίτητα εφόδια για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής (ο φυσικός γνωρίζει να διδάσκει μόνο φυσική, ο χημικός Χημεία, ο οικονομολόγος οικονομικά, ο ιστορικός ιστορία κ.λ.π.).
Συνεπώς, η αναβάθμιση της Παιδείας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση προϋποθέτει εκσυγχρονισμό των Προγραμμάτων Σπουδών στο Πανεπιστήμιο και σοβαρά προγράμματα μετεκπαίδευσης των υπηρετούντων εκπαιδευτικών. Απαιτείται λοιπόν προσεκτικός σχεδιασμός και συντονισμός των αλλαγών σε όλα τα επίπεδα. Χωρίς αμφιβολία, οι αλλαγές θα εισαχθούν σταδιακά και η πλήρης εφαρμογή ενός σύγχρονου προγράμματος θα έχει βάθος χρόνου. Γι΄ αυτό, επιμένω ότι οι αλλαγές πρέπει να πραγματοποιηθούν σ΄ ένα κλίμα διαχρονικής σταθερότητας.
Ίσες ευκαιρίες: Οι μαθητές αφομοιώνουν τη γνώση με διαφορετικούς ρυθμούς και με διαφορετικό τρόπο. Η οικογενειακή, κοινωνική, ταξική ή πολιτιστική προέλευση του μαθητή παίζει ρόλο στη διαφοροποιημένη επίδοσή του. Είναι ευθύνη του εκπαιδευτικού συστήματος να αμβλύνει αυτές τις ανισότητες, να εξασφαλίσει ίσους όρους εκκίνησης και να αντιμετωπίσει παιδευτικά τις ιδιαιτερότητες και δημιουργικές ικανότητες του κάθε μαθητή.
Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, το σχολείο δεν μπορεί παρά να είναι ολοήμερο σχολείο. Πέρα από το συμβατικό ωρολόγιο πρόγραμμα, είναι μέσα στο ολοήμερο σχολείο που θα δοθεί η δυνατότητα στο μαθητή, στις ελεύθερες ζώνες, να αναπτύξει το ταλέντο του σε δραστηριότητες που τον ενδιαφέρουν, να προετοιμασθεί για το μάθημα της επόμενης ημέρας και να καλύψει με ειδικά μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας τυχόν μαθησιακές ελλείψεις. Είναι σαφές ότι η σωστή λειτουργία ενός τέτοιου ολοήμερου σχολείου καθιστά άχρηστα τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα και προσφέρει ελεύθερο χρόνο στο μαθητή μετά τις ώρες του ολοήμερου σχολείου.
Όπως και στο ζήτημα του προγράμματος σπουδών, έτσι και στο θεσμό του ολοήμερου σχολείου, η εφαρμογή θα είναι σταδιακή και πρέπει να συντονισθεί με μετεκπαίδευση ευρείας κλίμακας των εκπαιδευτικών για να μπορούν να ανταποκριθούν παιδαγωγικά στις απαιτήσεις της ενισχυτικής διδασκαλίας και προγραμμάτων προσαρμοσμένων σε ειδικές ομάδες μαθητών. Χρόνος επίσης θα απαιτηθεί και για την αναβάθμιση των κτηριακών εγκαταστάσεων και εργαστηρίων.
Ελεύθερες επιλογές: Στην εποχή μας, η σχέση του πολίτη με το χώρο της Παιδείας είναι διαρκής. Έχει παρέλθει η εποχή όπου μπορούσε να υπάρξει αντιστοίχηση ανάμεσα στις εκπαιδευτικές βαθμίδες και ηλικιακές ομάδες: Απόφοιτος δευτεροβάθμιας στα 18, απόφοιτος πανεπιστημίου στα 22-25. Σήμερα, για να παρακολουθήσει τις ιλιγγιώδεις προόδους στις επιστήμες, ο πολίτης χρειάζεται να είναι σε διαρκή επαφή με προγράμματα εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης. Η δια βίου εκπαίδευση είναι πλέον σταθερά συνισταμένη μιας σύγχρονης Παιδείας και, από εδώ και πέρα, θα συνηθίσουμε να βλέπουμε πολίτες όλων των ηλικιών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Απαίτηση επίσης της νέας εποχής είναι η μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων επιλογών που εξασφαλίζεται με την καθιέρωση της αρχής της κινητικότητας. Έτσι, ένας μαθητής του Ενιαίου Λυκείου που αλλάζει γνώμη και επιθυμεί να φοιτήσει στο Τεχνικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο (ΤΕΕ) να μπορεί να μεταταγεί μετά από κατάλληλη προετοιμασία και εκπαίδευση που προσφέρεται μέσα στο σχολείο. Και το αντίστροφο ισχύει για τη μετάταξη ενός μαθητή από το ΤΕΕ στο Ενιαίο Λύκειο. Ανάλογες ρυθμίσεις μπορούν να προβλεφθούν σε επίπεδο Ανωτάτης Εκπαίδευσης, όταν ένας φοιτητής π.χ. του Μαθηματικού επιθυμεί να μεταπηδήσει στην Πληροφορική ή ένας φοιτητής των Πολιτικών Επιστημών στη Νομική κ.ο.κ.
Η αρχή της ελεύθερης επιλογής επιτρέπει στον πολίτη που, για διαφόρους λόγους, άφησε σε κάποιο στάδιο το χώρο της Παιδείας να επανέλθει σ΄ αυτήν: στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο ή σε Προγράμματα Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε.) για την Ανωτάτη Εκπαίδευση.
Τέλος, η αρχή της ελεύθερης επιλογής, δεν μπορεί να συνυπάρξει με το θεσμό του κλειστού αριθμού των εισακτέων στην Ανωτάτη Εκπαίδευση. Ο κάτοχος του πτυχίου του Ενιαίου Λυκείου δικαιούται να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στην Ανωτάτη Εκπαίδευση. Η εγγραφή γίνεται σε 6-7 ευρύτατους κύκλους γνωστικών αντικειμένων που αντιστοιχούν σε Σχολές π.χ. Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών, Επιστημών Υγείας, Θετικών Επιστημών, Ανθρωπιστικών Σπουδών κλπ. Στα δύο πρώτα χρόνια τα μαθήματα είναι δια-τμηματικά και στη συνέχεια, μετά από ενδοπανεπιστημιακή αξιολόγηση, οι φοιτητές επιλέγουν και κατατάσσονται σε συγκεκριμένα τμήματα π.χ. Νομική, Πολιτικές Επιστήμες, Διεθνείς Σχέσεις, Ιατρική, Οδοντιατρική, Φαρμακευτική κ.α.
Ειλικρινά πιστεύω ότι τα παραπάνω που είχαν ενσωματωθεί στην Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση 1996-2000, μπορούν να αποτελέσουν σήμερα τον κορμό ενός σοβαρού και υπεύθυνου διαλόγου.
Υπάρχει ακόμα ένα αγκάθι που οφείλω να αναγνωρίσω: Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Εδώ δεν υπάρχει σύγκλιση απόψεων αλλά, ειλικρινά, πιστεύω ότι χωρίς σοβαρή αξιολόγηση, η όποια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αποδώσει. Δεν θα είναι καν βιώσιμη. Γι΄ αυτό πρέπει να τολμήσουμε να συμπεριλάβουμε στο διάλογο και την αναζήτηση ενός αποτελεσματικού και όσο γίνεται αντικειμενικού συστήματος αξιολόγησης.