Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκλησή σας στη σημερινή εκδήλωση που μου δίνει μεγάλη χαρά. Εάν μου είχε δοθεί αυτό το θέμα προ καιρού, θα το θεωρούσα σχετικά εύκολο να το χειρισθώ. Θα μπορούσα να πάρω τους θεσμούς, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) και το ΝΑΤΟ ως δεδομένα, με συγκεκριμένους ρόλους στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και, μετά, να εξετάσω ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις της επέκτασής τους στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες.
Όμως, τελευταία, τα πράγματα έχουν περιπλακεί και οι θεσμοί οι ίδιοι βρίσκονται σε εξέλιξη. Δεν μπορούμε να πάρουμε το ΝΑΤΟ όπως ήταν στο παρελθόν και, από εκεί, να κάνουμε τις συλλογιστικές μας προεκτάσεις, ούτε μπορούμε να πάρουμε ως δεδομένες κάποιες υποθέσεις που κάναμε για την Ε.Ε. Ο κόσμος ανασυντάσσεται. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο οικοδόμησης μιας νέας παγκόσμιας διακυβέρνησης όπου τα πράγματα είναι θολά και, γι΄ αυτό, δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε τις επιπτώσεις αποφάσεων που παίρνονται στον ένα ή στον άλλο οργανισμό.
Επειδή δεν θέλω να συσκοτίσω τα δικά μου συμπεράσματα και να αποφύγω κάποια ευθύνη στο θέμα που έχει τεθεί, επιτρέψετέ μου να σας πω τα δικά μου συμπεράσματα και, μετά, κάποιες σκέψεις γύρω από αυτές τις εξελίξεις και να εξηγήσω γιατί περνώ αυτές τις συγκεκριμένες θέσεις.
Αρχίζω από μια γενικότερη διαπίστωση ότι ιστορικοί θεσμοί όπως ο ΟΗΕ, η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ ήταν και εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι θεσμοί για τον κόσμο. Πρέπει να είναι προσπάθεια όλων μας να εκσυγχρονίσουμε αυτούς τους οργανισμούς για να ανταπεξέλθουν στις νέες προκλήσεις και να αποφύγουμε ενέργειες που αποδυναμώνουν τον καταλυτικό ρόλο που μπορούν να παίξουν στην οικονομική ανάπτυξη, στην ειρήνη και στη συνεργασία των λαών.
Συμπερασματικά, λέω ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν μπορεί παρά να έχει πολύ θετικά αποτελέσματα για την Ελλάδα. Βέβαια, ιστορικά, το ΝΑΤΟ δεν μπόρεσε, λόγω της διάρθρωσής του, να μας προστατεύσει από κινδύνους που αντιμετωπίσαμε – και που κατά τη γνώμη μου εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε – από την γειτονική χώρα που είναι και αυτή μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι η συνύπαρξη μέσα στο ΝΑΤΟ δίνει τη δυνατότητα διαλόγου, επίλυσης διαφορών χωρίς προσφυγή στη βία ή στον πόλεμο και δημιουργεί ένα κλίμα κατανόησης και συνεργασίας ανάμεσα στα συμμετέχοντα κράτη.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ σε χώρες κοντά σε μας, μας δίνει τη δυνατότητα να παίξουμε έναν προνομιακό ρόλο ως παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ, απέναντι στις νέες χώρες και να αναπτύξουμε διμερείς ή πολυμερείς αμυντικές ή άλλες συνεργασίες με τις χώρες αυτές.
