Χθες, η Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκλεισε τα 65 χρόνια της.  Η επέτειος αυτή μου προξενεί ανάμεικτα συναισθήματα.  Από τη μια μεριά, δεν μπορώ παρά να εκφράσω το θαυμασμό μου ότι η διεθνής κοινότητα, στο πλαίσιο του ΟΗΕ και με νωπές τις πληγές και τη φρίκη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, συμφώνησε σε ένα κείμενο – σταθμό, που ενσωμάτωνε με εξαίρετο τρόπο το όραμα μιας παγκόσμιας κοινότητας, θεμελιωμένης στην αναγνώριση της αξιοπρέπειας και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αναγνωρίζω, βεβαίως τη βαρύνουσα σημασία και τον καταλυτικό ρόλο που έχει παίξει η Διακήρυξη ως κείμενο αναφοράς σε κάθε προσπάθεια εξειδίκευσης και εφαρμογής κανόνων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά δεν μπορώ παρά να εκφράσω την απογοήτευσή μου γιατί, σε οικουμενικό επίπεδο, η υπόθεση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όχι μόνο δεν έχει προωθηθεί αλλά, μάλλον, έχει υποχωρήσει.
Ο εξωγήινος που συχνά επικαλούμαστε για να μας κρίνει από ψηλά – ο άνθρωπος από τον Άρη λέγαμε παλαιότερα – σίγουρα θα έκανε δύο διαπιστώσεις:
Πρώτον: ότι το κύριο χαρακτηριστικό του πλανήτη μας είναι η φτώχεια, η καταπίεση, η ανελευθερία, η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και οι αιματηρές συγκρούσεις και
Δεύτερον: τα τεχνολογικά επιτεύγματα παράγουν πλούτο που είναι αρκετός για να ζήσουν όλοι με αξιοπρέπεια αλλά, στην πραγματικότητα, ο υλικός πλούτος περιορίζεται σε μερικές εστίες.
Την αντίφαση ανάμεσα στο τι είναι ο κόσμος και τι θα μπορούσε να είναι την γνωρίζαμε.  Την γνωρίζαμε σαν ένα πρόβλημα που όμως δεν βιώναμε γιατί δεν αφορούσε το δικό μας χώρο, αφορούσε τους άλλους.
Πρόσφατα, η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει και τη δική μας πόρτα.  Ο οικονομικός φιλελευθερισμός ισοπεδώνει το κοινωνικό κράτος, το κράτος δικαίου, καταπιέζει και ταπεινώνει τον πολίτη, διασπείρει τη φτώχεια, την ανεργία και σκοτώνει την ελπίδα στους νέους.
Σήμερα γίνεται, επιτέλους, κατανοητό ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός που υποτάσσει στη λογική της αγοράς τα πάντα, είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικός.  Και επειδή χωρίς πραγματική δημοκρατία τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να προστατευθούν, πρέπει να γίνει σαφές ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να συμβιώσουν.
Αυτή την ασυμβατότητα βιώνουμε σήμερα και, από αυτή την άποψη, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παίρνει, κατ΄ ανάγκην, πολιτικό χαρακτήρα.
Τα προγράμματα της βίαιης λιτότητας και η κατάργηση του κοινωνικού κράτους που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης καταπατούν βάναυσα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου.  Είναι ο δρόμος που δεν μας οδηγεί στη λύση της οικονομικής κρίσης αλλά στην κόλαση της βαρβαρότητας.  Η ανατροπή της ασκούμενης πολιτικής είναι η conditio sine qua non της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η διαπίστωση αυτή εγείρει σειρά ερωτημάτων τα οποία θα ήθελα να θέσω υπόψη σας για τη συζήτηση που θα επακολουθήσει:

Γιατί, σε οικονομικό επίπεδο, δεν είχαμε σημαντική πρόοδο στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

            Η δική μου απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα, που την θέτω στην κρίση σας, είναι ότι, απλώς, δεν αναβαθμίστηκε ο δημοκρατικός τρόπος ζωής.  Σε πολλές περιπτώσεις χωρών, τα Συντάγματα είναι το κέλυφος που κρύβει τον αυταρχισμό.  Σε άλλες περιπτώσεις, η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών έχει ατονήσει ή παραποιηθεί ως αποτέλεσμα της απάθειας ή αδράνειας του πολίτη και της χειραγώγησης της κοινής γνώμης από ΜΜΕ που εξυπηρετούν τους ιδιοτελείς σκοπούς μιας κλειστής κλίκας εξουσίας.
