GARS2

Εκ μέρους του ΙΝΕΡΠΟΣΤ, σας καλωσορίζω στη σημερινή εκδήλωση. Η μεγάλη συμμετοχή στην εκδήλωση εκφράζει, σίγουρα, το ζωηρό ενδιαφέρον για το θέμα: “Europe: What next” αλλά κυρίως το σεβασμό, τη βαθύτατη εκτίμηση και την αγάπη που τρέφει το ελληνικό κοινό για τον ομιλητή μας, τον καθηγητή Paul Krugman.
You see, Paul, here in Greece you are a household word. Στις δύσκολες στιγμές που περάσαμε τα τελευταία χρόνια, οι παρεμβάσεις σου για την ευρωπαϊκή και την ελληνική κρίση, μας έδωσαν κουράγιο, μας ανέδειξαν το πραγματικό πρόβλημα με διαύγεια και καθαρότητα λόγου. Μας συγκίνησε η ευαισθησία σου για την ανθρωπιστική καταστροφή που επέφερε το πρόγραμμα της λιτότητας. Eκτιμήσαμε ιδιαίτερα ότι είσαι από τις ελάχιστες προσωπικότητες που αντιστάθηκες στην κρατούσα ιδεολογία που καταλογίζει αποκλειστικά ευθύνες για την κρίση στην εθνική πολιτική και ανέδειξες ότι η κρίση στην Ελλάδα ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της ευρύτερης Ευρωπαϊκής κρίσης και των ελαττωματικών μηχανισμών προσαρμογής στο επίπεδο της Ευρωζώνης.
Σε ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας για τη συμβολή σου και σήμερα θέλουμε να μάθουμε περισσότερα από εσένα.
Η σημερινή εκδήλωση, συμπίπτει με ένα κρίσιμο στάδιο των διαπραγματεύσεων, για την επίτευξη μιας ενδιάμεσης συμφωνίας. Η πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία, απέρριψε τη συνέχιση της πολιτικής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που, όχι μόνο δεν βελτίωσε την οικονομική κατάσταση, αλλά οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου κρίση με πτώση του ΑΕΠ κατά 25%, αύξηση της ανεργίας στο 27%, σε ασφυξία ρευστότητας στην αγορά και ανθρωπιστική κρίση.
Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου που άφησε ανοικτή τη δυνατότητα προσαρμογής προς τα κάτω του πρωτογενούς πλεονάσματος και κάποιας ευελιξίας στην επιλογή μέτρων ήταν ένα θετικό βήμα μπροστά. Όμως, οι διαπραγματεύσεις για το κλείσιμο της ενδιάμεσης συμφωνίας συναντούν σοβαρά προσκόμματα, με αβέβαιες προοπτικές. Από τη μια μεριά, οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί – το Ευρωπαϊκό ιερατείο όπως προτιμώ να το αποκαλώ – εμμένουν πεισματικά στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής που είχε επιβληθεί πριν από τις εκλογές. Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει περίπτωση η κυβέρνηση να αθετήσει τη λαϊκή εντολή και να δεχθεί την προ των εκλογών οικονομική πολιτική.
Το ερώτημα λοιπόν που εγείρεται είναι εάν η Ευρωζώνη θα μπορέσει να δεχθεί και να αφομοιώσει στους μηχανισμούς της ένα διαφορετικό μοντέλο προσαρμογής για ένα κράτος μέλος ή εάν, τουλάχιστον για λόγους real politic, θα ήταν διατεθειμένη να κάνει κάποιες υποχωρήσεις από την άτεγκτη στάση που τηρεί μέχρι στιγμής για να αρθεί, έστω και προσωρινά, το αδιέξοδο.
Αυτά είναι ερωτήματα που μας καίνε και περιμένουμε με αγωνία να ακούσουμε τις απόψεις του Paul Krugman.
Στο σημείο αυτό θεωρώ χρήσιμο για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει να επισημάνω την ελληνική εμπειρία στην εξέλιξη της Ευρωζώνης.
Εμείς στην Ελλάδα δεχθήκαμε την Ε.Ε. πρωτίστως ως πολιτικό διακύβευμα. Για λόγους ιστορικούς, γεωπολιτικούς και ασφάλειας, το όραμα της πολιτικής ένωσης των ευρωπαϊκών κρατών ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό. Το οικονομικό σκέλος της ενοποίησης έπαιξε κι αυτό σημαντικό ρόλο αλλά δεν αποτέλεσε τον σκληρό πυρήνα του Ευρωπαϊκού μας προσανατολισμού.
Όταν το 1992 η Ελλάδα προσχώρησε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με στήριξη από όλα τα κόμματα πλην του ΚΚΕ, δεν μας είχε τυφλώσει ασυγχώρητη αφέλεια. Γνωρίζαμε πολύ καλά ότι η νομισματική Ένωση ήταν ένας μετέωρος μηχανισμός. Μιλώντας, μάλιστα, ως εκπρόσωπος της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή, αναγνώρισα ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν ένας ιστορικός πολιτικός συμβιβασμός, χτισμένος σε σαθρές οικονομικές βάσεις. Χαρακτηριστικά, είχα πει και είχα προειδοποιήσει ότι «στα κείμενα της Συνθήκης δεν θα δείτε τον απόηχο της λεπτής και βαθειάς σκέψης του Γκαίτε ή την αρμονία ενός Μπετόβεν. Θα αισθανθείτε όμως δυνατά, το βαρύ χέρι του Γερμανού τραπεζίτη».