Όσον αφορά τη διεύρυνση της Ε.Ε., τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Αν δεν υπήρχε το θέμα της Κύπρου, τότε οι θέσεις που ίσως θα είχαμε πάρει θα έπρεπε να ήταν διαφορετικές. Επειδή όμως στο πακέτο της διεύρυνσης είχαμε την Κύπρο, όλοι στηρίξαμε τη διεύρυνση αυτή της Ε.Ε. Διότι, όποια αρνητικά αποτελέσματα και αν έχει η διεύρυνση, αυτά υπερακοντίζονται από τα θετικά της εισδοχής της Κύπρου στην οικογένεια της Ε.Ε. Αν λοιπόν εξαιρέσουμε το θέμα της Κύπρου, η διεύρυνση αυτή είναι αρνητική για την Ελλάδα. Και είναι αρνητική για δύο λόγους:
Πρώτον για λόγους οικονομικούς. Η διεύρυνση, όπως έγινε, αφαιρεί κοινοτικούς πόρους από την Ελλάδα και κατανέμει τους λιγοστούς πόρους σε χώρες που έχουν πολύ χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από το δικό μας. Ακόμα, η διεύρυνση σε χώρες με πολύ χαμηλότερο κόστος εργασίας και με προϊόντα τα οποία ανταγωνίζονται τα δικά μας, δημιουργεί δυσχερέστερες ανταγωνιστικές συνθήκες για εμάς.
Αλλά δεν είναι τόσο το οικονομικό αρνητικό αποτέλεσμα της διεύρυνσης που με απασχολεί. Περισσότερο με απασχολεί το γεγονός ότι η διεύρυνση γίνεται σε μια εποχή που η ίδια η Ε.Ε. δεν έχει ολοκληρώσει την πολιτική της ενότητα, δεν έχουν θεμελιωθεί οι πολιτικοί θεσμοί της πολιτικής ενοποίησης και η διεύρυνση, ουσιαστικά, χαλαρώνει και τους υπάρχοντες θεσμούς και δημιουργεί σοβαρότατο πρόβλημα διακυβέρνησης και ενιαίας πολιτικής της Ευρώπης.
Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι πρώτα θα έπρεπε να γίνει η εμβάθυνση της Ε.Ε., να προχωρήσουμε στην ολοκλήρωση της πολιτικής ένωσης με τις δεκαπέντε χώρες, να ολοκληρώσουμε τους πολιτικούς και αμυντικούς θεσμούς μέσα στην Ε.Ε., να κατακτήσουμε μια ενιαία πολιτική στον οικονομικό και τον κοινωνικό τομέα και στον τομέα της ασφάλειας και μετά να δούμε τις προοπτικές της διεύρυνσης. Εν τω μεταξύ θα μπορούσαμε να είχαμε εξασφαλίσει μια στενότερη και προνομιακή οικονομική συνεργασία με τις χώρες που είναι τώρα υπό ένταξη και θα είχαμε δύο κύκλους χωρών, τον κύκλο των 15 χωρών που ολοκληρώνουν την πολιτική τους ένωση και τον κύκλο των χωρών με τις οποίες συνεργαζόμαστε οικονομικά και για τις οποίες θα υπάρξει μια προοπτική ένταξης όταν θα έχει ολοκληρωθεί η πολιτική ενοποίηση.
Δεν προχωρήσαμε όμως έτσι αλλά κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί προβλήματα. Σήμερα δικαιούμεθα να ρωτήσουμε αν η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. είναι συγκλίνουσες πολιτικές που εξυπηρετούν ταυτόσημους σκοπούς ή είναι πολιτικές που αντιμάχεται η μια την άλλη και δημιουργούν περισσότερα προβλήματα και στη συνοχή της Ε.Ε. αλλά, ακόμη περισσότερο, ανάμεσα στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ ή ανάμεσα στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ. Επάνω σ΄ αυτόν τον προβληματισμό θα ήθελα να προσφέρω μερικές σκέψεις.
Μιλάμε πολύ για το ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και γενικά περί παγκοσμιοποίησης, αλλά δεν εντοπίζουμε συνήθως τους βασικούς παράγοντες που έχουν αλλάξει τον κόσμο και οι οποίοι είναι δομικοί, δηλαδή επάνω από την πολιτική βούληση των θεσμών και των πολιτικών ηγεσιών των εθνών και του παγκοσμίου συστήματος.
Τρεις είναι, κατά τη γνώμη μου, οι παράγοντες που έχουν αλλάξει τον κόσμο και έχουν δημιουργήσει μια υποβόσκουσα αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Ο πρώτος είναι η ταχύτατη τεχνολογική πρόοδος. Η τεχνολογική πρόοδος τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί τόσο πολύ που οι κοινωνικοί θεσμοί δεν μπορούν να την αφομοιώσουν. Χρειάζεται χρόνος για την αφομοίωσή της από τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς. Το πρόβλημα σήμερα είναι οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν στους θεσμούς για να αφομοιωθεί η μεγάλη τεχνολογική εξέλιξη. Παλαιότερα, η τεχνολογία πολλαπλασίαζε τη μυϊκή δύναμη του ανθρώπου. Σήμερα, οι νέες τεχνολογίες διευρύνουν τη διανοητική ικανότητα του ανθρώπου με την πληροφορική και, επί πλέον, μπαίνουν και σε αυτό το ίδιο το μυστήριο της ζωής με τη βιοχημεία. Αυτές είναι νέες καταστάσεις που δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία των θεσμών.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι κάτι πιο απλό αλλά πιο σημαντικό. Διαμελίζεται πλέον η διαδικασία της παραγωγής. Ένα κομμάτι της παραγωγής γίνεται σε ένα μέρος του κόσμου ενώ ένα άλλο κομμάτι σε άλλο μέρος του κόσμου, δηλαδή δεν υπάρχει εθνική παραγωγή. Στο παρελθόν, ένα ραδιόφωνο ή ένα αυτοκίνητο παρήγετο στην ίδια χώρα. Σήμερα, τα διάφορα κομμάτια παράγονται σε πολλές χώρες και τελικά συναρμολογούνται σε μια. Το γεγονός αυτό έχει αλλάξει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στον κόσμο.
Ο τρίτος παράγοντας είναι το δημογραφικό. Οι ανεπτυγμένες χώρες, και κυρίως η Ευρώπη γηράσκουν ταχύτατα ενώ οι άλλες χώρες αυξάνονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Η Αμερική έχει αντιμετωπίσει αυτές τις τρεις προκλήσεις διαφορετικά από την Ευρώπη. Έχει δείξει μια ικανότητα να προηγείται στην τεχνολογική πρόοδο με τους κοινωνικούς της θεσμούς να απορροφούν τις αλλαγές πολύ πιο εύκολα από την Ευρώπη, η οποία ανθίσταται και, δεύτερον, μέσα από τις αμερικανικές πολυεθνικές, μπορεί να συντονίζει την παγκόσμια παραγωγή, έχει δηλαδή ένα προνόμιο που σε μικρό ποσοστό διαθέτει η Ευρώπη που η παραγωγή της στηρίζεται ακόμη σε εθνική βάση. Και το τρίτο, το δημογραφικό πρόβλημα, μπορεί να το λύσουν οι ΗΠΑ που είναι χώρα μεταναστών, με την κατάλληλη μεταναστευτική πολιτική, ενώ η Ευρώπη ανθίσταται σε μια πληθυσμιακή αλλαγή μέσα από μια πολιτική μετανάστευσης.
Αυτά τα αναφέρω διότι είναι στοιχεία τα οποία διαμορφώνουν τις πολιτικές των χωρών στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε. Η Αμερική πέρασε μπροστά και διαμόρφωσε το σκηνικό και στο οικονομικό επίπεδο όπου μας προσέφερε σε παγκόσμια κλίμακα ένα νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο το οποίο βασίζεται στον ανταγωνισμό και αυτό έγινε αποδεκτό και από την Ε.Ε., η οποία μπορεί να συζητήσει με τις ΗΠΑ με όρους ανταγωνιστικούς.
Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά, φιλοσοφική και πολιτική, και αφορά τις μη ανανεώσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές του κόσμου και, πιο συγκεκριμένα, την ενέργεια και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, το πετρέλαιο. Εκεί δεν ισχύουν οι κανόνες της αγοράς. Έχει μεγάλη σημασία ποιος ελέγχει την παραγωγή του πετρελαίου, τη διανομή του πετρελαίου και τις τιμές του πετρελαίου και μάλιστα μέσα στις δεκαετίες και ανάμεσα στις γενεές. Για το πετρέλαιο έχουν γίνει πόλεμοι στο παρελθόν, διότι όποιος ελέγχει αυτό το κλειδί ελέγχει την οικονομική ανάπτυξη της υφηλίου. Οι ΗΠΑ έχουν ένα σαφή προσανατολισμό στο θέμα αυτό ενώ η Ευρώπη δεν έχει ακόμη τη δική της στρατηγική.
Αυτό όμως με φέρνει στο δεύτερο θέμα, στο θέμα της άμυνας. Οι ΗΠΑ έχουν μια σαφή στρατηγική στην άμυνά τους. Για τις ΗΠΑ η στρατιωτική ισχύς σήμερα είναι απαραίτητη για να στηρίξει την οικονομική και πολιτική κυριαρχία των ΗΠΑ. Αυτό λέει το Νέο Αμυντικό Δόγμα των ΗΠΑ του 1992 το οποίο επεξεργάσθηκαν οι κ.κ. Ντικ Τσένυ, τότε Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ και σήμερα Αντιπρόεδρος και ο Γούλφοβιτς, σήμερα σημαντικός παράγων της στρατιωτικής στρατηγικής των ΗΠΑ. Βάσει του δόγματος αυτού, καταργείται ουσιαστικά η Συνθήκη της Βεστφαλίας του 17ου αιώνα, στις αρχές της οποίας στηρίζεται ο ΟΗΕ και επιτρέπεται η επέμβαση στα εσωτερικά μιας άλλης χώρας με βάση τις αρχές των ατομικών δικαιωμάτων και ο προληπτικός πόλεμος (preemptive war) όταν η άλλη χώρα απειλεί την ασφάλεια μιας τρίτης χώρας. Είναι νέες αρχές που δεν συμπεριλαμβάνονται στην έννοια του ΝΑΤΟ και δεν είναι συμβατές με τις αρχές του ΟΗΕ. Δεν έχουμε ακόμα αναπτύξει τους θεσμούς μέσα από τους οποίους θα λειτουργήσουμε και θα δούμε τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο.
Για το λόγο αυτό, η Αμερική έχει προχωρήσει στην αναδιοργάνωση του ΝΑΤΟ επάνω στη βάση αυτή και η υπόθεση αυτή έχει ενισχυθεί με το θέμα της τρομοκρατίας.
Η τρομοκρατία δεν έχει ορατό εχθρό μέχρις ότου εκδηλωθεί, αλλά σαφώς υποθάλπεται και χρηματοδοτείται από ορισμένες χώρες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πρόεδρος Μπους έχει αναφέρει ως τέτοιες χώρες το Ιράκ, το Ιράν και, εμμέσως, τη Σαουδική Αραβία.
Έτσι λοιπόν δημιουργείται ένα καινούργιο πλαίσιο αμυντικής πολιτικής όπου η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είναι μια αναγκαιότητα. Ταυτόχρονα όμως, η διεύρυνση αυτή είναι και ένας προβληματισμός στην Ε.Ε. Οι χώρες αυτές έχουν υποδεχθεί την Αμερική ως απελευθερωτή τους από το κομμουνιστικό καθεστώς. Για τις χώρες αυτές, το θέμα της ασφάλειας και της παρουσίας του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη είναι πιο σημαντικό από το θέμα της οικονομικής ένταξής τους στην Ε.Ε. οι μνήμες τους είναι πολύ ισχυρές. Όταν το ΝΑΤΟ επεκτείνεται προς τις χώρες αυτές, αυξάνονται οι χώρες οι οποίες, με δική τους πρωτοβουλία, θα ακολουθήσουν μια αμερικανική πολιτική. Αυτή είναι η πρόθεση της Αμερικής. Η Αμερική δεν θέλει να εμποδίσει την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης. Αλλά, κατά βάθος, δεν θέλει και θα εμποδίσει την πολιτική ολοκλήρωση της Ε.Ε. για να μην δημιουργηθεί ένας πόλος πολιτικά ισότιμος και πολιτικά ανταγωνιστικός προς τις ΗΠΑ. Αυτό το λέει σαφώς το αμυντικό δόγμα των ΗΠΑ του 1992 λέγοντας ότι «δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε καμία άλλη χώρα να έχει κυριαρχία επάνω στις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την συγκρότηση οικονομικών συγκροτημάτων που θα είναι ισότιμοι ανταγωνιστές μας».
Πολλοί λοιπόν Ευρωπαίοι είδαν την κίνηση αυτή της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς σαν μια κίνηση αποδυνάμωσης της αμυντικής ικανότητας της Ευρώπης.
Και η Ευρώπη; Η Ευρώπη έχει μια ολοκληρωμένη και επιτυχημένη οικονομική πολιτική. Δεν έχει όμως μια στρατηγική ασφάλειας. Και εδώ εμείς παραπαίουμε. Υπάρχουν οι απόψεις μέσα στην Ευρώπη ότι το θέμα της ασφάλειας πρέπει να λυθεί μαζί με τις ΗΠΑ, σε πλαίσια του ΝΑΤΟ. Υπάρχουν όμως και απόψεις περί το ότι η Ευρώπη, για να είναι ισότιμη με τις ΗΠΑ, πρέπει να έχει τη δική της άμυνα και τον δικό της στρατό. Θυμάστε το πρόσφατο πρόβλημα με τον Ευρωστρατό που ήταν μια εμβρυώδης μορφή μιας αμυντικής ικανότητας της Ε.Ε. η οποία δεν κατέληξε πουθενά διότι οι Δυνάμεις Ταχείας Επέμβασης (όπως είναι το ορθόν) ουσιαστικά υπάγονται δορυφορικά στη στρατιωτική δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ.
Η Ευρώπη δεν ήθελε μια διεύρυνση το ΝΑΤΟ, η οποία προηγήθηκε της διεύρυνσης της Ε.Ε., με δυναμική πολιτικοστρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ανατολική Ευρώπη, χωρίς η ίδια η Ευρώπη να κάνει την κίνηση ένταξης αυτών στην Ε.Ε. Υπήρχαν εξ΄ άλλου πολιτικές και πολιτιστικές διασυνδέσεις ανάμεσα στις χώρες αυτές και στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και, γι΄ αυτό, η Ε.Ε. προχώρησε στη διεύρυνση. Και μάλιστα προχώρησε βεβιασμένα, χωρίς προηγουμένως να λύσει το θέμα της πολιτικής της ταυτότητας. Και, γι΄ αυτό, κάτω από διάφορες κρίσεις, εμφανίζονται οι αντιφάσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της Ε.Ε. που πρέπει πρώτα να λυθούν μέσα στην Ε.Ε. και μετά στις σχέσεις Ε.Ε. και ΗΠΑ.
Ο κόσμος που θέλουμε να δούμε στο μέλλον πρέπει να είναι ένας κόσμος που θα ζήσει με όρους οικονομικούς και ανταγωνιστικούς μεταξύ των κρατών και στον οποίο οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. θα παίξουν έναν συμπληρωματικό ρόλο συνεργασίας και όχι έναν ρόλο πολιτικού και αμυντικού ανταγωνισμού.
Αυτά όμως είναι τα ζητούμενα. Και οι διευρύνσεις που έγιναν είναι εκφάνσεις αυτής της δυναμικής και των αντινομιών και έτσι πρέπει να τις βλέπουμε.