Με άλλα λόγια, αυτό που λέω είναι ότι δημοκρατική ζωή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς τον ενεργό πολίτη, στην Αριστοτελική έννοια του ατόμου που δρα, που γνωρίζει να άρχει και να άρχεται.  Δυστυχώς, σήμερα χάσαμε τον πολίτη.  Ο πολίτης έχει παραχωρήσει τη θέση του στον ιδιώτη.  Και αυτή είναι η αρχή όλων των κακών.
Τον πολίτη μην ψάχνετε να τον βρείτε, γιατί δεν γεννιέται.  Το άτομο εκπαιδεύεται να γίνει πολίτης.
Για λόγους που έχουν να κάνουν με τον εθνικό διχασμό και τη δημοκρατική μας Οδύσσεια, η πολιτεία παραμέλησε ή, για να ακριβολογήσω, δεν τόλμησε να αγγίξει το θέμα της πολιτικής αγωγής του πολίτη.
Όχι ότι δεν έγιναν τολμηρές προσπάθειες, προσπάθειες όμως που το ίδιο το πολιτικό σύστημα υπονόμευσε.  Ο Παπανούτσος, στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 έγραφε «Χρέος της δημοκρατίας είναι να διαπαιδαγωγήσει πολιτικά τους νέους από τα τρυφερά τους χρόνια.  Να θεωρήσει σοβαρά και με συνέπεια μέρος της γενικής παιδείας τους την πολιτική αγωγή.  Δίνουμε σήμερα αυτή την αγωγή;»
Τριάντα και τρία χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης 1997-2000, προσπάθησα να ενσωματώσω την πολιτική αγωγή στο ευρύτερο πρόγραμμα σπουδών, όχι ως ξεκομμένο μάθημα αλλά ως συστατικό στοιχείο ενός δημοκρατικού σχολείου όπου σκοπός του δεν είναι μόνο η εκπαίδευση ή η κατάρτιση αλλά η ευρύτερη ανθρωπιστική παιδεία.  Το σχολείο έπρεπε να αποβλέπει όχι μόνο στην παροχή γνώσεων αλλά στην καλλιέργεια αξιών, δεξιοτήτων και κατανοήσεων στοχεύοντας στην ηθική, διανοητική και πολιτική διάπλαση των μαθητών.  Δεν χρειάζεται να σας θυμίσω ότι και αυτή η προσπάθεια υπονομεύθηκε.
Πιστεύω ότι η εξέλιξη των πραγμάτων στην παιδεία θα ήταν διαφορετική αν όλοι όσοι πιστεύουν στη δημοκρατία και στηρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν βάλει πλάτες στις προσπάθειες για μια ολοκληρωμένη και σύγχρονη παιδεία.  Γι΄ αυτό κάνω έκκληση σ΄ αυτήν την ομήγυρη, να ενσωματώσουν το θέμα της παιδείας γενικά και της πολιτικής αγωγής ειδικότερα στην ατζέντα των μέτρων για τη στήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Βλέποντας τα πράγματα από αυτήν την οπτική γωνία, δύο είναι κατά τη γνώμη μου τα μεγάλα θέματα για τα οποία όμως έχει γίνει ελάχιστος δημόσιος διάλογος ή ακόμα και έρευνα στον εκπαιδευτικό χώρο: το θέμα της ταυτότητας και το θέμα του κώδικα των αξιών και συμπεριφοράς, πάνω στον οποίο θα στηρίζεται το πρόγραμμα σπουδών.  Λίγα λόγια για κάθε ένα απ΄ αυτά, ελπίζοντας ότι θα συζητηθούν το απόγευμα.
Κάθε άνθρωπος χρειάζεται την ταυτότητά του.  Η τάση που επικρατεί σε ισχυρούς κύκλους διαμόρφωσης της κοινής γνώμης ότι η παγκοσμιοποίηση μεταφέρει την έννοια του πολίτη από πολίτη ενός έθνους σε πολίτη του κόσμου είναι λανθασμένη.  Η οικουμένη αποτελείται από εθνότητες που είναι βέβαια ανοικτές, συνομιλούν και συνδιαλέγονται αναμεταξύ τους αλλά διατηρούν τα εθνοτικά χαρακτηριστικά τους.  Δεν υπάρχει πολίτης του κόσμου, όπως δεν υπάρχει Ευρωπαίος πολίτης, αλλά Έλληνας, Γάλλος, Γερμανός κ.α. που συνεργάζονται οικονομικά και πολιτικά, μοιράζονται μαζί πολλά πολιτιστικά χαρακτηριστικά αλλά διατηρούν την εθνοτική τους ταυτότητα.