Το ερώτημα τίθεται γιατί προσχωρήσαμε σε μια ατελή νομισματική ένωση που περιείχε πολλούς κινδύνους. Η απάντηση είναι ότι θεωρήσαμε την Ευρωζώνη σαν ένα πρώτο βήμα στην οικονομική ολοκλήρωση και στην πολιτική ενοποίηση.
Δυστυχώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Αν τότε θα μπορούσαμε να μαντέψουμε το μέλλον, η στάση μας απέναντι στη συμμετοχή μας στο Ευρώ θα ήταν ασφαλώς διαφορετική. Το αφήνω για τον ιστορικό του μέλλοντος να κρίνει εάν ήταν σώφρον να μπούμε σε έναν μηχανισμό, χωρίς να έχουν εξασφαλισθεί, εκ των προτέρων, οι πολιτικές προϋποθέσεις και οι κατάλληλοι θεσμοί για την οικονομική σύγκλιση των οικονομιών.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η αρχή της εμβάθυνσης και της πραγματικής σύγκλισης των οικονομιών εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από την πολιτική διεύρυνσης των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανακύκλωση των παγκοσμίων πλεονασμάτων δημιούργησε συνθήκες υψηλής ρευστότητας και εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων. Με το Ευρώ, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης θεωρήθηκαν εξίσου ασφαλείς για την επένδυση ευρωπαϊκών και παγκοσμίων πλεονασμάτων.
Έτσι, διολισθήσαμε από την αρχή της οικονομικής σύγκλισης στην ονομαστική σύγκλιση των επιτοκίων.
Σημαντικά κεφάλαια εισέρρευσαν στην Ελλάδα και χρηματοδότησαν κρατικά ελλείμματα, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στεγαστική και καταναλωτική ζήτηση. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ήταν ότι ήταν οι ίδιοι οι χρηματοπιστωτικοί φορείς που προσέφεραν αφειδώς χρηματικούς πόρους, πολλές φορές χωρίς αξιολόγηση των έργων ή και χωρίς εγγυήσεις. Το ΑΕΠ αυξήθηκε, όπως και ο πληθωρισμός. Μέσα σ΄ ένα κλίμα καταναλωτικής ευημερίας, προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών εγκαταλείφθηκαν. Η ανταγωνιστικότητα, κατά συνέπεια, υποχώρησε. Χωρίς αμφιβολία, η εγκατάλειψη διαρθρωτικών αλλαγών υπήρξε βαρύτατο πολιτικό σφάλμα.
Όμως, η πολιτική αυτή δεν αποτέλεσε ελληνική μοναδικότητα. Ακολουθήθηκε από πολλές χώρες της Ευρωζώνης, με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση από την ελληνική εμπειρία. Η πολιτική αυτή αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της πιστωτικής φούσκας που αναπτυσσόταν στην Ευρωζώνη.
Όταν η φούσκα έσκασε, τα βασικά ελαττώματα της Ευρωζώνης έγιναν εμφανή. Παραδόξως, όμως, στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς η πιστωτική φούσκα και η επακόλουθη κρίση δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ ως απότοκα ενός ελαττωματικού ευρωσυστήματος. Η ευθύνη καταλογίστηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στις ελλειμματικές χώρες που αποκλείστηκαν από τις χρηματαγορές.
Εδώ αναπτύχθηκε μια ιδιόμορφη οικονομική του αποδιοπομπαίου τράγου – scapegoat economies – όπου οι χώρες που αντιμετώπισαν κρίση ρευστότητας έπρεπε να περάσουν από το πουργκατόριο της αυστηρής λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη σκληρότητα, από ένα επιτελείο τεχνοκρατών της τρόικα, με ιδεολογικό φανατισμό και περιφρόνηση των στοιχειωδών λειτουργιών των δημοκρατικών μας θεσμών.
Το παίγνιο αυτό τελείωσε. Διέξοδο μπορεί να δώσει μόνο η Ευρωζώνη. Θα μπορέσει;
Και πιο συγκεκριμένα:
Η πολιτική που ισχύει και προπαγανδίστηκε από τον κ. Σόιμπλε στη Νέα Υόρκη προ ημερών, της «μετριοπαθούς ανάπτυξης», με δημοσιονομική λιτότητα, περιοριστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ασύμμετρη προσαρμογή των ελλειμματικών χωρών αποτελεί μείγμα πολιτικής για μια βιώσιμη Ευρωζώνη;
Διαγράφονται στον ορίζοντα πολιτικές προϋποθέσεις για ένα εναλλακτικό μοντέλο, με έμφαση στις επενδύσεις και την ανάπτυξη, με συμμετρική προσαρμογή μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, με επεκτατική πιστωτική πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και χαλάρωση λιτότητας στη Γερμανία; Αν όχι, ποιο είναι το μέλλον του Ευρώ και ποιες οι γεωπολιτικές και πολιτικές επισημάνσεις στην παγκόσμια οικονομία; Και
Πώς, μέσα σ΄ αυτές τις αβεβαιότητες μπορεί να πλοηγηθεί η Ελλάδα για τη διάσωσή της;
Αγαπητέ Paul, θα θέλαμε τη βοήθειά σου στις σκέψεις που μας τυραννούν.
Πριν κλείσω, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Megaron Plus για τη συνδιοργάνωση της εκδήλωσης και το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία για τη φιλοξενία που προσέφερε στον ομιλητή μας. Τέλος, να ευχαριστήσω θερμότατα τον μεγάλο χορηγό της εκδήλωσής μας, τον ίδιον τον ομιλητή Καθηγητή Paul Krugman που δέχθηκε να έρθει να μας μιλήσει αφιλοκερδώς.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn