Κι εγώ θα μιλήσω ελληνικά μια και υπάρχει μετάφραση και η σημερινή συζήτηση απευθύνεται στο ευρύτερο ελληνικό κοινό.
Αγαπητέ φίλε Edmond, κύριε Υπουργέ, κύριοι Πρέσβεις,μέλη του Euro50, κυρίες και κύριοι, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική τη σημερινή δημόσια εκδήλωση, γιατί εδώ και καιρό, τα θέματα αυτά που θα συζητήσουμε – ο προβληματισμός αλλά και το όραμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση – απασχολούν τον ευρωπαίο πολίτη.
Ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει κανείς στη λαϊκή ετυμηγορία της Γαλλίας και της Ολλανδίας σε σχέση με τη Συνταγματική Συνθήκη, ανεξάρτητα αν είναι κανείς με το ναι ή με το όχι και ανεξάρτητα από την ερμηνεία που δίνει κανείς σε αυτό το όχι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα δημοψηφίσματα αυτά έχουν δημιουργήσει μία καινούρια πολιτική κατάσταση την οποία δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και πρέπει να λάβουμε υπόψη μας.
Η βασική συνέπεια είναι ότι, από εδώ και πέρα, οι θεσμικές αλλαγές που αφορούν στο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν να συμφωνούνται σε επίπεδο πολιτικής ελίτ και ευρωπαϊκής τεχνοκρατίας. Οι βασικές θεσμικές αλλαγές θα πρέπει να είναι κομμάτι της ευρύτερης συνείδησης των ευρωπαίων πολιτών και να στηρίζονται από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό το θεωρώ θετική εξέλιξη, γιατί η ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οράματος θα γίνει πραγματικότητα μόνον όταν κερδίσει τις καρδιές και τα μυαλά των ευρωπαίων πολιτών, όταν στηριχθεί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Ένα από τα μεγάλα ελλείμματα ήταν ακριβώς αυτή η έλλειψη νέου οράματος για την Ευρώπη. Οι πολιτικές μας ηγεσίες δεν κατάφεραν να συγκινήσουν το ευρωπαϊκό κοινό για ένα νέο ξεκίνημα, ένα νέο όραμα για την Ευρώπη. Αν και συμφωνώ με τα βασικά συμπεράσματα της συζήτησης του EURO50 χθες και με αυτά που είπε και ο Πρόεδρός του κ. Edmond Alphandery, θα μου επιτρέψετε να είμαι λίγο προκλητικός και να βγω από τις γραμμές της γενικής συναίνεσης, γιατί συνήθως η υπερβολική συναίνεση δεν οδηγεί σε ουσιαστικό και γόνιμο διάλογο.
Νομίζω ότι το ζητούμενο, το όραμα για μια νέα Ευρώπη, το έχουν δηλώσει οι ευρωπαίοι πολίτες με διαφορετικούς τρόπους. Αυτό που ζητά ο ευρωπαίος πολίτης είναι να του πούμε με ποιο τρόπο η Ευρώπη θα ανταποκριθεί στην πρόκληση της σημερινής παγκοσμιοποίησης.
Η σημερινή παγκοσμιοποίηση – έτσι όπως διαμορφώνεται από τους κανόνες του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου και από την ελεύθερη κίνηση και εγκατάσταση κεφαλαίων ανά τον κόσμο, δημιουργεί ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο. Και οι Ευρωπαίοι ρωτούν εάν η Ευρώπη θα προσαρμοσθεί παθητικά στα νέα αυτά παγκόσμια δεδομένα, ισοπεδώνοντας ίσως τις πολιτισμικές της αξίες και την πολιτιστική της φυσιογνωμία, ή εάν θα απαντήσει στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης με έναν τρόπο που θα προστατεύει αυτό που οι ευρωπαίοι αποκαλούν την ευρωπαϊκή πολιτιστική και κοινωνική φυσιογνωμία της Ευρώπης.
Νομίζω ότι, με λίγα λόγια, αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί ζητούν μία Ευρώπη που θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και θα εξασφαλίσει:
υψηλό βιοτικό επίπεδο,
κοινωνική συνοχή,
το κοινωνικό δικαίωμα της πρόσβασης στην εργασία για κάθε ευρωπαίο πολίτη,
τη διασφάλιση ότι στις μεγάλες ανακατατάξεις και μεταρρυθμίσεις που θα γίνουν στο χώρο της οικονομίας αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, τα πολιτιστικά και αξιακά στοιχεία της Ευρώπης θα προωθηθούν.
Αυτά λέγονται εύκολα. Το θέμα είναι πώς αυτές οι βασικές αρχές θα γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας. Χωρίς καμία αμφιβολία, θα υπάρχουν διαφωνίες για το τι ακριβώς εννοούμε και πως θα τα προσεγγίσουμε αυτά, είναι όμως η ατζέντα που ήδη έχει μπει στην πολιτική των λαών. Θα έχουμε από δω και πέρα ένα ζωντανό διάλογο για να καταλήξουμε κάποτε, στο βάθος χρόνου στις απαραίτητες συγκλίσεις που θα μας οδηγήσουν σε μια ενωμένη Ευρώπη που όλοι θέλουμε.
Για να γίνει όμως ο διάλογος αυτός, θα χρειαστεί να εμπλακούν όλοι οι φορείς των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Όλοι έχουμε να συμβάλλουμε σε αυτήν την παιδευτική διαδικασία για να διαμορφωθεί μία κοινή άποψη, μία ευρύτατη συναίνεση στην Ευρώπη για την ευρωπαϊκή απάντηση απέναντι στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης.
Πιστεύω ότι στο διάλογο αυτό θα πρέπει να εμπλακούν και τα Εθνικά Κοινοβούλια. Χωρίς να παραγνωρίζω το ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου, νομίζω ότι δεν είναι επαρκές, και γι΄ αυτό θα πρέπει και τα Εθνικά Κοινοβούλια να συνεργαστούν αναμεταξύ τους και με το Ευρωκοινοβούλιο για να ανοιχτεί ο δρόμος ενός πολιτικού διαλόγου για το νέο ευρωπαϊκό όραμα και, μέσα από αυτό το διάλογο και τη δημόσια συζήτηση του τύπου που κάνουμε σήμερα, να προκύψει μία πλατφόρμα που να μπορεί να μας οδηγήσει κάποια στιγμή σε μία Συντακτική Συνέλευση της Ευρώπης για ένα πραγματικό Σύνταγμα της Ευρώπης.
Αυτό θα πάρει καιρό, οι πολιτικές ηγεσίες θα αλλάξουν. Οι σημερινές ηγεσίες στις μεγάλες χώρες σε δύο χρόνια θα περάσουν στην ιστορία. Θα έχουμε άλλες πολιτικές ηγεσίες και, φυσικά, θα έχουμε και άλλες πολιτικές εξελίξεις.
Δεν ξέρουμε ακριβώς προς ποια κατεύθυνση θα πάνε τα πράγματα κι αυτό αυξάνει και τη δική μας ευθύνη, την ευθύνη όλων όσων πιστεύουμε στο όραμα της Ευρώπης, να καλλιεργήσουμε και να προωθήσουμε το διάλογο για ένα νέο όραμα για την Ευρώπη.
Αλλά η ζωή προχωράει και δεν προχωράει μόνο με διάλογο. Υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχει η Ευρωζώνη η οποία λειτουργεί και θα πρέπει να δούμε, μέσα στην πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί σήμερα, τι θα μπορέσουμε να κάνουμε, ποια θα μπορεί να είναι η νέα αρχιτεκτονική της οικονομικής και της νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης, για να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα από αυτά που είχαμε μέχρι στιγμής.
Θα πρέπει, πρώτα απ΄ όλα, να ενημερώσουμε πληρέστερα τον κόσμο για τη μεγάλη πρόοδο που έχει γίνει και τα κέρδη που έχουν επιτευχθεί προς όφελος του ευρωπαίου πολίτη, που δεν τα ξέρει. Θα πρέπει όμως, ταυτόχρονα, να δεχθούμε ότι υπάρχουν προβλήματα και ατέλειες στην αρχιτεκτονική του οικονομικού οικοδομήματος της Ευρώπης και να δείξουμε το δρόμο προς μεταρρυθμίσεις σε αυτή την κατεύθυνση.
Ο μόνος ευρωπαϊκός θεσμός που έχουμε στον οικονομικό τομέα, ευρωπαϊκός με την έννοια του ανεξάρτητου από τα κράτη – μέλη θεσμού, είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Και ακριβώς όταν έχεις έναν μόνο ανεξάρτητο θεσμό και τα πράγματα δεν πάνε καλά, θα είναι αυτός ο θεσμός που θα γίνει αντικείμενο δίκαιης και άδικης κριτικής. Κι αυτό συμβαίνει σήμερα.
Αν όμως είχαμε σήμερα μία Ομοσπονδιακή Ευρώπη – λέω αν – και υπήρχε ένα Κράτος, ένα Κοινοβούλιο, μία Κυβέρνηση και μία Κεντρική Τράπεζα, πιστεύω ότι η Κεντρική αυτή Τράπεζα, μέσα από τον πολιτικό της διάλογο με την Κυβέρνηση και – γιατί όχι – κάτω και από την πίεση των κοινωνιών, θα είχε προχωρήσει από καιρού στην υποτίμηση του Ευρώ και στην πτώση των επιτοκίων στην Ευρώπη. Η Αμερική, που αντιμετώπισε ανάλογο πρόβλημα το 2001, λειτούργησε ακριβώς με αυτόν τον τρόπο.
Στην Ευρώπη όμως φοβάμαι ότι δεν έχουμε σήμερα τις πολιτικές αλλά και τις θεσμικές προϋποθέσεις για μια τέτοια αντιμετώπιση. Έτσι, μένουμε με ένα υψηλό, ακριβό ευρώ, με χαμηλά επιτόκια, υψηλή ανεργία και μεγάλη ρευστότητα, η οποία, μέχρι στιγμής, δεν έχει δείξει ότι οδηγεί σε επενδύσεις υψηλής παραγωγικότητας.
Αυτό τι σημαίνει; Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε ολοκληρώσει την οικονομική μας συνεργασία. Είχαμε μιλήσει από το Μάαστριχτ για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, αλλά προχωρήσαμε μόνον στη Νομισματική Ένωση. Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο όπου έχουμε μία Κεντρική Νομισματική Αρχή κι έχουμε αποκεντρώσει τη δημοσιονομική ευθύνη και την πειθαρχία σε Κυβερνήσεις με περιορισμούς στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, είναι ένα «μόρφωμα» που δεν λειτούργησε και δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Κι αυτό πρέπει να μας απασχολήσει.
Θα πρέπει τώρα να βρούμε τους τρόπους να προχωρήσουμε από αυτό το αναποτελεσματικό σύστημα σε μια ολοκληρωμένη Οικονομική Διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου πλάϊ-πλάϊ με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα λειτουργεί και Ευρωπαϊκός θεσμός για την οικονομική σύγκλιση των ευρωπαϊκών χωρών, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Δεν νομίζω ότι η ολοκλήρωση αυτής της μορφής μπορεί να γίνει με διακρατικές Υπουργικές Συνόδους, είτε του ECOFIN είτε των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης. Θα πρέπει να γίνει με έναν θεσμό ευρωπαϊκό, ανάλογο με εκείνον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπου τα θέματα της οικονομικής σύγκλισης της απασχόλησης και της ανάπτυξης και των πόρων που θα χρειαστούν για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός θα συζητηθούν. Και είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο, του δημοκρατικού διαλόγου ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην Οικονομική Διακυβέρνηση, στα Εθνικά Κοινοβούλια, στις Κυβερνήσεις, που θα μπορέσουμε να φτάσουμε σε ένα οικονομικό και νομισματικό οικοδόμημα που θα στέκεται ισότιμα και ανταγωνιστικά απέναντι στα άλλα οικοδομήματα της Αμερικής και της Ιαπωνίας που, πέρα από τις αδυναμίες που έχουν, έχουν τουλάχιστον τούτο δω το προσόν, ότι μπορούν να αποφασίζουν για την οικονομική, νομισματική και δημοσιονομική πολιτική τους, μέσα στο πλαίσιο των δημοκρατικών τους θεσμών.
Θα μου πείτε ότι αυτό είναι υπεραισιόδοξο. Δεν το νομίζω. Νομίζω ότι βήματα προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να γίνουν. Ή, ας το πούμε αλλιώς, εγώ δεν θα αναφερθώ αγαπητέ Πέτρο στον Αριστοτέλη, θα αναφερθώ σε αυτά που είπε ο Οιδίποδας στην τραγωδία: «Τρομερό είναι να είσαι και τυφλός και κουφός».
Και θα πρέπει νομίζω να ανοίξει ένας πολιτικός διάλογος, να πιεστούν οι Κυβερνήσεις με τούτο δω το μήνυμα: Ότι οι λαοί της Ευρώπης θέλουν μια ενωμένη Ευρώπη, ζητούν ένα ευρωπαϊκό όραμα που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες, στις ανάγκες τους αλλά και στην πολιτισμική τους κληρονομιά. Δεν θέλουν να ζήσουν ως παθητικά εξαρτήματα μιας κοινωνίας της αγοράς, θέλουν να ζήσουν μέσα στην παγκόσμια αγορά, με τις αξίες και τις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Αυτά δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη και, τουλάχιστον όσον αφορά εμάς εδώ στην Ελλάδα με το INERPOST, εμείς είμαστε αφοσιωμένοι σε αυτή την προσπάθεια της ενημέρωσης, της προσπάθειας ανάπτυξης μίας πλατφόρμας που, κάποια στιγμή, θα μπορέσει να γίνει πραγματικότητα.
Θα πρέπει σε αυτόν τον αγώνα να είμαστε όλοι μαζί. Και για να τελειώσω και με μερικές αγγλικές λέξεις: «We have to hang together. If we don’t hang together, we will all be hanged seperately».