Γι΄ αυτήν την ταυτότητα δεν υπάρχει προβληματισμός στον Γάλλο, στον Γερμανό ή Ισπανό μαθητή κ.α.  Για τον μαθητή στην Ελλάδα τα πράγματα, δυστυχώς, είναι θολά.  Πρώτα απ΄ όλα η «άτυπη παιδεία» του μαθητή, που προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον του και από τα ΜΜΕ τείνει να ταυτίσει την ελληνική εθνική ταυτότητα με την ταυτότητα του ηττημένου και να διαμορφώσει μια συλλογική ενοχή, ότι είμαστε ένας λαός απατεώνων, φυγόπονων και ανεύθυνων.  Αυτή είναι μια άκρως δυσμενής εξέλιξη.  Ο μαθητής πρέπει να αγαπήσει τις ρίζες του, τον πολιτισμό που τον γέννησε, να αισθανθεί περήφανος γι΄ αυτόν και να δεχθεί την ευθύνη να σηκωθεί ψηλότερα.  Αλλιώς θα χάσουμε τους νέους και μαζί τους θα χαθούμε κι εμείς.
Συναφής με αυτό το θέμα είναι η διαχείριση της ετερότητας στην πολιτική παιδεία.  Μια αρκετά διαδεδομένη αντίληψη στη χώρα μας δέχεται ότι ο πολυπολιτισμός, ως απότοκος της παγκοσμιοποίησης, επιβάλλει την εμπλοκή του κράτους στη διατήρηση και αναπαραγωγή πολιτισμικών κωδίκων – γλωσσικών και θρησκευτικών – μέσα στην κοινωνία.  Από αυτήν την άποψη, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ένα εργαλείο συντήρησης και αναπαραγωγής της πολιτισμικής πολλαπλότητας στην κοινωνία.  Αυτή η αντίληψη, ουσιαστικά, αναγνωρίζει διακριτές πολιτισμικές ταυτότητες και την ισοτιμία των πολιτισμών στο σχολείο.  Η εμπειρία μου με προγράμματα αυτής της μεθοδολογίας στις περιπτώσεις των μουσουλμανοπαίδων στη Θράκη και των αλλοδαπών και παλιννοστούντων, με έχει κάνει ιδιαίτερα επιφυλακτικό.  Φοβάμαι ότι έχουμε πάρει έναν ολισθηρό δρόμο που θα έχει οδυνηρές συνέπειες.  Ελπίζω, το απόγευμα να συζητήσουμε το θέμα αυτό και να ξεκαθαρίσουμε ότι άλλο είναι η προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων μειοψηφιών και άλλο η ισοτιμία των πολιτισμών στο σχολείο, όπου η βάση του δεν μπορεί να είναι άλλη από τον πολιτισμό του βασικού κορμού της χώρας.
Το δεύτερο θέμα στο οποίο αναφέρθηκα αφορά τον κώδικα των αξιών και συμπεριφοράς.  Μπορεί να ακούγεται παράξενα αλλά στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ συναινετικό κείμενο αρχών πάνω στις οποίες θα πρέπει να στηριχθεί η εκπαιδευτική πολιτική γενικά και η πολιτική αγωγή ειδικότερα, για να προετοιμάσει τους πολίτες σ΄ αυτόν τον αιώνα.  Πιστεύω ότι αυτό το έργο πρέπει να αναλάβουν τα Πανεπιστήμια.  Στο έργο αυτό, σημαντική θα πρέπει να είναι η συμβολή Ιδρυμάτων και ομίλων που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Διαβλέπω μεγάλες δυσκολίες στην ολοκλήρωση αυτού του έργου.  Πρέπει όμως να γίνει.  Αν παραδεχθούμε ότι αδυνατούμε να καταλήξουμε στο θέμα των πολιτισμικών κωδίκων που πλαισιώνουν την παιδεία μας, είναι σαν να αξιολογούμε ότι έχουμε χάσει την ταυτότητά μας και τον προορισμό μας.  Μπορεί να έχουμε αποσταθεροποιηθεί από την κρίση αλλά δεν πιστεύω ότι έχουμε χάσει τον εαυτό μας.  Μπορούμε.
Όσον αφορά το περιεχόμενο μιας δημοκρατικής εκπαίδευσης, επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα απόσπασμα από μια μελέτη του Rawls και κλείνω μ΄ αυτό:
«Η δημοκρατική εκπαίδευση πρέπει να κάνει τα παιδιά να τιμούν τους επιεικείς όρους της κοινωνικής συνεργασίας μεταξύ νέων και ελεύθερων πολιτών κυρίως μέσα από την ανάπτυξη του αισθήματος της επιείκειας, της ευλογότητας και του πνεύματος του συμβιβασμού που θα μας κάνει να συναντούμε τους άλλους στα μισά του δρόμου».

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn